ΤΕΥΧΟΣ #1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016

Η εμπορία ανθρώπων στις αίθουσες των ελληνικών δικαστηρίων

Φωτεινή Ντούρα

Από την εποχή που ο Κωνσταντίνος Γαρδίκας σκιαγραφούσε τον σωματέμπορο ως αυτόν που «λ.χ. αγρεύων γυναίκα εκ χωρίων συνοδεύει μέχρι του σημείου, καθ’ο ο προαγωγός παραλαμβάνει αυτήν ή υποδεικνύει τη γυναικί την οδόν και παρέχει το εισιτήριον του σιδηροδρόμου, αλλά πολλάκις εξαπατά την γυναίκα ως προς το είδος του οίκου, εν ω ελπίζει να εύρη εργασίαν[1]», διευρύνθηκε κατά πολύ η «κοινωνική ύλη» που φτάνει ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων και αναζητά τρόπους ειδικής και γενικής πρόληψης μέσα από τις αντίστοιχες ποινές. Το trafficking, ή με άλλα λόγια η οργανωμένη στρατολόγηση και μεταφορά γυναικών  από την μια χώρα στην άλλη με σκοπό την προώθησή τους στην πορνεία, ως μια σύγχρονη μορφή δουλείας που συχνά τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από άλλες παράνομες δραστηριότητες οργανωμένου εγκλήματος, απασχολεί τις τελευταίες δεκαετίες τις ελληνικές αρχές,  με την Ελλάδα να αποτελεί τον τόπο από τον οποίο είτε διέρχονται τα θύματα για να μεταβούν σε έδαφος άλλης χώρας για σεξουαλική εκμετάλλευση,  είτε – στις περισσότερες περιπτώσεις – είναι ο τελικός προορισμός, ο τόπος διαμονής και εκμετάλλευσης τους[2].

Με το ν. 3064/2002, η Ελλάδα συμμορφώθηκε σε περισσότερα διεθνή κείμενα που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο του ΟΗΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της ΕΕ σχετικά με την ποινική καταστολή της εμπορίας ανθρώπων και την ανάδειξη και κάλυψη του απαξιολογικού πυρήνα των σύγχρονων μορφών δουλείας[3]. Αναμορφώθηκε έτσι το άρθρο 351 ΠΚ για την Σωματεμπορία και προστέθηκε το άρθρο 323Α ΠΚ για την Εμπορία Ανθρώπων. Μετά από τη νομοθετική αυτή παρέμβαση οι πράξεις εμπορίας ανθρώπων για την σεξουαλική τους εκμετάλλευση αποτελούν πλέον βαρύτατα κακουργήματα και τιμωρούνται με ποινές κάθειρξης, φτάνουν δε μέχρι την ισόβια κάθειρξη όταν διακρίνονται από το αποτέλεσμα της βαριάς σωματικής βλάβης ή του θανάτου του θύματος.

Μελετώντας τη νομολογία των ποινικών δικαστηρίων εντοπίζεται εύκολα η σημασία της αλλαγής του νόμου ως προς την αυστηρότερη αντιμετώπιση των σχετικών αδικημάτων. Πριν την νομοθετική παρέμβαση πράξεις εκμετάλλευσης γυναικών που είχαν έρθει - μεταφερθεί στην Ελλάδα από άλλες χώρες και αποδεδειγμένα ήταν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης με χρήση βίας, παραπέμπονταν στα κατά τόπον αρμόδια Πλημμελειοδικεία και αντιμετωπίζονταν με τις ποινές του 351 ΠΚ για την Σωματεμπορία[4], με την αμέσως προηγούμενη μορφή του, ήτοι με ποινές λίγων ετών, μετατρέψιμες τις περισσότερες φορές σε χρηματικές.

Αξίζει να σημειωθεί ότι με το Ν 3064/2002 ο Έλληνας νομοθέτης υπερακόντισε τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας αναφορικά με τις απειλούμενες ποινές, θεσπίζοντας ακόμα μεγαλύτερες ποινές από τα «ελάχιστα όρια» που προβλέπονται στα ανωτέρω διεθνή κείμενα[5].

