ΤΕΥΧΟΣ #12 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020

Crime & Music: “Heavy Metal Suicide”, Μέρος 1ο

Δρ. Παναγιώτης Παπαϊωάννου

"Heavy Metal Suicide":

H διαβόητη υπόθεση Vance/Roberson v. CBS Inc./Judas Priest

(Μέρος 1ο : Ιστορικό και Προδικασία)

 

Ε ι σ α γ ω γ ή [1]

Η συνθετότητα του εγκληματικού φαινομένου και η σύνδεσή του με τις εθνικές, χρονικές και ιδιαίτερες πολιτικές και κοινωνικές του απαρχές είναι συχνά το ίδιο το διακύβευμα στη σύγχρονη εγκληματολογία. Τί σημαίνει έγκλημα στις χώρες της Μεσογείου και τί στη Νεβάδα; Πώς θα τυποποιηθεί μια συμπεριφορά ως εγκληματική, γιατί και κατά πόσο θα πρέπει αποποινικοποιηθεί  ή και απεγκληματοποιηθεί μια άλλη; Αποτελεί παράδειγμα η συμπεριφορά, τα ανακλαστικά ή και η αποδοτικότητα ενός δικαιϊκού συστήματος για ένα άλλο; Με αφετηρία και θεμέλιο την διαπίστωση ότι οι θεσμοί ελέγχου του εγκλήματος καθώς και το έγκλημα καθεαυτό είναι παράγωγα πολιτισμικών συνιστωσών, η πολιτισμική εγκληματολογία[2] αναπτύσσει την δυναμική, πρισματική της προσέγγιση στα ζητήματα αυτά, τα τελευταία 25 χρόνια. Συνδυάζοντας τη ματιά της κοινωνιολογικής εγκληματολογίας και την ανάλυση αναπαραστάσεων, παραδεδεγμένων συμβόλων και σημαινομένων δεδομένης κοινωνίας, εντρυφεί στην έννοια του εγκλήματος και αναδεικνύει τις ιδιάζουσες παραγοντοποιήσεις της γέννησής του, εντοπίζει τις εκφάνσεις του και εν τέλει, φτάνει στο να μπορεί με τον δικό της hands-on τρόπο, να προτείνει μεθοδολογικά πρότυπα κοινωνικής αντίδρασης.

Το παράδειγμα, νοούμενο ως ανάλυση υπόθεσης (case study), είναι ένα από τα δόκιμα και προσφιλή μεθοδολογικά εργαλεία της πολιτισμικής εγκληματολογίας, καθώς με αυτό διατρέχει ευχερέστερα τον τόπο και το χρόνο και σημειολογεί με ευρύτερη στόχευση. Αξιοποιώντας αυτό θα επιχειρηθεί για πρώτη φορά μια ανατομία σε μια γνωστή αλλά ελάχιστα αναλυμένη στην Ελλάδα υπόθεση, μια από αυτές που αποτελεούν υποδειγματική άσκηση παραγοντοποίησης από τη σκοπιά της πολιτισμικής εγκληματολογίας. Από τις συνθήκες γέννησης παραβατικών συμπεριφορών στις παρυφές της Αμερικάνικης ενδοχώρας μέχρι τις αντιλήψεις και τις ερμηνευτικές λογικές που εμφορούν τη δικαστική απόφαση που ανέλαβαν να την ανατάμουν και τα νομολογιακά τους παραφερνάλια, οι ακόλουθες παράγραφοι ασχολούνται με την περίφημη υπόθεση Vance και Belknap και τον αντίδικό τους, που υπήρξε ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής.

Α.1. Ιστορικό : Συμφωνία αυτοκτονίας στα χρόνια του Reagan.

23 Δεκεμβρίου 1985 στο Reno της Nevada. Δύο νεαροί περνούν το μεγαλύτερο μέρος του απογεύματος στο δωμάτιο του σπιτιού του ενός, πίνοντας μπύρες, καπνίζοντας μαριχουάνα και ακούγοντας το αγαπημένο τους heavy metal συγκρότημα, αυτό των Judas Priest. Συνεχίζουν να πίνουν, αρχίζουν να σπάνε τα πάντα στο δωμάτιο και αργά το βράδυ προτού κληθεί η αστυνομία από τα μικρώτερα σε ηλικία αδέλφια του ενός, δραπετεύουν από το παράθυρο, παίρνοντας μαζί τους μια 12άρα κυνηγετική καραμπίνα με κομμένη κάνη. Καταλήγουν δυό δρόμους πιο κάτω, στο προαύλιο μιας λουθηρανικής εκκλησίας, όπου μετά από λίγα λεπτά, ακούγεται ένας πυροβολισμός και ελάχιστα μετά ένας δεύτερος. Ο Raymond Belknap, 18 ετών, πεθαίνει επί τόπου, από την καραμπίνα που ο ίδιος έχει κολλήσει κάθετα στο σαγώνι του. Ο 20χρονος James Vance παίρνει τη βουτηγμένη στο αίμα καραμπίνα, την τοποθετεί στο λαιμό του και πυροβολεί. Eπιβιώνει από θαύμα, καθώς ασθενοφόρα και αστυνομία σπεύδουν επί τόπου.

Οι οικογένειες των δύο νεαρών προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν τα αίτια που οδήγησαν στο τραγικό συμβάν. Άγνωστο στην αρχή πώς, δεν αργούν να εστιάσουν στη μουσική, εντοπίζοντας εκεί τη γενεσιουργό αιτία της μοιραίας απόφασης των παιδιών τους να αυτοκτονήσουν. Πριν αποφασίσουν να αφαιρέσουν τις ζωές τους, οι νεαροί άκουγαν επανειλημμένα το 4ο άλμπουμ των Judas Priest, με τίτλο Stained Class”, δίσκος 7 χρόνια παλιός, καθώς είχε κυκλοφορήσει από την εταιρία CBS το 1978[3].

Οι γονείς εκπροσωπούνται από δύο τοπικούς δικηγόρους της Νεβάδα, τον Ken McKenna και την Vivian Lynch[4]. Στις 18 Αυγούστου του 1986, μια αστική αγωγή με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εισάγεται στο Πρωτοδικείο του Reno. Ενάγοντες ο επιζήσας James Vance και η οικογένεια του Raymond Belknap. Εναγόμενοι, το συγκρότημα μαζί με την εταιρία τους, την CBS. Νομική βάση: ότι οι εναγόμενοι είχαν περιλάβει στο συγκεκριμένο δίσκο τους, “Stained Class”, υποσυνείδητα μηνύματα[5], που υπαγόρευαν στα παιδιά τους να αυτοκτονήσουν, οδηγώντας τα μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση να συλλάβουν και να φέρος σε πέρας την απόφαση αυτή. Οι Belknap ζητούν το ποσό του 1,2 εκατομμυριων δολλαρίων, ενώ οι Vance, αυτό των 5.

