ΤΕΥΧΟΣ #11 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2020

Τεκμηριωμένη Aστυνόμευση: η Αστυνομική Κλινική του Teesside

Γιώργος Παπανικολάου, Αν. Καθηγητής Εγκληματολογίας

Η Τεκμηριωμένη Αστυνόμευση (Evidence-Βased Policing) είναι ένα νέο στρατηγικό όραμα για την αστυνομία, το οποίο κατά την τελευταία εικοσαετία γνωρίζει ολοένα αυξανόμενη αποδοχή σε διεθνές επίπεδο. Ήδη στη Μεγάλη Βρετανία η Τεκμηριωμένη Αστυνόμευση βρίσκεται στο επίκεντρο της στρατηγικής της Αστυνομικής Ακαδημίας (College of Policing), που αποτελεί τον  οργανισμό, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τη διαμόρφωση των προγραμμάτων εκπαίδευσης και προτύπων λειτουργίας για το σύνολο των αστυνομιών της χώρας αυτής, με σκοπό την προαγωγή του αστυνομικού επαγγελματισμού και την εμπέδωση των βέλτιστων πρακτικών. Σύμφωνα με τη βρετανική Αστυνομική Ακαδημία, η προσέγγιση της Τεκμηριωμένης Αστυνόμευσης βασίζεται στο ότι «οι αστυνομικοί παράγουν, αξιολογούν και χρησιμοποιούν τα ισχυρότερα επιστημονικά τεκμήρια για να υποστηρίξουν αλλά και για να αμφισβητήσουν πολιτικές, πρακτικές και αποφάσεις» (College of Policing 2020).

Η πρακτική σημασία του ορισμού αυτού είναι μεγάλη. Ο πρωτεργάτης της Τεκμηριωμένης Αστυνόμευσης καθηγητής Lawrence Sherman το 1998 όρισε την ΤΑ ως τη «χρήση των βέλτιστών διαθέσιμων αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας σε σχέση με τα αποτελέσματα του αστυνομικού έργου με σκοπό την εφαρμογή οδηγιών και την αξιολόγηση οργανισμών, μονάδων και προσωπικού. Με απλά λόγια, η Τεκμηριωμένη Αστυνόμευση χρησιμοποιεί την έρευνα για να καθοδηγήσει την πράξη και να αξιολογήσει το προσωπικό. Χρησιμοποιεί τις ισχυρότερες [επιστημονικές] αποδείξεις για να διαμορφώσει τη βέλτιστη πρακτική» (Sherman1998).

Το μοντέλο του Sherman, του οποίου η συμβολή  στην επιστημονική μελέτη αστυνομίας είναι σημαντική ήδη από τη δεκαετία του 1970, προήλθε από το χώρο της ιατρικής επιστήμης. Εκεί ο όρος evidence-basedmedicine («ιατρική βασισμένη σε αποδείξεις/ενδείξεις», «τεκμηριωμένη ιατρική») έχει να κάνει με την συστηματική αξιοποίηση της επιστημονικής έρευνας με σκοπό την ομογενοποίηση και τον εξορθολογισμό της κλινικής πράξης (βλ. Παπαγόρα και Καναμά 2008). Όπως και στο πεδίο της ιατρικής, η μέθοδος που προτιμά η προσέγγιση της Τεκμηριωμένης Αστυνόμευσης είναι η τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή (randomisedcontrol trial). Αποτελεί μια πειραματική προσέγγιση με την οποία η εφαρμογή μιας αστυνομικής δράσης σε μια ομάδα περιπτώσεων συγκρίνεται με μια ομάδα παρομοίων περιπτώσεων στις οποίες η παρέμβαση δεν έχει εφαρμοστεί (control group). Για παράδειγμα, το πείραμα μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα της περιπολίας, εάν σε μια ομάδα συνοικιών αυξηθεί ή μειωθεί η συχνότητα της περιπολίας και στη (συγκρίσιμη) ομάδα συνοικιών (ομάδα ελέγχου) διατηρηθεί η πάγια πρακτική. O Shermanσυγκεκριμένα είναι γνωστός για την πειραματική του προσέγγιση σε σχέση με την αστυνόμευση των «καυτών εγκληματικών σημείων» (hot spots).