Έτσι οι δικαστές έχουν πλέον στα χέρια τους προς εφαρμογή έναν νόμο που έχει τυποποιήσει σε κακούργημα τις πράξεις πρόσληψης, μεταφοράς ή προώθησης εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακράτησης, υπόθαλψης, παράδοσης με ή χωρίς αντάλλαγμα ή παραλαβή ενός προσώπου με σκοπό την γενετήσια εκμετάλλευση, με την χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή μέσω απατηλής απόσπασης συναίνεσης του θύματος και εκμετάλλευσης της ευάλωτης θέσης του. Σύμφωνα μάλιστα με τις ισχύουσες διατάξεις, δεν απαιτείται  να λάβει χώρα ούτε καν απόπειρα υλοποίησης της γενετήσιας εργασιακής εκμετάλλευσης αλλά αρκεί να υπάρχει  από τον δράστη ο σκοπός της γενετήσιας εργασιακής εκμετάλλευσης προκειμένου να γίνει υπαγωγή των πράξεων στο πεδίο εφαρμογής των συγκεκριμένων διατάξεων.

Από την μελέτη της νομολογίας προκύπτει ότι η ερμηνεία των διατάξεων έγινε αρκετές φορές έτσι ώστε να υπαχθούν στο νόμο για την εμπορία ανθρώπων περιπτώσεις με χαρακτηριστικά που δικαιώνουν την αυστηρότερη καταστολή.

Κρίθηκε νομολογιακά π.χ.: ότι στις περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων για γενετήσια εργασιακή εκμετάλλευση το στοιχείο της φυσικής εξουσίας του δράστη επί του θύματος διαφοροποιείται ποσοτικά και ποιοτικά ως προς την καθολικότητα και τη διάρκειά του σε σχέση με την εμπορία δούλων (323 ΠΚ) καθόσον δεν απαιτεί ούτε την πλήρη υποδούλωση του θύματος ούτε τη διαρκή και χωρίς διακοπή θέση του υπό την εξουσία του δράστη, ότι δεν είναι αναγκαία η μεταφορά της αλλοδαπής ή η διευκόλυνση εισόδου της στην Ελλάδα από τρίτη χώρα αλλά αρκεί η εκμετάλλευσή της στον τόπο που βρέθηκε με οποιοδήποτε τρόπο[6], ότι η παρακράτηση του διαβατηρίου από τον θύτη ώστε να μην μπορεί να αποδείξει την ταυτότητά του ή να ταξιδέψει το θύμα ή είναι στοιχείο «στέρησης της ελευθερίας» έστω και εάν δεν του απαγορευόταν στο μεταξύ η κυκλοφορία ή επικοινωνία με τρίτους[7]. Επίσης, η νομολογία, παγιωμένα πλέον, ταυτίζει την έννοια της «ευάλωτης θέσης»  του θύματος με την ανάγκη για εργασία, χωρίς να απαιτεί απαραίτητα να συντρέχουν και άλλες προϋποθέσεις λόγω των οποίων το θύμα στερείται εν τοις πράγμασι την ελευθερία του – π.χ. απόλυτη ένδεια, αδυναμία συνεννόησης με τις αρχές κλπ. Η θέση αυτή δεν έχει μείνει χωρίς κριτική καθώς σχολιάζεται ότι η ανάγκη για την εργασία είναι δεδομένη όταν μιλάμε για πορνεία, και η ταύτιση της «ευάλωτης θέσης» μόνο με την ανάγκη αυτή, συχνά οδηγεί σε αυστηρότατες ποινές που υπερβαίνουν την αρχή της αναλογικότητας[8].

Από τις υποθέσεις που έχουν φτάσει μέχρι σήμερα στα ακροατήρια των ποινικών δικαστηρίων[9] ξεχωρίζουμε αυτήν που περιγράφεται στην ΑΠ  783/2013[10], ως μια αφορμή για να εντοπίσουμε τα σημεία εφαρμογής του νόμου έχοντας υπόψη μας πραγματικά περιστατικά.

