ΤΕΥΧΟΣ #2 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2017

Σιωπηλός μάρτυρας

Μυρτώ Χατζήνα

 

Πώς συνδέεται ένα κατάστημα κράτησης με την ιστορική και πολιτική μνήμη μίας χώρας; Το ερώτημα απαντά ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, δημιουργός του ντοκιμαντέρ «Σιωπηλός Μάρτυρας».

Εκτυλίσσεται στην παλιά φυλακή Τρικάλων και παρουσιάζεται η ιστορία της νεότερης Ελλάδας, καθώς και ο ίδιος ο εγκλεισμός μέσα από τις αφηγήσεις ανθρώπων που πέρασαν από τη συγκεκριμένη φυλακή, ο καθένας με διαφορετικό ρόλο.

Μετά από 110 χρόνια λειτουργίας η Φυλακή Τρικάλων κλείνει το 2006. Κτίριο μέσα στην πόλη των Τρικάλων, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη γειτονιά και τους κατοίκους. Ένα κτίριο-σύμβολο ή απλά ένα σαν όλα τα άλλα; Νέα φυλακή εγκαινιάζεται έξω από την πόλη και η παλιά αποφασίζεται να μετατραπεί σε μουσειακό χώρο «Κέντρο έρευνας – Μουσείο Τσιτσάνη». Το 2011 ξεκινούν τα γυρίσματα του «Σιωπηλού Μάρτυρα» και ολοκληρώνονται το 2016 λόγω της απρόσμενης ανακάλυψης οθωμανικών λουτρών του 16ου αιώνα κάτω από το χώρο της φυλακής. Η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ξεκινά εργασίες αποκατάστασης και η φυλακή παίρνει το δρόμο της λήθης.

Ο ευρηματικός σκηνοθέτης εισβάλλει με την κάμερά του στο ερημωμένο πια χώρο της φυλακής με σημαντικούς «προσκεκλημένους», που ίσως βλέπουν το κτίριο για τελευταία φορά. Όχι όμως πρώτη. Τρεις πρώην κρατούμενοι, ένας συνταξιούχος σωφρονιστικός υπάλληλος, ο πρώην διευθυντής της φυλακής, μία καθηγήτρια του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας και μια ερευνήτρια ξαναθυμούνται. Προσωπικές ιστορίες, αναμνήσεις, εμπειρίες ζωής. Παρουσιάζουν την ίδια την φυλακή, μέσα από τις αφηγήσεις τους και μαζί με αυτή ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του θεατή η νεότερη ιστορία της χώρας. Με χιούμορ, ειλικρίνεια, αυθεντικότητα και σεβασμό μπαίνουμε για λίγο κι εμείς στα κελιά μαζί τους και συνομιλούμε με τη φυλακή και με ό,τι αυτή συμβολίζει στην κοινωνία.

Οι πολιτικοί κρατούμενοι, ο ένας αγωνιστής της αντίστασης και ο άλλος αγωνιστής κατά την περίοδο της Χούντας, με συγκίνηση περιγράφουν τον εγκλεισμό τους και τους τρόπους επιβίωσης. Σημαντικός ο ρόλος της αυτομόρφωσης και των δικτύων αλληλοβοήθειας. Η φυλακή ανάγεται σε άτυπο σχολείο όπου ο «καλύτερος μαθητής» βοηθά τον πιο αδύναμο. Μας περιγράφουν πως μετέτρεπαν τη «νύχτα σε μέρα», για να υπάρχει δημιουργικός χρόνος και να μην τους καταπιεί η απραξία, σε ένα χώρο που ο χρόνος σταματά.

Ο ποινικός κρατούμενος φωτογραφίζει το χώρο, ξαναθυμάται, μας περιγράφει, με απογοήτευση, μία αποτυχημένη απόπειρα απόδρασης. Μας ξεναγεί με το δικό του τρόπο μέσα στο χώρο της φυλακής. Κρεβάτια, τοιχογραφίες, εικόνες, φράσεις με νόημα γραμμένες στους τοίχους, ξεχασμένα αντικείμενα, αυτοσχέδιες πατέντες. Απομεινάρια ανθρώπων και της ιστορίας τους που περιμένουν σιωπηλά. Σε αντίθεση με την βουή της πόλης που, ακριβώς δίπλα, ζει και φωνάζει, κοιτώντας αδιάφορα τα κάγκελα της φυλακής.

Ο σωφρονιστικός υπάλληλος μοιράζεται με το κοινό εμπειρίες του για αποδράσεις, αυτοκτονίες, περιστατικά από την καθημερινότητα μιας φυλακής από την οπτική, όμως, ενός ανθρώπου που το βράδυ γυρίζει στο σπίτι του ακόμα και αν την «κουβαλά» μαζί του. Ο πρώην Διευθυντής θυμάται τη δική του θητεία στη φυλακή και παρ’ ότι, θα μπορούσε κανείς, εύστοχα, να παρατηρήσει τον τρόπο με τον οποίο αγγίζει τα αντικείμενα με την ομπρέλα του, συμβολίζοντας ίσως την απόσταση της ιεραρχικής του θέσης, στο τέλος μας προβληματίζει για το ποιος θα έπρεπε να είναι ο ουσιαστικός ρόλος της φυλακής. Θεσμός αναμόρφωσης και ενδεχομένως επανένταξης, όχι στυγνής τιμωρίας.