Η εφαρμογή της προσέγγισης της ΤΑ, είτε μέσω της παραπάνω πειραματικής μεθόδου είτε μέσω της συστηματικής ανασκόπησης και αξιοποίησης της υπάρχουσας εγκληματολογικής έρευνας για συγκεκριμένα θέματα μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε μια επιστημονικά έγκυρη και αξιόπιστη αξιολόγηση της εφαρμογής συγκεκριμένων αστυνομικών δράσεων/παρεμβάσεων και των αποτελεσμάτων τους. Πρόκειται συνεπώς για ένα νέο μοντέλο ή μια βάση για την οργάνωση και τη λειτουργία της αστυνομίας. Όπως όμως συμβαίνει και με άλλα μοντέλα αστυνόμευσης, τα οποία εμφανίστηκαν από τα τέλη του 20ου αιώνα, όπως η κοινοτική αστυνόμευση ή η προβληματοκεντρική  (problem oriented) αστυνόμευση, έτσι και η ΤΑ είναι αμφίβολο εάν μπορεί να ενσωματωθεί πλήρως στη λογική και ιδίως στην πράξη της αστυνόμευσης.

Ζήτημα επίσης τίθεται και ως προς την  αποδοχή της ΤΑ από το προσωπικό ως ένα μοντέλο το οποίο δεν αμφισβητεί την επαγγελματική αυτονομία του αστυνομικού και δεν εξυπηρετεί, σε τελική ανάλυση, σκοπιμότητες γραφειοκρατικής διαχείρισης. Άλλωστε και στο πεδίο της ιατρικής, η «βασισμένη σε ενδείξεις ιατρική» επικρίνεται για το ότι δεν λαμβάνει υπόψη της την εμπειρία του ιατρού ή τις προτιμήσεις του ασθενούς σε σχέση με τα συγκεκριμένα θεραπευτικά προβλήματα της καθημερινής πράξης. Οι ιατροί όμως είναι εκπαιδευμένοι ως επαγγελματίες να εργάζονται πάντα με αναφορά στα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης κι έτσι τα προβλήματα αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν πιο εύκολα.

Αντίθετα, ο ρόλος, η εργασία και οι αποφάσεις του αστυνομικού είναι δυσκολότερο να σχηματοποιηθούν στη βάση επιστημονικής ανάλυσης, γιατί απαιτούν την δυναμική κινητοποίηση επιλυτικών ικανοτήτων σε σχέση με προβλήματα που εμφανίζονται σε ένα ρευστό επιχειρησιακό περιβάλλον. Εξάλλου ακόμη κι αυτή η τελευταία δυνατότητα είναι τις περισσότερες φορές μια ευγενής φιλοδοξία, αν κανείς αναλογιστεί τη σημερινή τυπική όψη των αστυνομικών οργανισμών σήμερα. Έτσι, η ΤΑ στην καθαρή μορφή της διατρέχει τον κίνδυνο να αντιμετωπίζεται ως ξένο σώμα σε σχέση με την καθημερινή αστυνομική πράξη και ως απειλή για την επαγγελματική αυτονομία του προσωπικού, ενώ στην πραγματικότητα η φιλοδοξία που την εμπνέει είναι η βελτίωση και της αστυνομικής πράξης και των συνθηκών εργασίας του προσωπικού.