Η υπόθεση ξεσπά μέσα στο διαδεδομένο κλίμα ηθικού πανικού[6] περί την τέχνη, ειδικά τη μουσική και τις στυλιστικές, αισθητικές ιδεολογικές επιρροές και προβολές της, οι οποίες, όπως υποστηρίζεται περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80 από συντηρητικούς θύλακες, εκθειάζουν και εισαγάγουν τα ναρκωτικά και συναφείς κινδύνους διαφθοράς και εξαθλίωσης στη νεολαία των Η.Π.Α.[7]. Είναι τότε που υπερσυντηρητικές χριστιανικόδοξες ενώσεις πολιτών, διασυνδεόμενες σε τοπικό ή και διαπολιτειακό επίπεδο, με ομάδες πίεσης με αντίστοιχης απόχρωσης πολιτική ατζέντα, βρίσκουν στη μουσική heavy metal τον ιδανικό εχθρό που θεωρούν ότι είναι εκ φύσεως ταγμένες να πολεμήσουν. Έναν εχθρό, όπως τον ονειρεύονταν, «σατανικό» που προωθεί, όπως αντιλαμβάνονται, μαζικά προς τη νεολαία την ανυπακοή, τα ναρκωτικά, το ελευθέριο σεξ και την «αμφισβήτηση του χριστιανισμού» μέσα από πληθώρα δαιμονικών αναπαραστάσεων, σε στίχους, αφίσσες, εξώφυλλα δίσκων, ύφος ένδυσης των μουσικών, ζωντανές μουσικές παραστάσεις. Εκμεταλλευόμενοι την απήχηση του heavy metal στο νεαρό καταναλωτικό κοινό, την προβολή του από τα νέα οπτικά μέσα όπως το MTV και το αμφίσημο image του, χριστιανοί φονταμελιστές βρίσκουν την ευκαιρία για να αναδείξουν και υποστηρίξουν ένα θεώρημα, δημοφιλές για τις επιστημονικοφανείς του προεκτάσεις, ήδη επί δύο δεκαετίες: υπάρχουν, σε δίσκους rock και heavy metal μουσικής, μηνύματα λόγου, σκοπίμως ηχογραφημένα αντίστροφα, αντιληπτά μόνον από το υποσυνείδητο του ακροατή, τα οποία προωθούν τη σατανολατρεία και την αντικοινωνική, «αντιχριστιανική» συμπεριφορά. Ένας, λ.χ., από τους πλέον προβεβλημένους ζηλωτές τέτοιων θέσεων, ο πάστορας Gary Greenwald, έδινε δεκάδες διαλέξεις ενώπιον πολυπληθών ακροατηρίων σε αμφιθέατρα μικρών και μεσαίων πόλεων της Καλιφόρνια κατά των οποίων μάλιστα πουλούσε και κασσέττες, στις οποίες περιελάμβανε τα «αποδεικτικά στοιχεία» για το ότι μέσα από το heavy metal, προωθείτο ο σατανισμός και συναφείς κοινωνικά επιζήμιες για τους νέους ιδέες, συμβολισμοί και παροτρύνσεις[8]. Η μητέρα του ενός από τους αυτόχειρες, του 20χρονου επιζήσαντος James Vance, είναι ενταγμένη σε αυτούς τους κύκλους των φανατικά θρησκευομένων συντηρητικών.

Ο φρικτά παραμορφωμένος στο πρόσωπο Vance, μετά από μια σειρά επίπονες πλαστικές επεμβάσεις, μπορεί να μιλήσει, να κινηθεί, να τραφεί, κανονικά. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στις 2 Δεκεμβρίου 1988 από υπερβολική δόση μεθαδόνης, ενώ νοσηλευόταν με καταθλιπτικές επιπλοκές από τον τραυματισμό του[9], έχει παράσχει μια σειρά από ένορκες καταθέσεις που διεξάγονται σε προκαταρκτικό στάδιο (μία μάλιστα κατόπιν υπνωτισμού), πριν η υπόθεση φθάσει στο ακροατήριο, όσο και αρκετές τηλεοπτικές συνεντεύξεις. Καταρχήν, όμως, τον Απρίλιο του 1986 έχει στείλει στην Aunetta Robertson, μητέρα του Raymond Belknap, μια ιδιόχειρη επιστολή, στην οποία γράφει, μεταξύ άλλων, κατά λέξη, τα εξής: «Πιστεύω ότι το αλκοόλ και η heavy metal μουσική, όπως αυτή των Judas Priest μας έκαναν να υπνωτιστούμε». Η μουσική, έγραφε ο James Vance, ήταν αυτή που έπεισε, τον ίδιο και το φίλο του, μετά από ώρες κατανάλωσης μπύρας και μαριχουάνας και περίπου έξι ώρες αδιάκοπης ακρόασης του άλμπουμ “Stained Class”, να δώσουν έναν κοινό όρκο αίματος.«Ξαφνικά, ακούσαμε ένα μήνυμα αυτοκτονίας. Και νιώσαμε ότι έχουμε κουραστεί από τη ζωή».

Η αρχική θέση των εναγουσών οικογενειών[10], όπως αυτή αναπτυσσόταν στην αγωγή, στηριζόταν καταρχήν στις μαρτυρικές αυτές καταθέσεις του Vance, σε συνδυασμό με την «επιρροή» που κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς άσκησαν εν προκειμένω οι ίδιοι οι –ακροάσιμοι και ευθέως αντιληπτοί- στίχοι ορισμένων από τα τραγούδια του “Stained Class”. Στο τραγούδι “Heroes End” οι στίχοι έλεγαν: “But you, you have to die to be a hero – it’s a shame in life – you make it better dead”. Στο δε “Beyond The Realms Of Death” υπήρχε το ρεφραίν “Keep the world, with all its sin, its not fit for living in”.  

