ΤΕΥΧΟΣ #1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016

H ποινικοποίηση της αναπηρίας και της ασχήμιας στις ΗΠΑ

Βαγγέλης Γεωργίου*

«Σε κανένα πρόσωπο που είναι άρρωστο, ανάπηρο, ακρωτηριασμένο ή με οποιονδήποτε τρόπο τόσο παραμορφωμένο, ώστε να δείχνει απεχθές ή ανάρμοστο,  δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί στους δρόμους ή σε δημόσιους χώρους της πόλης, εκθέτοντας τον εαυτό του σε κοινή θέα». Οι γραμμές αυτές άρχισαν να στολίζουν τους ποινικούς κώδικες πολλών αμερικανικών πολιτειών από το 1867 εγκαινιάζοντας μια περίοδο «πρωτότυπης» αναμόρφωσης των Ηνωμένων Πολιτειών με γνώμονα την προστασία μιας όμορφης και παραγωγικής  κοινωνίας. Συνεπώς η αμερικανική Belle Epoch δεν είχε χρόνο και χώρο για τα ανίκανα μέλη: τους δύσμορφους και ανάπηρους.

Για τους Γάλλους ήταν η Belle Époque («Όμορφη Εποχή») και για τους Αμερικανούς η Επτάργυρη ή Προοδευτική Εποχή. Ήταν η περίοδος που ξεκίνησε από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και χαρακτηρίστηκε για το αισιόδοξο πνεύμα που κυριάρχησε. Μετά τον τερματισμό του Αμερικανικού Εμφυλίου οι Ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις επιδόθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη. Η παραγωγή ατσαλιού έτεινε να ξεπεράσει την αντίστοιχη της Βρετανίας, Γερμανίας και Γαλλίας μαζί. Τα σιδηροδρομικά χιλιόμετρα τριπλασιάστηκαν μέσε σε 20 χρόνια καθιστώντας την κατάκτηση και εκμετάλλευση της αμερικανικής ενδοχώρας ακόμα πιο εύκολη. Η απαίτηση των βιομηχανιών για ανειδίκευτο προσωπικό κατέστησαν τις ΗΠΑ πραγματικό μαγνήτη για εκατομμύρια μετανάστες από όλο τον κόσμο. Στις αμερικανικές πόλεις άρχισαν να ξεφυτρώνουν επιβλητικοί ουρανοξύστες κατασκευασμένοι από εργάτες που ζούσαν όμως σε παράγκες. Η αισιοδοξία της αμερικανικής Μπελ Εποκ δεν ίσχυε για όλους καθότι επικράτησε ένας διαχωρισμός της τύχης της καθημερινής ζωής των «εχόντων» και «μη εχόντων» νιώθοντας έντονα οι πρώτοι να απειλούνται από τις πεινασμένες μάζες.

Η ανάγκη για τον έλεγχο των μαζών γινόταν ολοένα και πιο επιτακτική. Οι ευυπόληπτοι αμερικανοί  βλέποντας τους εντελώς διαφορετικούς, ρακένδυτους, άλλους με ασιατικά ή ανατολικοευρωπαϊκά χαρακτηριστικά μετανάστες νιώθανε όχι μόνο διαφορετικοί αλλά και ανώτεροι. Ήταν η εποχή που η εξωτερική εμφάνιση θα αποτελούσε για πολλές δεκαετίες σημαντικό κριτήριο για να κατατάξεις κάποιον στη κοινωνική αλυσίδα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1860 μέχρι και την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ, για 100 και πλέον χρόνια, οι τοπικές αρχές δεν θα επέτρεπαν σε ανάπηρους να κάνουν βόλτες στις πλατείες, να ζητιανέψουν κάποιο κέρμα ή ακόμα και να έχουν μια αξιοπρεπή δουλειά.

1867 Σαν Φρανσίσκο: ο διωγμός των ζητιάνων

Το Σαν Φρανσίσκο αποτελούσε την δεκαετία του 1860 το ησυχαστήριο των ΗΠΑ καθώς βρισκόταν μακριά από τις εξελίξεις που οδήγησαν στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865). Ωστόσο χιλιάδες Μεξικάνοι από το Νότο και Ασιάτες από τη Δύση κατέφθαναν να βρούνε εκεί την τύχη τους. Το 1869, εγκαινιάστηκε ο πρώτος διηπειρωτικός σιδηροδρομικός σταθμός μειώνοντας το ταξίδι από τη Νέα Υόρκη προς Σαν Φρανσίσκο από έξι μήνες σε έξι μέρες. Από τους χιλιάδες χρυσοθήρες που κατέφθαναν για να βρούνε λίγο χρυσό και να αλλάξουν την ζωή τους δεν φάνηκαν όλοι τυχεροί. Πολλοί κατέληγαν απένταροι και μεθυσμένοι στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο καταφεύγοντας στην επαιτεία για βιοπορισμό. Το αμερικανικό όνειρο ήταν για του ικανούς και τους τυχερούς.