Στο Teesside της Μεγάλης Βρετανίας, μια περιφέρεια η οποία τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει δοκιμαστεί από οξύτατα προβλήματα εγκληματικότητας και αποτελεσματικής αστυνόμευσης, η τοπική αστυνομία (Cleveland Police) έλαβε γύρω στο 2016, υπό το φως και της γενικότερης τάσης σε εθνικό επίπεδο, τη στρατηγική απόφαση να εφαρμόσει την Τεκμηριωμένη Αστυνόμευση στο σύνολο της λειτουργίας της—με τρόπο, ώστε κάθε όψη της να καταστεί τεκμηριωμένη (“evidence-based by design”). Η Cleveland Police είναι μια από τις μικρότερες σε δύναμη αστυνομίες της Αγγλίας και Ουαλίας, η οποία, ως υπεύθυνη για την αστυνόμευση μιας ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένης περιοχής με πληθυσμό γύρω στις επτακόσιες χιλιάδες, έχει να αντιμετωπίσει σημαντικές επιχειρησιακές προκλήσεις. Έχει επίσης δοκιμαστεί ιδιαίτερα από τις επιπτώσεις των οικονομικών περικοπών των τελευταίων εννέα χρόνων. Συνεπώς η προσδοκία από την εφαρμογή του μοντέλου της ΤΑ είναι ο εξορθολογισμός της λειτουργίας της οργανωσιακά και η αύξηση της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητάς της.

Ωστόσο, η άμεση εφαρμογή του μοντέλου στην περιοχή θα συναντούσε σημαντικές δυσκολίες, τόσο λόγω των δικαιολογημένων επιφυλάξεων του προσωπικού σε σχέση με την εφαρμογή μεθόδων που δεν θα είχαν δοκιμαστεί στις τοπικές συνθήκες, όσο και λόγω της οικονομικής επιβάρυνσης που συνεπάγονται οι σχετικές δοκιμές. Σε ένα άλλο επίπεδο, οι επιφυλάξεις από το εσωτερικό του Σώματος οφείλονταν και στο ότι το καθαρό μοντέλο της ΤΑ δεν είναι απαλλαγμένο από ένα κάποιο ελιτισμό και προσπάθεια «αλλαγής από τα πάνω», ο οποίος αποξενώνει ιδίως το προσωπικό της πρώτης γραμμής, του οποίου η συμμετοχή και συνεργασία είναι αποφασιστικής σημασίας για κάθε ουσιαστική αλλαγή.

Μπροστά σε αυτές τις δυσκολίες, και στο πλαίσιο της αναπτυσσόμενης συνεργασίας του Σώματος με το Πανεπιστήμιο του Teesside συγκροτήθηκε το 2017 η Αστυνομική Κλινική του Teesside (Teesside Policing Clinic) με σκοπό την ανάπτυξη μιας πιο αποτελεσματικής στρατηγικής για την εμπέδωση της τεκμηριωμένης πρακτικής στην οργάνωση και λειτουργία της αστυνομίας στην περιοχή. Η Κλινική είναι μια ακαδημαϊκή μονάδα, η οποία εδρεύει στη Σχολή Κοινωνικών, Ανθρωπιστικών και Νομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Teesside. Διευθύνεται από πανεπιστημιακό εγκληματολόγο, και περιέλαβε στο προσωπικό της μόνιμη ειδική ερευνήτρια με σκοπό την ανάπτυξη μικρής και μεσαίας κλίμακας ερευνητικών προγραμμάτων σε σχέση με οργανωτικά και επιχειρησιακά ζητήματα που απασχολούν το Σώμα. Από την πλευρά της αστυνομίας διατέθηκε σε μόνιμη βάση βαθμοφόρος της με εκτεταμένη επιχειρησιακή εμπειρία και βαθιά αντίληψη της κατάστασης στο Σώμα συνολικά, ενώ συμμετέχει στις εργασίες της και επιτελικό στέλεχος του Σώματος, το οποίο αναφέρεται απευθείας στον Υπαρχηγό του. Σε ανώτερο επίπεδο, η Κλινική εποπτεύεται από Διευθύνουσα Επιτροπή, η οποία αποτελείται από αντιπρύτανη του πανεπιστημίου, τον κοσμήτορα της Σχολής, το διευθυντή της Κλινικής, ένα Υπαρχηγό του Σώματος και το επιτελικό στέλεχος που συμμετέχει στις εργασίες της Κλινικής.