Όμως μέχρι η υπόθεση να ολοκληρώσει το προκαταρκτικό στάδιο και να φθάσει προς εκδίκαση τον Ιούλιο του 1990 στο Reno, η τακτική των εναγόντων είχε μεταβάλλει σαφώς κέντρο βάρους, μετακυλίοντας το ζήτημα στο πεδίο της ύπαρξης «υποσυνείδητων» μηνυμάτων στο “Stained Class”, ακροάσιμων τόσο ευθέως, όσο και αντιστρόφως.

Α.2. Προδικασία της υπόθεσης Belknap και Vance: Αποδεικτέο ζήτημα και ισχυρισμοί.

Με δεδομένο τo προηγούμενο που έθετε η απόφαση McCollum v. Osbourne, Jet και CBS[11], η στρατηγική των εναγόντων της αγωγής Vance κατά Judas Priest και CBS, ενώ επικεντρωνόταν αποδεικτικά στην αντίστοιχη λογική (επίδραση των στίχων που αναφέρονταν στην αυτοκτονία ως επιλογή ζωής) έφθασε στη διάρκεια της προδικασίας να αναμορφωθεί, προκειμένου να εξυπηρετήσει τον ακόλουθο διπλό στόχο:

Κατά πρώτον, να αφίσταται από ισχυρισμούς που θα μπορούσαν, με βάση το προηγούμενο, να κριθούν υπό το πρίσμα της 1ης Τροπολογίας περί Ελευθερίας του Λόγου, εδραζόμενη, αυτή τη φορά, στη νομική βάση της «προϊοντικής αξιοπιστίας». Με βάση την αρχή αυτή, οι κατασκευαστές, διανομείς, πάροχοι, πωλητές λιανικής και κάθε άλλος που καθιστά προσβάσιμο στο κοινό ένα προϊόν έχει πλήρη ευθύνη για κάθε βλάβη της υγείας που αυτά τα προϊόντα μπορούν να προκαλέσουν, αν κριθεί ότι αυτά είναι «ελαττωματικά». Με τον τρόπο αυτό, οι ενάγοντες επιδίωκαν να κριθεί το «ελαττωματικό» ή μη των τραγουδιών και δη των μηνυμάτων (στιχουργικών και άλλων) που αυτά έφεραν, ως προϊόντων, με βάση μετρήσιμες, εμπειρικές και «τεχνικές» πρακτικές και προδιαγραφές. Οδηγώντας την υπόθεση στην νομική περιοχή της «προϊοντικής αξιοπιστίας», οι ενάγοντες επιδίωξαν το πιο σύνηθες, με βάση τη νομολογία των Η.Π.Α. (που πάντως ποικίλει από πολιτεία σε πολιτεία): το να συνδεθεί η «ζημία» της απώλειας των δύο νεαρών με την ύπαρξη και την επίδραση ενός «ελαττωματικού προϊόντος»[12]. Η αντίληψη μερίδας του νομικού κόσμου των Η.Π.Α. για το ποιά μπορεί να είναι η αλυσίδα της αιτιότητας σε ένα τελικό ζημιογόνο αποτέλεσμα, είχε οδηγήσει την αμερικανική νομολογία ως πρωτεύουσα πηγή δικαίου στην υπερβολική και δυσανάλογη διεύρυνση της -κατά Peter W. Huber- «αντίστροφης αιτιότητας»[13]: όταν κάποιος ζημιώνεται, πάντοτε υπάρχει ένας παράγοντας που πρέπει να κριθεί υπεύθυνος γιa την επελθούσα ζημία και να αποζημιώσει, ανεξαρτήτως αν οι λοιποί παράγοντες της αιτιολογικής αλυσίδας υποτιμηθούν ή και αγνοηθούν από την καθοριστική δικαστική κρίση.

Κατά δεύτερον, να αποδυναμώνει τις δυνατότητες αντίκρουσης εκ μέρους των εναγομένων, μουσικών και εταιρίας, εξουδετερώνοντας σε πρώτη φάση τα επιχειρήματά τους περί «απόπειρας των εναγόντων να επιβάλλουν όρους λογοκρισίας στην τέχνη». Η πλευρά Vance προέβαλλε ως φορέα του ζημιογόνου μηνύματος όχι το «καλλιτεχνικό δημιούργημα», δηλαδή τους στίχους, αλλά τα «υποσυνείδητα» μηνύματα, καθ’ ότι αυτά ήταν που επιδρούσαν, όπου αποδεικνυόταν ότι υπήρχαν, στη βούληση του ακροατή και, σύμφωνα με τη θέση των εναγόντων, χωρίς τη βούληση, ή παρά τη βούλησή του. Αυτά που στην προκειμένη περίπτωση, υπήχαν στο τραγούδι “Better By You, Better Than Me” και οδήγησαν τους Vance και Belknap στην απόφαση να επιχειρήσουν να αυτοκτονήσουν[14].