Η εκπαιδευτικός, με χιούμορ, αντιμετωπίζει την έμφυλη διάσταση του ρόλου της ως γυναίκα καθηγήτρια σε ένα ανδρικό κατάστημα κράτησης και μας ταξιδεύει στο χώρο του Σχολείου της φυλακής. Αναδεικνύεται η σημασία της εκπαίδευσης ως ένας από τους βασικούς τρόπους επιβίωσης αλλά και προετοιμασίας των κρατουμένων. Η έκτιση ποινής είναι η δίκαιη (ή και άδικη) τιμωρία που έχει επιβληθεί από το κράτος, η αποστέρηση όμως από το δικαίωμα της μάθησης θα ήταν καταστρατήγηση θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, που δεν δικαιολογείται  ούτε σε τέτοιες συνθήκες.

Τέλος, η ερευνήτρια που προσπαθεί να πείσει τόσο τους αρχαιολόγους όσο και το Δήμο Τρικάλων να σεβαστεί την ιστορία της φυλακής και να της αφιερώσει ένα χώρο στο νέο μουσείο, με γνήσια αγωνία και ματαίωση παρακολουθεί την σκαπάνη να «καταβροχθίζει» προσωπικά ντοκουμέντα ανθρώπων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο άφησαν το σημάδι τους σε αυτούς τους τοίχους.

Και φτάνουμε στο ερώτημα που, τελικά, θέτει το ίδιο το ντοκιμαντέρ: ποια κτίρια επιλέγουμε να διατηρήσουμε και ποια είναι αυτά που κατεδαφίζουμε, γκρεμίζοντας παράλληλα και την ιστορική μας μνήμη; Ποια μνημεία μας ενοχλούν και προσπαθούμε, ως κοινωνία, να υποκριθούμε ότι δεν υπάρχουν; Είναι το στίγμα τόσο ισχυρό που αντί να το αντιμετωπίσουμε προτιμούμε να το εξαφανίσουμε;

Ο σκηνοθέτης μας απαντά:

Γιατί επιλέξατε τις φυλακές Τρικάλων; Τι σας κέντρισε το ενδιαφέρον;

Η παλιά φυλακή ήταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κτίρια της πόλης των Τρικάλων,  βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της και είναι χτισμένη δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου και το οθωμανικό τζαμί του Οσμάν Σαχ. Πολλές γενιές  μεγάλωσαν με την παρουσία της και για κάθε Τρικαλινό σημαίνει πράγματα. Κατάγομαι κι εγώ από τα Τρίκαλα και θυμάμαι  μικρός να περνάω  έξω από τη φυλακή και να βλέπω τους κρατούμενους κρεμασμένους στα παράθυρα να κοιτάζουν  έξω.  Ή πιο συγκλονιστική όμως εικόνα ήταν την Μεγάλη Εβδομάδα κατά την περιφορά του Επιταφίου. Δεκάδες  κρατούμενοι σκαρφαλωμένοι στα παράθυρα της φυλακής κρατώντας αναμμένες λαμπάδες ακολουθούσαν νοερά την περιφορά του Επιταφίου.

Ο τίτλος μας παραπέμπει στο «Σιωπηλό Μάρτυρα» του Χίτσκοκ. Υπάρχει κάποια σύνδεση και πώς καταλήξατε σε αυτόν;

Η παραπομπή δεν έγινε σκόπιμα και η σύνδεση είναι εξ’ ολοκλήρου συμπτωματική. Ψάχναμε έναν τίτλο που να εμπεριέχει τον βασικό χαρακτήρα της ταινίας, το κτίριο της φυλακής δηλαδή και να αποδίδει το βασικό σκεπτικό. Η συνεργάτιδά μου στο σενάριο, Γλυκερία Πατραμάνη, μου τον πρότεινε και τον βρήκα πολύ εύστοχο. Το μόνο πρόβλημα ήταν η ταινία του… Χίτσκοκ!  Παρηγορηθήκαμε από το γεγονός πως ο πρωτότυπος τίτλος της αριστουργηματικής αυτής ταινίας είναι Rear window κι όχι Silent witness. Απ’ την άλλη, είπαμε “γιατί όχι;”.

Δυσκολίες και προκλήσεις στην έρευνά σας;

Στο στάδιο της έρευνας ήμασταν πολύ τυχεροί, γιατί ένα από τα πρόσωπα του ντοκιμαντέρ, η κ. Μαρούλα Κλιάφα, είχε στο παρελθόν ασχοληθεί, σε βάθος, με την ιστορία της φυλακής, μας διέθεσε γενναιόδωρα όλο το υλικό που είχε στην διάθεσή της και είχαμε την καθοδήγησή της.