Το 1867 οι δημοτικές αρχές της πόλης, θεωρώντας αποκρουστικό και επικίνδυνο το θέαμα τόσων πολλών "περίεργων" και ταλαιπωρημένων στην όψη ζητιάνων, αποφάσισαν να τιμωρούν δια νόμου την επαιτεία με πρόστιμο έως και 25 δολάρια ή ακόμα και φυλάκιση. Οι Καλιφορνέζοι είχαν μπολιαστεί από την Ρεπουμπλικανική νοοτροπία που θεωρούσε αποδεκτούς μόνο τους πετυχημένους κατατάσσοντας τους ζητιάνους σε κοινωνικά μιάσματα που αλλοίωναν την όμορφη εικόνα της πόλης. Πολύ σύντομα ο αρχικός νόμος του Σαν Φρανσίσκο θα γινόταν μια γενικευμένη εκστρατεία με έντονα ταξικά χαρακτηριστικά αποτελώντας τον προάγγελο ναζιστικών θεωριών.

Επέκταση των νόμων που ομορφαίνουν

«Σε κανένα πρόσωπο που είναι άρρωστο, ανάπηρο, ακρωτηριασμένο ή με οποιονδήποτε τρόπο τόσο παραμορφωμένο, ώστε να δείχνει απεχθές ή ανάρμοστο,  δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί σε δημόσιους χώρους, εκθέτοντας τον εαυτό του σε κοινή θέα. Για κάθε [τέτοια] αξιόποινη πράξη οι παραβάτες τιμωρούνται καταβάλλοντας έως πενήντα δολάρια ακόμα και φυλάκιση». Με την διάταξη αυτή στον ποινικό τους κώδικα το 1881 οι δημοτικές αρχές του Σικάγο έδειξαν πόσο ευφάνταστη μπορεί να είναι η αμερικανική Belle Époque στην αντιμετώπιση ανθρώπων με αναπηρία.

Οι περίφημοι «Νόμοι περί Ασχήμιας»(Ungly Laws) θα ανταγωνίζονταν σε βαρβαρότητα μόνο τους ρατσιστικούς νόμους του Νότου ποινικοποιώντας την αναπηρία και την δυσμορφία χιλιάδων μη χαρισματικών εμφανισιακά δύσμοιρων Αμερικανών που το μόνο τους έγκλημά ήταν πως δεν μπόρεσαν να παρέμβουν στο DNA τους ή να περιθάλψουν τον εαυτό τους από κάποιο εργατικό ατύχημα. Μια αντι-αναπηρική φρενίτιδα είχε κυριεύσει την αμερικανική κοινωνία πως αν επιτρεπόταν η δημόσια έκθεση ανάπηρων και δύσμορφων τότε η επόμενη γενιά θα γινόταν ακόμα πιο άσχημη. Το 1918, στο Ουισκόνσιν, η διεύθυνση σχολείου ήταν ανένδοτη να δεχτεί τον 13χρονο Merritt Beattie. Με δικαστική απόφαση ο μικρός Merritt στερήθηκε την πρόσβαση στην εκπαίδευση με την «κατηγορία» ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να ελέγξει την φωνή του, τα χέρια, τα πόδια και το σώμα του. Το έγκλημα του Meritt ήταν ότι γεννήθηκε ανάπηρος πάσχοντας από έναν τύπο παράλυσης που τον καθιστούσε ευερέθιστο ενώ δεν μπορούσε να ελέγξει τα σάλια από το στόμα του λερώνοντας έτσι τα βιβλία του.

Καλοί Αμερικανοί είναι οι υγιείς Αμερικανικοί
Διαγωνισμός μωρών στην Ινδιάνα το 1931

Στο μυαλό πολλών Αμερικανών κυριαρχούσε η ιδέα ότι η όψη ενός ανάπηρου ανθρώπου μπορούσε να κάνει ακόμα και υγιείς ανθρώπους να αρρωστήσουν. Πολλοί αμερικανικοί επιστήμονες άρχισαν να νομιμοποιούν τους νέους νόμους "Περί Ασχήμιας" στα μάτια της επιστήμης μπολιάζοντας στις ΗΠΑ εκείνης της εποχής την ευγονική: το ρεύμα που αποσκοπούσε στη δημιουργία τέλειων και πετυχημένων Αμερικανών χωρίς διανοητικά ή σωματικά ψεγάδια.