Σε αυτή την τελική διαμόρφωση του πεδίου της νομικής αναμέτρησης, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν όμως και ορισμένα σημαντικά γεγονότα που προέκυψαν από την προηγηθείσα προδικασία. Ο δικηγόρος της οικογένειας Belknap, Ken McKenna και η δικηγόρος της οικογένειας Vance, Vivian Lynch επέλεξαν, μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων να χρησιμοποιήσουν ένορκες καταθέσεις και τεχνικές εκθέσεις ορισμένων προβεβλημένων «ειδικών» (“specialists”)[15] σχετικά με την επιρροή των «υποσυνείδητα αντιληπτών» μηνυμάτων. Η επιλογή των ειδικών καθώς και των «μαρτύρων με ειδικές γνώσεις» (“expert witnesses”) δεν υπήρξε καθόλου τυχαία. Ο Dr. Robert Demski, διευθυντής ενός κέντρου περίθαλψης εφήβων με προβλήματα του San Antonio και η Dalyne Pettinichio, αξιωματικός επιτήρησης (probation officer) του Fullerton της Καλιφόρνια[16], συστήθηκαν στην πλευρά των εναγόντων από την περίφημη P.M.R.C. (“Parents Music Resource Center”), την οργάνωση Γονέων που είχε συστήσει από το 1984 η Tipper Gore, σύζυγος του γερουσιαστή (και μετέπειτα υποψηφίου προέδρου των Η.Π.Α.) Al Gore[17]. O Demski είχε συγγράψει ένα εγχειρίδιο εκπαίδευσης για το προσωπικό της αστυνομίας και η Pettinichio διεξήγε σεμινάρια με αντικείμενο μεταξύ άλλων και για το «βλαβερό» περιεχόμενο της heavy metal μουσικής για το έφηβο κοινό. Η ίδια η συνήγορος Vivian Lynch, αριστούχος της Wayne State Law School και κάτοχος των υψηλώτερων επιδόσεων που είχαν σημειωθεί τα τελευταία 15 χρόνια στις εξετάσεις δικηγορικών συλλόγων του Michigan και της Nevada, είχε, με συνέντευξή της στον National Inquirer δηλώσει ανοικτά ότι ήταν υποστηρίκτρια των θέσεων της Tipper Gore[18]. O πιο διάσημος όμως από τους «μάρτυρες με ειδικές γνώσεις» των εναγόντων που εξετάσθηκαν στην προδικασία, ήταν ο περίφημος Dr. Wilson Key, ο άνθρωπος που σχεδόν μόνος του προσέδωσε με μια σειρά από δικές του εργασίες βάση και απήχηση στη θεωρία περί της ύπαρξης υποσυνείδητων μηνυμάτων στην τέχνη και τη διαφήμιση[19]. Στη ένορκη κατάθεσή του, διατύπωσε θέσεις όπως «η επιστημονική γνώση είναι, περίπου, αυτό που χρειάζεται κανείς, από καιρό σε καιρό, για να ξεγλυστρά» και ισχυρίσθηκε ότι με δικές του έρευνες και πειράματα στα βιβλία του έχει «αποδείξει» ότι υπάρχουν υποσυνείδητα μηνύματα στη διαφήμιση για τα κρακεράκια “Ritz”, στην περίφημη τοιχογραφία του Μικελάντζελο, την Καπέλα Σιστίνα, στους διαφημιστικούς καταλόγους πωλήσεων Sears[20] έως και στα βραδυνά δελτία ειδήσεων του CBS. Παρ’ ότι ο 65χρονος δεν κατέθεσε στο ακροατήριο (όπως είχε κάνει στην υπόθεση του Steven Mignogna), παρείχε μια απείρως πιο κρίσιμη υπηρεσία. Σύστησε στους δικηγόρους των δύο οικογενειών έναν «δικό του» αυτοδίδακτο ηχολήπτη, τον Bill Nickloff.

Γνωστός και έξω από τα πολιτειακά σύνορα της Νεβάδα για την παραγωγή, μέσω του δικού του στούντιο και τη διανομή μέσω της εταιρίας του, Secret Sound Inc., με έδρα το Sacramento, μιας σειράς από κασσέτες «αυτοβελτίωσης / αυτοβοήθειας»[21], ο Nickloff, διαδραμάτισε το ρόλο του “expert witness” που θα αποδείκνυε με ποιούς τρόπους ηχογραφούνται τα υποσυνείδητα μηνύματα σε δίσκους και κασσέτες, είτε ευθέως, είτε γραμμένα αντίστροφα (τεχνική που καλείτο backmasking). Καταρχήν, προμηθεύτηκε ένα cd με το επίμαχο μουσικό έργο, το “Stained Class”. Χρησιμοποίησε σ’ αυτό την τεχνική της αντίστροφης ηχογράφησης, η οποία, σύμφωνα με την κατάθεσή του, συνίσταται, σε γενικές γραμμές στην αποδόμηση και ανάλυση των συχνοτήτων μιας μουσικής σύνθεσης. Το ηχητικό σήμα οποιουδήποτε τμήματος ηχογραφημένης μουσικής μπορεί να αποδομηθεί στα, λ.χ., 24 κανάλια (tracks) που χρησιμοποιήθηκαν εξαρχής για την ηχογράφησή του, κάτι που ο ίδιος μπορούσε να κάνει στο στούντιό του με τη βοήθεια ενός υπολογιστή Mac II, εξοπλισμένου με ορισμένα ειδικά προγράμματα. Η αποδόμηση των ηχητικών καναλιών, του έδινε τη δυνατότητα να «τρέξει» κάθε κανάλι ξεχωριστά και να διαπιστώσει τί ακούγεται σε καθένα απ’ αυτά, κάτι που στην κανονική ακρόαση της μουσικής δεν είναι αντιληπτό από τον ακροατή. Μέσα από αυτή την επεξεργασία, ο Nickloff ανακάλυψε ένα καταλυτικό, κατά την άποψη των εναγόντων, εύρημα : Επτά (7) φορές ακουγόταν η φράση Do it!” («Κάν΄το!») στα ρεφραίν του τραγουδιού “Better By You, Better Than Me”. Μάλιστα τόσο ο ίδιος, όσο και ο Dr. Kay κατά την προδικασία σημείωσαν ότι η φωνή η οποία ακούγεται να λέει τα Do It δεν είναι η αυτή του τραγουδιστή των Judas Priest, στοιχείο που συνιστούσε ένδειξη ότι το υποσυνείδητο μήνυμα έχει γραφεί εκ των υστέρων, έχει «στριμωχτεί», κατά τη διάλεκτο που ο Nicκloff χρησιμοποίησε, σκόπιμα στο ηχογράφημα, ανάμεσα από τα ακκόρντα μιας κιθάρας, το σκάσιμο που κάνει ένα πιατίνι, τον ήχο του ενός «τομ» των τυμπάνων και τις ανάσες του τραγουδιστή Rob Halford, στην απόληξη κάθε ρεφραίν[22]. Δεν θα μπορούσε όμως να αποδείξει με πλήρη τεχνική βεβαιότητα το ότι αυτό συνέβη, εξετάζοντας απλώς ένα cd του εμπορίου. Χρειαζόταν τις πρωτότυπες μήτρες του ηχογραφήματος.

Η πλευρά των εναγόντων κατά την προδικασία υπέβαλε σχετικό αίτημα, το οποίο ενισχυμένο από την καινοφανή τεχνική του Nickloff, έγινε δεκτό από τον Δικαστή Jerry Carr Whitehead, έναν αυστηρό Μορμόνο, με καλή φήμη για τη νομική του επάρκεια[23]. Για να βρεθούν και να προσκομισθούν οι πρωτότυπες μήτρες υπήρξε  μεγάλη χρονική καθυστέρηση. Το επίδικο κομμάτι υπήρξε ένα από τα τρία κομμάτια στη δισκογραφία του συγκροτήματος που δεν είχε γραφτεί από τα μέλη του, αλλά ήταν διασκευή ενός παλιώτερου βρετανικού ψυχεδελικού γκρουπ, των Spookie Tooth[24]. Μάλιστα, μπήκε στο άλμπουμ “Stained Class” τελευταία στιγμή, μετά από σύσταση των υπευθύνων καλλιτεχνικού ρεπερτορίου της CBS, προκειμένου να περιληφθεί στο δίσκο κι ένα πιο βατό από εμπορική άποψη κομμάτι, δίπλα στα υπόλοιπα 8 σκοτεινά, και ιδιαίτερα σκληρόηχα για την αμερικανική αγορά τραγούδια που περιείχε. Η ηχογράφηση, το μιξάζ και η τελική παραγωγή για το συγκεκριμένο τρακ έγινε όχι από τον παραγωγό του άλμπουμ Dennis Mackay, αλλά από τον 25χρονο James Guthrie, μετέπειτα ηχολήπτη και συνεργάτη των Pink Floyd[25].