Η προσέγγιση που αναπτύξαμε βασίστηκε στο σκεπτικό ότι για να υπάρξει εμπέδωση της τεκμηριωμένης πρακτικής από άκρου σε άκρο στον οργανισμό, θα πρέπει το αστυνομικό προσωπικό να αντιληφθεί την καθημερινή του δραστηριότητα μέσα από το πρίσμα της τεκμηριωμένης πρακτικής, και να ενθαρρυνθεί να το πράξει αυτό μέσα από στοχευμένη (μετ)εκπαίδευση και την ενεργή υποστήριξη της ηγεσίας σε ανώτερο (δηλ. Τμήματος και Διεύθυνσης) και ανώτατο επίπεδο. Σχεδιάσαμε για το σκοπό αυτό δυο πιστοποιημένα προγράμματα μετεκπαίδευσης, τα οποία απευθύνονται σε επιχειρησιακά και επιτελικά στελέχη του Σώματος αντίστοιχα. Προκειμένου να ολοκληρώσουν με επιτυχία τη φοίτησή τους—κατά τη διάρκεια της οποίας απαλλάσσονται εξ ολοκλήρου (τυπικά τουλάχιστον) από τα καθήκοντά τους—τα στελέχη αυτά οφείλουν να καταρτίσουν μια (ερευνητική) πρόταση, βάσει της οποίας ένα συγκεκριμένο επιχειρησιακό ζήτημα που χειρίζονται πρέπει να αναλυθεί με βάση τα σχετικά διαθέσιμα επιστημονικά πορίσματα και έτσι να αντιμετωπιστεί πιλοτικά με βάση την προσέγγιση που θα προκύψει ως βέλτιστη μέσα από την προσέγγιση αυτή.

Τα σχετικά project εγκρίνονται από την ηγεσία του Σώματος, ώστε να υπάρξουν οι ανάλογες διευκολύνσεις σε σχέση με τις απαιτούμενες ενέργειες αλλά και τη συνεργασία άλλων στελεχών και μονάδων του Σώματος. Στη συνέχεια, το πανεπιστημιακό προσωπικό της Κλινικής αναλαμβάνει την ακαδημαϊκή υποστήριξη, στον απαιτούμενο βαθμό, προκειμένου αυτά τα project να υλοποιηθούν. Συνολικά από το τέλος του 2017 έως το τέλος του 2019, περίπου 40 στελέχη της αστυνομίας διαφορετικών βαθμών και προερχόμενα από διάφορες μονάδες ολοκλήρωσαν τα προγράμματα, ενώ project τα οποία βρίσκονται σε εξέλιξη αφορούν τη διάθεση προσωπικού σε συνοδείες κρατουμένων, την ανάλυση κινδύνου για συγκεκριμένες κατηγορίες υπόπτων, την αντιμετώπιση περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας και την αντιμετώπιση περιστατικών αγνοουμένων προσώπων.

Η Κλινική οργάνωσε επίσης και ταχύρρυθμα σεμινάρια για τα στελέχη του Τμήματος Ανάλυσης του Σώματος με σκοπό τη βελτιστοποίηση της συνεργασίας της με το Τμήμα αυτό και την αξιοποίηση των επιχειρησιακών και άλλων δεδομένων τα οποία συλλέγονται και αξιοποιούνται από τους αναλυτές του Σώματος. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η Κλινική αποτελεί και όχημα για την εκπόνηση στοχευμένων διπλωματικών εργασιών από προπτυχιακούς φοιτητές σε θέματα αιχμής για την οργάνωση και λειτουργία της αστυνομίας. Πάνω από είκοσι τέτοιες διπλωματικές εργασίες έχουν καταρτιστεί κατά τα τελευταία δύο έτη, και αυτές μετά την ολοκλήρωσή τους είναι ελεύθερα προσβάσιμες στο προσωπικό της αστυνομίας, ως διευκόλυνση της πρόσβασής τους στα διαθέσιμα επιστημονικά πορίσματα σε σχέση με ζητήματα του ενδιαφέροντός τους. Παράλληλα, η κλινική συντονίζει και τους φοιτητές και απόφοιτους του Πανεπιστημίου οι οποίοι συμμετέχουν στα πρόγραμμα μαθητείας (αμοιβόμενο) που έχει συγκροτήσει από κοινού το Πανεπιστήμιο και η αστυνομία του Cleveland. Κατά το τελευταίο έτος πέντε απόφοιτοί μας έχουν συμμετάσχει με πολύ μεγάλη επιτυχία στο πρόγραμμα αυτό, εμπλεκόμενοι, μετά και τις σχετικές διαπιστεύσεις ασφάλειας όπως ισχύουν για το σύνολο του προσωπικού της Κλινικής, σε επιχειρησιακές και επιτελικές δράσεις του Σώματος.