Στα Πανεπιστήμια του Harvard, Columbia, Cornell και όχι μόνο, η ευγονική είχε μπει στο πρόγραμμα σπουδών ενώ οι ισχυρότεροι επιχειρηματίες που πέρασαν από την Αμερική χρηματοδοτούσαν φιλανθρωπικές οργανώσεις και πειραματικά προγράμματα που αποσκοπούσαν στην τελειοποίηση του ανθρώπινου είδους. Το Ινστιτούτο Carnegie, το Ίδρυμα Ροκφέλερ και η πανίσχυρη σιδηροδρομική εταιρεία Harriman -και οι τρεις τους πυλώνες αμερικανικού κατεστημένου- ήταν υποστηρικτές των εξελικτικών θεωριών ενισχύοντας την τάση να δοθεί ψευτο-επιστημονική βάση σε αντιφιλελεύθερα συστήματα, όπως ο ελιτισμός και ο ρατσισμός.

Ένα καπιταλιστικό σύστημα που ήθελε τα μέλη του να είναι παραγωγικά και καταναλωτικά ήταν αδύνατο να συμβιβαστεί με την συντήρηση αποκρουστικών ΑμεΑ που δεν μπορούσαν να χρησιμεύσουν σε κάτι πέρα από επιδείξεις σε θιάσους και τσίρκο. Φυσικά η προοδευτική ρεπουμπλικανική Αμερική δεν ήταν δυνατόν να επιφυλάξει την ίδια τύχη σε κάποιον πλούσιο με αναπηρία. Η τυφλοκωφή συγγραφέας Έλεν Άνταμς Κέλλερ θα είχε σίγουρα διαφορετική τύχη αν δεν ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας παρέχοντάς της έτσι το προνόμιο να φοιτήσει σε ειδικά σχολεία, τα οποία ήταν μη προσβάσιμα σε φτωχότερους, και στη συνέχεια να πραγματοποιήσει ακόμα και διδακτορικό. Το παραμορφωμένο χέρι του Mondercai Brown και η κώφωση του William Ellsworth  δεν τους εμπόδισαν να  διακριθούν γράφοντας ιστορία στο baseball στις αρχές του 20ου αιώνα καθότι ήταν χρήσιμοι και εξαιρετικά πετυχημένοι για την κοινωνία χωρίς η αναπηρία τους να προκαλεί αποτροπιασμό. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν συνέβαινε σε έναν χαμογελαστό νεαρό στο Κλήβελαντ που έκανε διανομή Τύπου το 1915 και το απέλυσαν λόγω της έντονης δυσπλασία του σε χέρια και πόδια. Επίσης την τύχη της Ελεν Άνταμς δεν θα είχε και ένας αβοήθητο επιληπτικός που τρόμαζε τους περαστικούς όταν πάθαινε κρίση. Την δεκαετία του 1940 ο νευρολόγος από το Πανεπιστήμιο Cornell, Robert Foster Kennedy, πρότεινε την ευθανασία σε παιδιά που αποδεικνυόταν πως ήταν διανοητικά ανάπηρα ώστε να τα απαλλάξουν από την δυστυχία τους.

Πόλεμος του Βιετνάμ και τα φαντάσματα του παρελθόντος

Βλέποντας κανείς τα ποσοστά ανεργίας ανάμεσα στους ανάπηρους βετεράνους του πολέμου του Βιετνάμ το 1971 καταλαβαίνει ότι οι ΗΠΑ κουβαλούσαν ακόμα το πνεύμα των αντιαναπηρικών νόμων. Το 87.7% εξ’ αυτών παρέμενε εκτός της αγοράς εργασίας.

Οι Νόμοι περί Ασχήμιας μπορεί να είχαν αρχίσει να χάνουν την παλαιά τους αίγλη ήδη από την δεκαετία του 1920 αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν συμπεριλαμβάνονταν ακόμα σε ποινικούς  κώδικες πολλών -μεσοδυτικών κυρίως- πόλεων όπως το Columbus, το Ohio, η Omaha, η Nebraska κ.α. Επίσημα θεωρούνταν νεκρό γράμμα αλλά το 1974 στην Ομάχα ένας αστυνομικός πιστός στο καθήκον και τους νόμους της πόλης του συνέλαβε έναν ζητιάνο με αναπηρία για παράβαση της σχετικής νομοθεσίας.

Το Σικάγο ήταν και η τελευταία αμερικανική πόλη που κατήργησε τους ρατσιστικούς νόμους περί ασχήμιας μετά το τέλος του Πολέμου του Βιετνάμ το 1974, δείχνοντας ότι το Αμερικανικό Όνειρο ναι μεν μπορούσε να αναμορφώσει την αμερικανική κοινωνία συντρίβοντας όμως πολλούς Αμερικανούς.

*Ο Βαγγέλης Γεωργίου είναι Δημοσιογράφος