Σύμφωνα με το ιστορικό που περιγράφεται στην απόφαση, στα τέλη του 2004 ένας Έλληνας με συνδρομή Ρουμάνας υπηκόου, δημοσίευσαν σε εφημερίδα του Βουκουρεστίου αγγελία με την οποία προσέφεραν σε γυναίκες θέσεις εργασίας μεταφραστριών εκτός Ρουμανίας. Μια φοιτήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Ιασίου, που γνώριζε τέσσερις ξένες γλώσσες, ανταποκρίθηκε στην αγγελία και τότε της δόθηκε η διεύθυνση ενός διαμερίσματος στο Βουκουρέστι, όπου έπρεπε να μεταβεί ώστε να γίνει η συνέντευξη.  Πράγματι έγινε συνάντηση στο διαμέρισμα  και τα μέλη της σπείρας ενημέρωσαν την νεαρή γυναίκα ότι επρόκειτο τάχα να της προσφέρουν μια πολύ καλή εργασία στην Ελλάδα, σχετική με μεταφράσεις με υψηλές αποδοχές και ότι τα έξοδα μετακινήσεως της, που ανέρχονταν σε 1000 ευρώ, θα τα κατέβαλε ο εργοδότης της και θα τα παρακρατούσε από τον μισθό της.  Η φοιτήτρια πείσθηκε από τις διαβεβαιώσεις και τις πληροφορίες που της έδωσαν και δέχθηκε την εργασία, παρέδωσε δε φωτοτυπία των ταξιδιωτικών της εγγράφων ώστε να εκδοθούν τα εισιτήρια για την Ελλάδα.  Πράγματι μέλος της οργάνωσης συνόδευσε την νεαρή γυναίκα μέχρι την αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου, της έδωσε το ποσό των 500 ευρώ και της περιέγραψε τα χαρακτηριστικά του ατόμου που θα την παραλάμβανε στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Κατά την άφιξη της στην Αθήνα την περίμενε άλλο μέλος της οργάνωσης, ο οποίος της ζήτησε να του παραδώσει το ποσό των 500 ευρώ, με το αιτιολογικό ότι ήταν χρήματα της εταιρίας και την συνόδευσε σε ένα ξενοδοχείο για να διανυκτερεύσει και να ταξιδέψει την άλλη ημέρα και πάλι αεροπορικώς για την πόλη των Χανίων, όπου σύμφωνα με όσα είχαν παρουσιαστεί στο θύμα, ήταν ο τόπος της παροχής μεταφραστικής εργασίας. Ο άνθρωπος που παρέλαβε την νεαρή γυναίκα στα Χανιά την οδήγησε κατευθείαν σε ένα νυχτερινό κέντρο. Εκεί μια Μολδαβή που γνώριζε Ρουμανικά της εξήγησε ότι η δουλειά της θα ήταν να ντύνεται με προκλητικά ρούχα, να κάνει παρέα με πελάτες του νυκτερινού κέντρου, τους οποίους έπρεπε να προτρέπει να την κερνάνε ποτά, ότι για κάθε ποτό θα έπαιρνε αυτή ένα ευρώ και ότι αν ο πελάτης ήθελε, θα έκανε σεξ μαζί του σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο πατάρι του καταστήματος, έναντι αμοιβής γι’ αυτήν είκοσι πέντε (25) ευρώ για κάθε πελάτη. Η παθούσα, όταν άκουσε τα ανωτέρω, τρομοκρατήθηκε και είπε ότι ήλθε στην Ελλάδα για να εργαστεί ως μεταφράστρια και προς απόδειξη αυτού της έδειξε τα πτυχία της. Εφόσον οι αντιρρήσεις της παθούσας ήταν έντονες ο ιδιοκτήτης του νυκτερινού κέντρου δυσανασχέτησε και αφού έκανε κάποιες τηλεφωνικές συνεννοήσεις έστειλε την κοπέλα στο αεροδρόμιο ώστε να φύγει πάλι για Αθήνα. Στο αεροδρόμιο υπήρχε πάντα ένας άνθρωπος μαζί της, ώστε να μην διαφύγει. Η νεαρή γυναίκα κατάφερε να μιλήσει σε έναν τελωνιακό υπάλληλο, ο οποίος όμως δεν την βοήθησε και της συνέστησε να απευθυνθεί στην αστυνομία.

Μετά την απογείωση του αεροπλάνου και ενώ βρισκόταν μέσα σ` αυτό, η παθούσα ζήτησε βοήθεια από μία αεροσυνοδό, η οποία ενημέρωσε τον πιλότο και αυτός με τη σειρά του την αστυνομία.

Έτσι, αμέσως μετά την άφιξη του αεροσκάφους και πριν κατέλθουν οι επιβάτες, επιβιβάστηκαν σ` αυτό δύο αστυνομικοί, οι οποίοι βρήκαν την παθούσα και αφού η τελευταία τους εξήγησε τι είχε συμβεί, την συμβούλευσαν να υποδυθεί ότι δεν συμβαίνει τίποτα, ώστε να μπορέσουν να συλλάβουν τον άνδρα που θα την περίμενε στο αεροδρόμιο. Ακολουθώντας τις οδηγίες των αστυνομικών, η παθούσα, αφού παρέλαβε τις αποσκευές της, πήγε στο χώρο υποδοχής για να συναντήσει αυτόν που την περίμενε.

Μετά από υπόδειξη της παθούσας τον συνέλαβαν, ενώ σε ερώτηση αυτών σχετικά με τον σκοπό της παραμονής του στο χώρο των αφίξεων του αεροδρομίου, αρχικά απάντησε ότι πήγε για βόλτα και κατόπιν επιμονής των αστυνομικών ότι ήλθε για να παραλάβει μία  κοπέλα.