Μετά από έναν διαδικαστικό κυκεώνα, τα masters εντοπίστηκαν κατά δήλωση της CBS τον Σεπτεμβριο του 1988, όμως αντίγραφο ασφαλείας αυτών προσκομίστηκε στον Δικαστή Whitehead μετά από μια επιπλέον καθυστέρηση τριών μηνών. Εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης, την οποία οι ενάγοντες θεώρησαν «ύποπτη» και «αδικαιολόγητη», αυτοί αρνήθηκαν να προχωρήσουν στη διενέργεια του τεχνικού ελέγχου μέσω του Nickloff, χάρις στην τεχνική έκθεση του οποίου είχε εξαρχής πειστεί ο δικαστής να διατάξει την προσκόμισή τους. Ισχυρίσθηκαν ότι κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, οι εναγόμενοι χρησιμοποίησαν τις δικές τους τεχνικές στο στούντιο ώστε να απαλείψουν τα πρόσθετα Do It. Ο Nickloff μάλιστα ζήτησε να του προσκομισθούν τα πρωτότυπα, όχι αντίγραφα ασφαλείας. Ακόμη όμως κι όταν έφθασαν στη γραμματεία του δικαστηρίου τα πρωτότυπα, ο Nickloff και πάλι αρνήθηκε να προχωρήσει στην εξέτασή τους, καθώς παρατήρησε ότι το επίχρισμα από οξείδιο του ψευδαργύρου πάνω στις ίδιες τις πομπίνες είχε φθαρεί και δεν επιθυμούσε να αναλάβει την ευθύνη από τυχόν πρόκληση περαιτέρω ζημίας σ’ αυτές από τον τεχνικό έλεγχο που θα διενεργούσε, ιδίως αν είχε ήδη επισυμβεί δευτερογενής επέμβαση αλλοίωσής τους.

Την κυριώτερη, όμως, επιρροή στην προκριματική κρίση του Δικαστή Whitehead φαίνεται ότι άσκησε ένας άλλος μάρτυρας με ειδικές γνώσεις των εναγόντων, ο Howard Shevrin, πανεπιστημιακός καθηγητής και επικεφαλής του τμήματος Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Michigan,[26], πρόσωπο με αδιαμφισβήτητα ακαδημαϊκά και ερευνητικά διαπιστευτήρια. Ο Shevrin υποστήριξε ότι τα υποσυνείδητα μηνύματα όταν έχουν το χαρακτήρα προσταγής ασκούν ιδιαίτερα ισχυρή επιρροή, διότι ο υποδοχέας αυτών αγνοεί την προέλευσή τους, με αποτέλεσμα να πιστώνει την προέλευση της προσταγής που δέχεται στον ίδιο του τον εαυτό – στην προσωπική του ψυχοδομή κινήτρων[27]. Σύμφωνα με τον Shevrin, όταν κανείς γίνεται δέκτης ενός μηνύματος που εμπεριέχει ή συνίσταται σε προσταγή για πράξη ή παράλειψη, έχει τη δυνατότητα να το αγνοήσει, να το επεξεργαστεί ή να το υιοθετήσει, συμμορφούμενος ή μη σ’ αυτό, αναλόγως των περιστάσεων. Όμως, όταν η προσταγή αυτή είναι υποσυνείδητη, μπορεί να ενταχθεί στο διαρκώς διαμορφούμενο κύμα κινήτρων, συναισθημάτων, επιδιώξεων και εσώτερων προτροπών, επαυξάνοντας με τον τρόπο αυτόν κάθε υφιστάμενη προδιάθεση ή τάση, όπως η ροπή σκέψης προς αυτοκτονία. Ο Dr. Shevrin, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους «ειδικούς» των εναγόντων, δεν ήταν πρόσωπο περιφερειακής ή περιθωριακής εμβέλειας, αλλά ένα γνωστό και αξιοσέβαστο επιστημονικό κεφάλαιο.

Παρ’ όλα αυτά, με δεδομένο το σύστημα της εξέτασης των μαρτύρων κατ’ αντιδικία, με κάθε απάντηση να καταγράφεται σε πρακτικά και με τη δυνατότητα των διαδίκων να εξετάσουν και αντεξετάσουν κάθε μάρτυρα εξαντλητικά θέτοντας ερωτήσεις, ακόμη και ο ίδιος ο Dr. Shevrin υποχρεώθηκε να υποστηρίξει την αποψή του περί επίδρασης των υποσυνείδητων μηνυμάτων καλούμενος να εκθέσει απτά, επαληθεύσιμα, επιστημονικά δεδομένα. Κατά την εξέτασή του από τον εκ των συνηγόρων των εναγομένων Bill Preston, ρωτήθηκε:

«Σε τί είδους πειράματα αναφέρεστε όταν λέτε ότι υπάρχει “ένα ολόκληρο σώμα βιβλιογραφίας” πάνω στο οποίο βασίζετε την άποψή σας για το ότι τα υποσυνείδητα μηνύματα μπορούν επαρκώς, αυτά μόνα, να ωθήσουν σε αυτοκτονική δράση;».

(Shevrin) «Βασίζω την άποψή μου, την εξειδικευμένη μου κρίση, σε ένα σώμα βιβλιογραφίας, σε εκατοντάδες πειράματα…».

(Bill Peterson) «Αναφέρατε ένα»[28].

Ο Shevrin παρέθεσε, βέβαια, τρεις ή τέσσερις εργασίες[29], οι οποίες, όμως, κανείς τη δεδομένη στιγμή δεν ήταν δυνατόν να διαπιστώσει ότι στην πραγματικότητα δεν εξέθεταν αποτελέσματα επιστημονικής έρευνας, ούτε σχετίζονταν με την επιρροή υποσυνείδητων μηνυμάτων στα κίνητρα δρώντων προσώπων[30].

Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, με κοινή συμφωνία των δύο πλευρών να μην υπάρξει στη δίκη συμμετοχή ενόρκων[31]. O ίδιος o Whitehead θα αποφάσιζε επί της αγωγής, έχοντας έποψη ολόκληρου του υλικού της δικογραφίας και εξετάζοντας εκ νέου, αυτή τη φορά ενώπιον ακροατηρίου, τους μάρτυρες, «ειδικούς» και μη.

Σύμφωνα με την προκριματική του απόφαση, «Τα υποσυνείδητα μηνύματα δεν τυγχάνουν προστασίας από την 1ηΤροπολογία, διότι δεν προωθούν καμιά από τις λειτουργίες που εκπληρώνει η ελευθερία του λόγου. Εφόσον ο υποδοχέας του υποσυνείδητου μηνύματος αγνοεί την ύπαρξή του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γίνεται δέκτης αυτού ενσυνειδήτως, το μήνυμα αυτό δεν συνεισφέρει στο διάλογο, στην αναζήτηση της αλήθειας, στην ανταλλαγή ιδεών ή την αυτοδιάθεση του προσώπου. Μέσω αυτού (σ.σ. : υποσυνείδητου μηνύματος) δεν ανταλλάσσεται πληροφορία. Δεν είναι δυνατή η διατύπωση γνώμης, εφόσον οι υποδοχείς του μηνύματος δεν γνωρίζουν ότι το μήνυμα υπάρχει. Οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να είναι απαλλαγμένοι από μη επιθυμητά μηνύματα λόγου και επομένως, εφόσον τα υποσυνείδητα μηνύματα δεν είναι δυνατόν να κρίνει κανείς αν επιθυμεί να τα αποφύγει ή όχι, συνιστούν παραβίαση του δικαιώματος στο απαραβίαστο του ιδιωτικού βίου. Ως εκ τούτου, τα υποσυνείδητα μηνύματα δεν είναι δυνατόν να υπαχθούν στο προστατευτικό πλαίσιο της 1η Τροπολογίας»[32].

Η υπόθεση θα φθάσει στο ακροατήριο με αποδεικτέο ζήτημα το εξής: (α) αν υπάρχουν υποσυνείδητα μηνύματα στο δίσκο “Stained Class” των Judas Priest, καθώς οποιοδήποτε ευθύ, στιχουργικό μήνυμα καλύπτεται από την προστασία της 1ης Τροπολογίας του Αμερικανικού Συντάγματος, ενώ τα «υποσυνείδητα», όχι (β) το αν αυτά στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ικανά να προκαλέσουν και προκάλεσαν την απόφαση στους δύο νεαρούς να αυτοκτονήσουν. Η αγωγική βάση στηρίζεται στην «παρασκευή και προώθηση ελαττωματικού προϊόντος, με σκοπιμότητα (σ.σ.: αυτό που θα ονομάζαμε ενδεχόμενο δόλο, σύμφωνα με το αρ. 27 του Π.Κ.) και πάντως με παραπτωματική απερισκεψία (σ.σ.: υπαιτιότητα που ενέχει τουλάχιστον πταίσμα, αν όχι βαριά αμέλεια, σύμφωνα με τα αρ. 330 επ. του Α.Κ.)». Η ενάγουσα οικογένεια του Raymond Belknap ζητά να της επιδικασθεί σε βάρος των εναγομένων από κοινού και εις ολόκληρον χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ύψους 1,2 εκατομμυρίων δολλαρίων, η δε η οικογένεια του αποβιώσαντος James Vance 5. Σύμφωνα με τον Δρ. Timothy Moore, καθηγητή στο Τμήμα Κλινικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Τορόντο και μάρτυρα με τεχνικές γνώσεις της πλευράς των εναγομένων, και μόνο το ότι με αυτά τα βασισμένα σε υποκειμενικές θεωρήσεις και αδύναμα στοιχεία, η υπόθεση έφθασε στο ακροατήριο, «ήταν μια μεγάλη νίκη των εναγόντων»[33].

Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος, Δρ. Εγκληματολογίας, Παντείου Πανεπιστημίου

[1] Το πλήρες κείμενο, με περαιτέρω ανάλυση, παράθεση πηγών και διατύπωση εγκληματολογικών επισημάνσεων έχει δημοσιευθεί στον Τιμητικό Τόμο για τον Καθηγητή Γιάννη Πανούση (Εκδόσεις I Σιδέρης, 2020).

[2] Βλ., μ.α., Jeff Ferrell & Keith Hayward; The Library On Essays in Theoretical Criminology, Routledge: 1 edition, April 2011, pgs 47-129.

[3] To μουσικό συγκρότημα των Judas Priest δημιουργήθηκε το 1969 στο Birmingham του βιομηχανικού βορρά της Αγγλίας, από τους Ian Hill (μπάσο, 20/1/51) και Rob Halford (τραγούδι, 25/8/51). Αυτοί, με την προσθήκη δύο κιθαριστών, των Glenn Tipton (25/10/47) καιK.K. Downing (27/10/51) κυκλοφόρησαν μια σειρά από άλμπουμ χωρίς ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία μέχρι το 1979. Μετά τα άλμπουμ “Killing Machine”, “Unleashed In The East” και “British Steel” και τις αντίστοιχες περιοδείες τους στην Αμερική, τυποποιήθηκαν σαν ένα από τα πρώτα ακραιφνώς heavy metal συγκροτήματα της μουσικής ιστορίας και σημείωσαν τους πρώτους τους χρυσούς δίσκους (πωλήσεις άνω των 500.000 αντιτύπων). Το άλμπουμ “Stained Class” είναι ένας μάλλον μεταβατικός δίσκος, σχετικά απαρατήρητος στην εποχή της κυκλοφορίας του (Φεβρουάριο του 1978, US#173), δεκαετίες αργότερα, αφ’ ότου η υπόθεση Belknap και Vanceαπασχόλησε τη δημοσιότητα, θεωρείται ως ένας από τους 100 πιο σημαντικούς ή επιδραστικούς δίσκους στο ιδίωμα του heavy metalσυνολικά. Βλ., μ.α. “Rolling Stone”, Iούνιος 2017, αφιέρωμα “The 100 Greatest Metal Albums Of All Time”.