Φτάνοντας στα πρόσωπα-πρωταγωνιστές, βλέπουμε ότι περιγράφεται όχι μόνο η ιστορία της φυλακής αλλά και η νεότερη ιστορία της χώρας μέσα από τις αφηγήσεις και τις εμπειρίες τους. Πώς επιλέχθηκαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα; Υπήρξαν δυσκολίες στο να τους/τις προσεγγίσετε;

Ψάχναμε άτομα που η ζωή τους να έχει καθοριστεί από τη φυλακή. Είτε ως έγκλειστοι είτε ως εργαζόμενοι.  Το δύσκολο δεν ήταν τόσο να τους βρούμε, γιατί η πόλη είναι μικρή,  όσο να πείσουμε αυτούς τους ανθρώπους να μας εμπιστευτούν και να μοιραστούν μαζί μας τις αναμνήσεις τους. Επίσης έπρεπε να κάνουμε τις σωστές επιλογές και τα πρόσωπα αυτά να “λειτουργήσουν” στην οθόνη. Κι εκεί όμως σταθήκαμε τυχεροί, γιατί όλοι τους είναι όχι μόνον πολύ ενδιαφέροντες άνθρωποι αλλά και ιδιαίτερα “κινηματογραφικοί”.

Από όσο γνωρίζω ζητήσατε να μην μπουν στο χώρο της φυλακής πριν από τα γυρίσματα. Υπήρξε συναισθηματική φόρτιση;

Ναι, πόνταρα πολύ σ’ αυτό και αποδείχθηκε σωστό. Υπήρξε συναισθηματική φόρτιση, το κτίριο τούς γέμισε αναμνήσεις και συναισθήματα και αυτό καταγράφηκε από την κάμερα.

Έχοντας επιλέξει πρόσωπα με διαφορετικούς ρόλους μέσα στο χώρο, όπως κρατούμενους, σωφρονιστικό υπάλληλο, τον Δ/ντη, την καθηγήτρια, την ερευνήτρια, βλέπουμε τη διαφορά στο πως βίωσαν τη σχέση τους με τη φυλακή. Ποια σχέση αποδείχτηκε πιο δυνατή;

Νομίζω πως τα βιώματα όλων έχουν την ίδια αξία. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως η σχέση ενός έγκλειστου με την φυλακή είναι εντελώς διαφορετική με αυτή του εργαζόμενου. Γιατί ο εργαζόμενος στο τέλος της βάρδιας του φεύγει από τη φυλακή και επιστρέφει στο σπίτι και την οικογένεια του. Βέβαια την “κουβαλάει” μαζί του αλλά σίγουρα δεν είναι το ίδιο με έναν έγκλειστο που δεν έχει καν αυτή την δυνατότητα, να φεύγει.

Είχατε διαφορετική αντιμετώπιση απέναντι στον ποινικό κρατούμενο σε σχέση με τους πολιτικούς κρατούμενους;

Όχι, τους αντιμετώπισα ισότιμα. Δεν με ενδιέφεραν τόσο οι λόγοι που μπήκαν φυλακή όσο η εμπειρία και οι αναμνήσεις τους από το συγκεκριμένο κτίριο.

Υπήρξε υλικό που δεν χρησιμοποιήθηκε και με ποιο κριτήριο επιλέχτηκε;

Υπήρχε ένα ακόμη πρόσωπο που τελικά “κόπηκε” στο μοντάζ. Ήταν ο τελευταίος ιερέας της φυλακής. Δυστυχώς, όμως, ήταν ο μόνος που δεν θέλησε να μοιραστεί μαζί μας την αλήθεια του και με μεγάλη μας λύπη έπρεπε να τον βγάλουμε.

Τελικά, ποια τα συμπεράσματα σας από τη διαχείριση της ιστορικής μνήμης στην περίπτωση της φυλακής; Αδιαφορία ή ενοχλεί τόσο πολύ ο «εγκλεισμός» ως κακώς κείμενο;

Νομίζω πως είναι το τελευταίο. Δεν έχουμε ωριμάσει ακόμη ως κοινωνία και δεν μπορούμε να αποδεχθούμε αυτό που είμαστε. Έτσι προτιμούμε να αποσιωπούμε ή ακόμη και να “θάβουμε” τις ανεπιθύμητες πλευρές μας. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για μια φυλακή στο κέντρο της πόλης μας.

Ο «Σιωπηλός μάρτυρας» είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό και απέσπασε το Βραβείο σκηνοθεσίας και το Βραβείο μουσικής στο 10ο φεστιβάλ ελληνικού ντοκιμαντέρ Χαλκίδας. Το επόμενο βήμα;

Το επόμενο βήμα είναι μια ταινία μεγάλου μήκους, η οποία έχει τον προσωρινό τίτλο “Κοίλα”. Είναι ένα κοινωνικό δράμα, το οποίο εκτυλίσσεται στη Θράκη, σε ένα χωριό κοντά στον Έβρο. Αν όλα πάνε καλά, τα γυρίσματα θα ξεκινήσουν τον επόμενο χειμώνα.