Η ελληνική δικαιοσύνη ασχολήθηκε έως και το στάδιο της αναίρεσης με τον συνεργό του αεροδρομίου των Αθηνών, ο οποίος κρίθηκε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο ένοχος για άμεση συνέργεια στην τέλεση του αδικήματος του άρθρου 323Α ΠΚ για την εμπορία ανθρώπων, υπό την έννοια ότι χωρίς την συνδρομή του δεν ήταν δυνατό να επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα,  και τον καταδίκασε -με την αναγνώριση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη- σε ποινή κάθειρξης επτά ετών. Η ύπαρξη οργανωμένου κυκλώματος είναι δεδομένη βάσει όλων των περιστατικών που προηγήθηκαν της άφιξης του θύματος στην Ελλάδα, αλλά και του τρόπου που κινήθηκε η ομάδα με συνεννοήσεις, μεταφορές κλπ από την στιγμή που το θύμα έφτασε στην Ελληνική Επικράτεια.

Από τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται προκύπτει ότι – λόγω της αντίδρασης του θύματος αλλά και της στάσης του «εργοδότη» στον οποίο εστάλη το θύμα προς εργασία – γενετήσια εργασιακή εκμετάλλευση δεν έλαβε χώρα, δεν υπήρξε δε ούτε καν στάδιο απόπειρας αυτής. Ωστόσο, όπως ειπώθηκε ήδη, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, αυτό είναι αδιάφορο για τον χαρακτηρισμό της πράξης ως τετελεσμένο αδίκημα εμπορίας ανθρώπου καθώς αρκεί ο σκοπός των δραστών να εκμεταλλευθούν το θύμα μέσα από την πορνεία.

Εν προκειμένω δεν υπήρχαν ούτε περιστατικά βίας και απειλής, υπήρχε ωστόσο χρήση απατηλών μέσων προκειμένου το θύμα να πεισθεί να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Κρίθηκε ότι το θύμα βρισκόταν σε «ευάλωτη θέση», την οποία εκμεταλλεύθηκαν οι δράστες, εκ του γεγονότος και μόνο ότι χρειαζόταν εργασία. Δεν φαίνεται να είχε καμία βαρύτητα στην απόφαση του Δικαστηρίου το γεγονός ότι το θύμα ήταν μια μορφωμένη γυναίκα, φοιτήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της χώρας της, που γνώριζε τέσσερις γλώσσες, που εισήλθε νόμιμα στη χώρα έχοντας όλα τα ταξιδιωτικά της έγγραφα και γνώριζε πώς να αντιδράσει αρνούμενη απόλυτα την «εργασία» για την οποία το κύκλωμα την προόριζε και κατάφερε να απευθυνθεί αποτελεσματικά στις αρχές της χώρας στην οποία βρέθηκε. Η εκμετάλλευση της ανάγκης του θύματος για εργασία ήταν αρκετή προκειμένου το δικαστήριο να υπαγάγει την υπόθεση αυτή στη νομοθεσία για την εμπορία ανθρώπων.

Όπως φαίνεται τόσο σε επίπεδο νομοθετικής πρόβλεψης, όσο και σε επίπεδο ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου από τους δικαστές, δεν μπορεί να υπάρξει κατηγορία για «διστακτική» αντιμετώπιση του φαινομένου. Ωστόσο, με δεδομένο ότι παρ όλα αυτά η σχετική εγκληματική δράση δεν συρρικνώνεται, πρόκειται προφανώς για μια ακόμη περίπτωση στην οποία η ποινική δικαιοσύνη από μόνη της δεν μπορεί να αποτελέσει απάντηση και επαρκές μέσο αντιμετώπισης του προβλήματος.

* Η Φωτεινή Ντούρα είναι Δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου

 


[1] Κ. Γαρδίκας, Εγκληματολογία, τ. Α΄ 1968, σελ. 339

[2] Βλ. ενδιαφέροντα αριθμητικά στοιχεία και γραφήματα στην παρουσίαση της έρευνας «Πορνεία & παράνομη διακίνηση και εμπορία γυναικών με σκοπό τη σεξουαλική/οικονομική εκμετάλλευση (trafficking) στην Ελλάδα», που εκπονήθηκε από τις ΜΚΟ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ &  PRAKSIS με ανάθεση από την Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων

[3] Βλ κυρίως ορισμούς του Πρωτοκόλλου του Παλέρμο και της Απόφασης – Πλαισίου 2002/629/ΔΕΥ για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, Ψηφίσματα του Ευρ. Κοινοβουλίου EE C 032/5.2.199,0088, EE C 320/28.10.1996,0190, EE C 020/20.1.1997,0170 κ.α, Συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης R (1996) 1099, R (2000) 11, R(2002) 1545, Κείμενο ΟΗΕ UN Doc. A/RES/55/25 κ.α.  επίσης βλ. αναλυτικά και Α. Συκιώτου, «Η έννοια του θύματος στην εμπορία ανθρώπων», σε Τιμ.τ. Ι.Μανωλεδάκη ΙΙ, 2007, σελ. 1170, Ν. Χατζηνικολάου, «Η ποινική καταστολή της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων στην ελληνική έννομη τάξη: αναζητώντας την αξιολογική συνοχή της μεταξύ τιμωρητικής όξυνσης και θυματολογικής προσέγγισης», ΠοινΔικ 2/2008, 213

[4] Βλ. άρθρο 8 ΝΔ 4090/1960, ΠλημΒερ 680/1982/687,  και σχολιασμό του νομοθετικού πλαισίου πριν την ψήφιση του Ν. 3064/2002 σε Ε. Συμεωνίδου  - Καστανίδου «Εμπορία ανθρώπων: Ειδικά μέτρα αντιμετώπισης και προβλήματα εφαρμογής τους», ΠοινΔικ 2/2006, σελ 234 επ.

[5] Με βάση την Απόφαση  - Πλαίσιο η ποινή για τις διακεκριμένες μορφές της εμπορίας ανθρώπων και της σωματεμπορίας δεν πρέπει κατά το ανώτατο όριό της να είναι μικρότερη των 8 ετών, ενώ ο ελληνικός νόμος απειλεί ποινές κάθειρξης μέχρι 20 ετών και σε κάποιες περιπτώσεις ποινές ισόβιας κάθειρξης.

[6] Βλ ΑΠ 673/2011 ΠοινΧρ 2012/348

[7]  Βλ Εφ Δωδ 24/2005 Βάση Νομικών Δεδομένων NOMOS

[8] Βλ. ΑΠ 326/2007 ΠοινΧρ 2008/46, Ν. Χατζηνικολάου, «Η παράσυρση του ευάλωτου θύματος στο έγκλημα της σωματεμπορίας – Διάλογος με τη νομολογία», ΠοινΧρ 2009/494επ, Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, οπ.π. σελ 236, Ε. Συμεωνίδου –Καστανίδου (επιμ), «Ο νέος νόμος 3064/2002 για την εμπορία ανθρώπων», 2003, σελ. 13 επ., Γ. Δημήτραινα, «Η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων μετά το Ν3064/2002» σε Ε. Συμεωνίδου  - Καστανίδου, οπ.π. σελ. 89 επ.

[9] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 2397/2005 Βάση Νομικών Δεδομένων NOMOS, 673/2011 ΠοινΧρ 2012/348, 1499/2011 ΠοινΧρ 2012/193, 917/2008 ΠοινΛογ 2008/580, 408/2014 Βάση Νομικών Δεδομένων NOMOS, 326/2007 ΠοινΧρ 2008/46, Εφ Πατρών 110/2011 ΠοινΧρ 2012/57, Εφ Δωδ 24/2005 Βάση Νομικών Δεδομένων NOMOS, ΣυμβΠλημΑμαλ 90/2003 ΠοινΛογ 2004/2031

[10] ΑΠ 783/2013 (ΝοΒ 2014/2011), η οποία έκρινε επί αναιρέσεως στην ΜΟΕ 215/2012 (αδημοσίευτη)

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Επιμέλεια: Έφη Καραλή, Νίκη Μούντζουρα*

Ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία για το trafficking είναι διαθέσιμα και ελεύθερα προσβάσιμα στις παρακάτω ιστοσελίδες:

http://traffickingresourcecenter.org/states

http://www.unicefusa.org/stories/infographic-global-human-trafficking-statistics

http://ec.europa.eu/anti-trafficking/sites/antitrafficking/files/eurostat_report_on_trafficking_in_human_beings_-_2015_edition.pdf

http://www.unodc.org/documents/data-and-analysis/glotip/GLOTIP_2014_full_report.pdf

http://arkofhopeforchildren.org/child-trafficking/child-trafficking-statistics

 

Επιπλέον, για περισσότερα στοιχεία μπορείτε να επισκεφθείτε τις ιστοσελίδες Οργανισμών που ασχολούνται (και) με το trafficking:

Γραφείο Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα

International Labour Organization

ECPAT International

Ελληνική Αστυνομία

Διεθνής Οργάνωση Εργασίας ILO

STOP trafficking of people

 

* Η Έφη Καραλή είναι Νομικός και η Νίκη Μούντζουρα είναι Κοινωνιολόγος.