[4] Βλ. Ivan Solotaroff (1994), No Success Like Failure : The American Love of Self Destruction, Self Aggrandisement and Breaking Even, The Sheep Meadow Press, Riverdale On Hudson, New York, pgs 3-39.

[5] Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με βάση τις τεχνικές εκθέσεις «ειδικών» ότι ακούγεται συγκεκαλυμμένα επτά (7) φορές η παρότρυνση“Do It!” στο τραγούδι “Better By You, Better Than Me” και επιπρόσθετα ότι σε τρία ακόμη τραγούδια υπάρχουν άλλα τέσσερααντίστροφα ηχογραφημένα μηνύματα (“backmasked lyrics”), υπό τη μορφή προσταγών (“Try suicide”, “Suicide is in”, “Sing my evilspirit” και “Fuck the Lord, fuck [ή suck] all of you”). Βλ., οπ. ανωτ., Ivan Solotaroff (1994).

[6] Βλ., μ.α., Stanley Cohen (2002), Deviance And Moral Panics, σε Folk Devils and Moral Panics, London: Routledge, pgs 1-15, 178-180.

[7] Βλ., μ.α., James E. Hawdon, The role of presidential rhetoric in the creation of a moral panic: Reagan, Bush and the war on drugs, σε Deviant Behaviour: An Interdisciplinary Journal, 22: 419-445, Taylor & Francis, 2001.

[8] Βλ. A. Greenwald, "Unconscious Cognition Reclaimed", σε American Psychologist Vol. 47 No 6, pgs 766-779, καθώς και John R. Vokey and Scott W. Allen, (eds.), Psychological Sketches. 7th ed. Lethbridge, Alberta, Department of Psychology and Neuroscience, The University of Lethbridge, 2005, pgs 258-259.

[9] Βλ. μ.α., https://www.nytimes.com/1988/12/01/us/man-who-sued-musicians-dies-after-coma.html

[10] Προς διευκρίνιση, το όνομα Robertson στον κωδικό όνομα της υπόθεσης είναι το επώνυμο του κηδεμόνα – πατριού του άτυχου Raymond Belknap, ο οποίος παρέστη μαζί με τη μητέρα του ως εκπρόσωπός του στη διαδικασία.

[11] Για την διαμεσολαβήσασα νομολογία από τα δικαστήρια των Η.Π.Α., επ’ αφορμή και της υπόθεσης των συγγενών του McCollumεναντίον του Ozzy Osbourne, βλ. ανωτ., παραπ. 1, το πλήρες άρθρο του γράφοντος στον Τιμητικό Τόμο για τον Καθηγητή Γιάννη Πανούση. Βλ. επίσης, Richard D. Barnet & Larry L. Buriss (2001), Controversies of The Music Industry, Greenwood Press, Westport – Connecticut – London (printed in U.S.A.), pg 98.

[12] Timothy E. Moore, "Scientific Consensus and Expert Testimony: Lessons from the Judas Priest Trial", Skeptical Inquirer 26, no. 4, (1996), pg 4.

www.csicop.org/si/show/scientific_consensus_and_expert_testimony?/si/9611/judas_priest.html

[13] Βλ. Huber, P. W. (1991), Galileo's Revenge: Junk science in the courtroom. New York: Basic Books, pgs 9-57, 171-192.

[14] Powers, Lenita. "The JUDAS PRIEST Trial: 15 Years Later - July 1, 2005," Blabbermouth.net, July 1, 2005.

[15] Απόδοση των όρων “expert” και “expert witness”. Καθένα από τα διάδικα μέρη με δική τους επιμέλεια προσεκόμισαν τα δικά τους «αποδεικτικά μέσα», χωρίς κανείς από τους «ειδικούς» που κατέθεσαν ή προσκόμισαν εκθέσεις να θεωρείται «πραγματογνώμων», όπως θα τον ορίζαμε στο ελληνικό πονικοδικονομικό δίκαιο (αρ. 183, 204 επ. Κ.Π.Δ.). Ως εκ τούτου και η υιοθετούμενη στην παρούσα ορολογία επιλέγεται υπό τη σκοπιά αυτή.

[16] Βλ. aποσπάσματα του ειδησεογραφικού δικτύου CBS με συνεντεύξεις από την εποχή της δίκης σε https://youtu.be/Jl4EFThO1e4.

[17] Για το ιστορικό των δραστηριοτήτων της P.M.R.C., οι οποίες ξεκίνησαν από την εκπόνηση καταλόγων με «βρώμικα» τραγούδια, «βρώμικα» μουσικά γκρουπ και την προώθηση, μέσω και των ισχυρών πολιτικών διασυνδέσεων, της αναγκαιότητας για επίθεση αυτοκόλλητων καταλληλότητας πάνω σε δίσκους μουσικής, αναλόγως αν περιείχαν «βία», «βωμολοχίες» ή «σεξ» - τα πασίγνωστα την δεκαετία του ’80 “Parental Advisory – Explicit Content” -  για να καταλήξουν στην προώθηση των πολιτικών συμφερόντων συνδεομένων με τα μέλη της P.M.R.C. προσώπων, υπό το λάβαρο της «ηθικής πλειοψηφίας». Βλ., μ.α. https://www.newsweek.com/2015/10/09/oral-history-tipper-gores-war-explicit-rock-lyrics-dee-snider-373103.html,https://www.udiscovermusic.com/stories/filthy-fifteen-pmrc-censorship/ και https://calendar.songfacts.com/timeline/pmrc/ .

[18] Βλ., οπ. ανωτ., Ivan Solotaroff (1994).

[19] Τα βιβλία του Key είχαν πουλήσει πάνω από 4 εκατομμύρια αντίτυπα στην Αμερική το 1990. Βλ. W. B. Key (1973), Subliminal seduction. Englewood Cliffs, N.J.: Signet (1976), Media sexploitation, Englewood Cliffs, N.J.: Prentice-Hall, W. B. Key (1980), The clam-plate orgy, Englewood Cliffs, N.J.: Prentice-Hall,  W. B. Key (1989), The age of manipulation: The con in confidence, the sin in sincere. Englewood Cliffs, N.J.: Prentice-Hall.. Βλ. και οπ. ανωτ., Timothy E. Moore (1996), pg. 4 και Ivan Solotaroff (1994). Βλ. και aποσπάσματατου ειδησεογραφικού δικτύου CBS με συνεντεύξεις από την εποχή της δίκης σε https://youtu.be/Jl4EFThO1e4.