Υπάρχει επίσης και μια μεγαλύτερη σειρά δραστηριοτήτων της κλινικής, οι οποίες αποσκοπούν στη δημιουργία μιας κοινότητας πρακτικής γύρω από την Τεκμηριωμένη Αστυνόμευση και επιδιώκουν έτσι να καταστήσουν αυτή την τελευταία μια οργανική πραγματικότητα και νοοτροπία στο Σώμα. Κατά την ίδια έννοια, όλες αυτές οι δράσεις έχουν φιλοδοξία να συνδέσουν την τοπική αστυνομία τόσο με την παραγωγή της επιστημονικής γνώσης στο Πανεπιστήμιο, όσο και με τους αποφοίτους μας, πολλοί από τους οποίους στοχεύουν σε μια σταδιοδρομία στην αστυνομία.

Η προσέγγισή μας βέβαια διαφέρει από το καθαρό μοντέλο της Τεκμηριωμένης Αστυνόμευσης, κατά το ότι το πνεύμα της στοχεύει σε μια αλλαγή από τα κάτω, αλλαγή η οποία θα ανταποκρίνεται στις τοπικές ανάγκες αστυνόμευσης, θα αρθρώνεται οργανικά με τη συγκεκριμένη κατάσταση του συγκεκριμένου οργανισμού, θα σέβεται την εμπειρία του προσωπικού και θα το ενδυναμώνει να παίξει πιο ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση χαρακτήρα και της στόχευσης τόσο της λειτουργίας της αστυνόμευσης όσο και της λειτουργίας του οργανισμού της αστυνομίας. Αν όλα αυτά επιτευχθούν, ασφαλώς θα έχουμε κάνει τεράστια πρόοδο σε σχέση με το ζήτημα της αστυνόμευσης σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Ασφαλώς πρόκειται για μια προσέγγιση, η οποία απαιτεί πίστωση χρόνου, γενναίο στρατηγικό όραμα και ενεργή στήριξη από την ηγεσία της αστυνομίας, την τοπική πολιτική ηγεσία, αλλά βέβαια και από τους πολίτες, τους οποίους όλα αυτά οφείλουν να υπηρετούν. Η ευτυχής συγκυρία είναι ότι αυτές οι συνθήκες υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό σε αυτή μας τη γωνιά της βορειοανατολικής Αγγλίας. Προσδοκούμε λοιπόν να έχουμε κι άλλα καλά νέα στο μέλλον.

Γιώργος Παπανικολάου, Ιανουάριος 2020

Ο Γιώργος Παπανικολάου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής (Reader) Εγκληματολογίας και διευθυντής της Αστυνομικής Κλινικής του Teesside.

Βιβλιογραφικές αναφορές

College of Policing (2020) What is evidence-based policing? Σε https://whatworks.college.police.uk/About/Pages/What-is-EBP.aspx, τελευταία πρόσβαση 6 Ιανουαρίου 2020.

Παπαγόρας, Λ., & Καναμά, Μ. (2008). Κριτική θεώρηση της ιατρικής βασισμένης σε αποδείξεις. Ιατρική, 93(6). 478-487.

Sherman, L. W. (1998). Evidence-based policing. Washington DC: Police Foundation.