[20] Φυλλάδιο με εμπορικές διαφημίσεις ευρείας γκάμας από προϊόντα και υπηρεσίες της εταιρίας Sears, Rosebuck and Co. που άρχισε να εκδίδεται και να διανέμεται στην Αμερική ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα προκειμένου να μπορούν οι καταναλωτές να παραγγείλουν ταχυδρομικώς ό,τι τους ενδιαφέρει να αποκτήσουν. Έχει θεωρηθεί κάτι σαν πρόδρομος του amazon.com.. Βλ. https://www.history.com/news/sears-catalog-houses-hubcaps

[21] Σύμφωνα με τις διαφημίσεις της εποχής, με τις κασσέτες αυτές, που μπορούν να ακούγονται ακόμη και κατά τη διάρκεια του ύπνου, ο ακροατής είχε τη δυνατότητα να «μαθαίνει ξένες γλώσσες», είτε να τις χρησιμοποιεί για να «ηρεμεί» ή να «συγκεντρώνεται», ή να λαμβάνει συμβουλές για την επίτευξη των προσωπικών του στόχων σε κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο. Βλ.. μ.α.,  http://historysdumpster.blogspot.com/2015/02/self-help-tapes-of-1980s.html, https://www.nap.edu/read/1580/chapter/10,https://notices.californiatimes.com/gdpr/latimes.com/ , https://www.cbc.ca/radio/rewind/the-history-of-the-self-help-movement-1.2801226

[22] Βλ., οπ. ανωτ., Ivan Solotaroff (1994): “Better by you, better than me-ee-uh! [Do it!] You can tell ’em what I want it to be-ee-uhh [Do it!]You can say what I can only s-e-ee-uhh [Do it!]”.

[23] Βλ. το κείμενο της προκαταρκτικής απόφασης Judas Priest v. Second Judicial D. Court 760 P. 2d 137/25-8-1988.

[24] Περιείχετο στο άλμπουμ “Spooky Two” του 1969 και είχε γραφτεί από τον πιανίστα και βασικό συνθέτη της μπάντας, Gary Wright, χωρίς ποτέ να κυκλοφορήσει σε single, ή να σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία, όπως και το υπόλοιπο άλμπουμ. Βλ. τη δισκοκριτική του περιοδικού “Rolling Stone”, τεύχος 20/9/1969.

[25] Ακόμη όμως και η έγγραφη λίστα των υπευθύνων της CBS, που ανασύρθηκε από το μακρυνό 1978, όπου σύστηναν στους JudasPriest να επιλέξουν ποιό από τα κομμάτια άλλων συνθετών ήθελαν να διασκευάσουν, ήγειρε ερωτηματικά: Εκτός από το επίμαχο “Better By You, Better Than Me”, η λίστα περιλάμβανε κομμάτια των Beatles όπως τα “Helter Skelter”, “Revolution #9” και “I Am TheWalrus”, όλα τους συνδεόμενα με την ύπαρξη σε αυτά ηχογραφημένων αντίστροφα μηνυμάτων ή φράσεων. Βλ. οπ. ανωτ., IvanSolotaroff (1994).

[26] Ο Dr. Howard Shevrin ολοκλήρωσε τις πτυχιακές του σπουδές το 1948 στο City College της Νέας Υόρκης. Απέκτησε M.A. και Ph.D. στην Ψυχολογία από Cornell University και μεταδιδακτορικό δίπλωμα στην Κλινική Ψυχολογία και την ψυχαναλυτική εκπαίδευση στο Menninger Foundation της Topeka του Kansas, ενώ εργάσθηκε για το ίδρυμα αυτό ως ερευνητής και ψυχαναλυτής από το 1956 ως 1973. Διατέλεσε Καθηγητής Ψυχολογίας και Επικεφαλής του Τμήματος Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Michigan από το 1973 και το 2004.

[27] Όπως εξάλλου είχε υποστηρίξει και με συγκεκριμένη, αναλυτική του μονογραφία: Shevrin, H. (1988), Unconscious conflict: A convergent psychodynamic and electrophysiological approach, σε Psychodynamics and Cognition, edited by M. J. Horowitz. Chicago: University of Chicago Press.

[28] Βλ. Vance/Roberson v. CBS Inc./Judas Priest. 1989a. No. 86-5844 and 86-3939 (Washoe County, 2nd Judicial District Court of Nevada, motion for summary judgment, testimony of Howard Shevrin, June 2, 1989).

[29] Μ.α., Silverman, L. (1982), The search for oneness. New York: International Universities Press,

Smith, G. J. W., D. P. Spence, and G. S. Klein(1959), Subliminal effects of verbal stimuli, σε Journal of Abnormal Social Psychology 59: 167-176, Kupper, D., and H. Gerard (1990), Anaclitic depression and bulimia - Paper presented at the meeting of the Western Psychological Association, Los Angeles, CA. April 1990.

[30] Σύμφωνα με τον Timothy E. Moore, μέχρι το χρονικό σημείο της προδικαστικής κατάθεσης του Shevrin, στην πραγματικότητα είχαν δημοσιευθεί ελάχιστες σχετικές μέλετες, που δεν παρείχαν σοβαρά στοιχεία, ειδικά για την επιρροή των υποσυνείδητων μηνυμάτων στη ενσυνείδητη βούληση του δρώντος υποδοχέα τους, όπως αυτή του Zuckerman, M. (1960), The effects of subliminaland supraliminal suggestions on verbal productivity, σε Journal of Abnormal and Social Personality 60: 404-411, για την κριτική στην οποία και ο Moore θέτει υπ’ όψιν τις εργασίες του Timothy E. Moore, (1982), Subliminal advertising: What you see is what you get, σε Journal of Marketing 46: 38-47 και Timothy E. Moore, (1988), The case against subliminal manipulation. Psychology and Marketing 46: 297-316.

[31] Βλ. Vance/Roberson v. CBS Inc./Judas Priest. 1989b, No. 86-5844 and 86-3939 (Washoe County, 2nd Judicial District Court of Nevada, filed Aug. 23, 1989, order denying summary judgment.

[32] Βλ., οπ. ανωτ., Vance/Roberson v. CBS Inc./Judas Priest. 1989b, No. 86-5844 and 86-3939 (Washoe County, 2nd Judicial District Court of Nevada, filed Aug. 23, 1989, order denying summary judgment.

[33] Βλ., οπ. ανωτ., Timothy E. Moore (1996), pg 2.