ΤΕΥΧΟΣ #13 ΙΟΥΛΙΟΣ 2020

"Ο τοξικοεξαρτημένος είναι φορέας της οδύνης του κόσμου ολόκληρου και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται πάνω απ’ όλα με σεβασμό".

Κατερίνα Μάτσα
Συνέντευξη στις Δέσποινα Τζάνη & Βαρβάρα Βαγιανού

Η αλήθεια είναι ότι μπορεί κανείς να πει πολλά για να παρουσιάσει το έργο και τη συμβολή της στο θέμα των εξαρτήσεων: από την ίδρυση και εξέλιξη του 18 ΑΝΩ στα τέλη της δεκαετίας του ’80, την έκδοση του επιστημονικού περιοδικού «Τετράδια Ψυχιατρικής», μέχρι τη συγγραφή πολλών βιβλίων σχετικά με τα ναρκωτικά και τις εξαρτήσεις (το τελευταίο εκδόθηκε το 2017 με τίτλο «Παρίες ανάμεσα στους παρίες»), αλλά και τον διαρκή αγώνα για τα δικαιώματα των τοξικομανών στην απεξάρτηση, την επανένταξη, την ανθρώπινη αντιμετώπιση, τη ζωή. Όποιος έχει ασχοληθεί με το ζήτημα των ναρκωτικών στη χώρα μας, είτε επιστημονικά, είτε επαγγελματικά, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα έχει συναντήσει το όνομα της και θα του είναι γνώριμη η δράση της. Ο λόγος, λοιπόν, για την Κατερίνα Μάτσα, που έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε στο 13ο τευχος του CrimeTimes σε μία συζήτηση με τη Δέσποινα Τζανη και τη Βαρβάρα Βαγιανού για την ουσιοεξάρτηση στην Ελλάδα του σήμερα, την πολιτική που ακολουθείται, το μέλλον των στεγνών προγραμμάτων και φυσικά το πώς ο κορονοϊός ήταν «μια μοναδική ευκαιρία να προσεγγίσουμε τους τοξικομανείς» που, όμως, την χάσαμε.

Η πρώτη ερώτησή μας είναι πολύ βασική και αφορά τις πολλαπλές ονομασίες που χρησιμοποιούνται από επιστήμονες, δημοσιογράφους, εκπροσώπους του επίσημου κοινωνικού ελέγχου για να αναφερθούν στην εξάρτηση (addiction) από τα ναρκωτικά: oυσιοεξάρτηση/ουσιοεξαρτημένος, τοξικοεξάρτηση/τοξικοεξαρτημένος, τοξικομανία/τοξικομανής. Εσείς επιλέγετε την «τοξικομανία», μια λέξη που από πολλούς θεωρείται στιγματιστική. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τους λόγους της επιλογής σας;

Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση και πραγματικά αναρωτιέται κανείς πώς ένας άνθρωπος που δίνει μάχη απέναντι στο στίγμα του τοξικομανή, χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο που στιγματίζει γενικώς. Εγώ τον επιλέγω για να αναδείξω την ιστορική διάσταση του φαινομένου, καθώς η «τοξικομανία» ξεκίνησε να χρησιμοποιείται το 19ο αιώνα, συνδυάζοντας την ψυχιατρική με τη νομική επιστήμη. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης υποδηλώνει τη διπλή αυτή διάσταση: «νόσος», «μανία από τοξικόν» και ταυτόχρονα «παραβατικός», που εμπίπτει δηλαδή στη δικαιοδοσία του νόμου.

Παρόλο που ο όρος έχει μία ευρύτητα σημασιών, η χρήση του αποβλέπει στο να κάνει σαφές πως πρόκειται για ένα φαινόμενο πολύπλοκο και πολυπαραγοντικό. Σαφώς, οι ψυχοδραστικές ουσίες επηρεάζουν τις ψυχικές και σωματικές λειτουργίες του χρήστη, όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Η τοξικομανία αγκαλιάζει όλες τις παραμέτρους της ανθρώπινης ύπαρξης και θα πρέπει να ιδωθεί σαν ένα φαινόμενο της νεωτερικότητας, που εκφράζει την κρίση της κοινωνίας και του πολιτισμού. Βέβαια, ανάλογα με το πλαίσιο μπορεί να χρησιμοποιήσω και τον όρο «τοξικοεξαρτημένος», γιατί όντως εάν δεν γίνει αυτή η διευκρίνιση, ο όρος «τοξικομανής» χρησιμοποιείται απαξιωτικά γι’ αυτούς τους ανθρώπους.

Όσοι ασχολούμαστε με τους εξαρτημένους σε κλινικό επίπεδο χρησιμοποιούμε κι έναν ακόμη όρο: «αντίξων».  Η λέξη αυτή προέρχεται από το λατινικό “anticcere”, που κατά τον 15ο και 16ο αιώνα σήμαινε  την υποδούλωση ενός ατόμου σε κάποιον άλλο λόγω χρεών. Η ψυχαναλύτρια Joyce Mac Dougall εισήγαγε αυτόν τον όρο στην Γαλλία τη δεκαετία του 70’ για να δείξει την απόλυτη υποδούλωση του ανθρώπου στις ουσίες. Μπορεί στην αρχή η δοκιμή να γίνεται για ευχαρίστηση αλλά, όταν εγκατασταθεί η εξάρτηση, μετατρέπεται σ’ έναν τυραννικό καταναγκασμό. Παράλληλα, τονίζει ότι η σχέση του ατόμου με τις ουσίες δεν δημιουργείται τυχαία, αλλά συμβαίνει σ’ ένα –καθοριστικής σημασίας– κοινωνικό πλαίσιο.

To κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσεται αυτή η σχέση με τις ουσίες μας φέρνει στην επόμενη ερώτηση, καθώς έχετε υποστηρίξει πως η εξάρτηση αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τι ακριβώς σημαίνει αυτό, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο;

H ουσιοεξάρτηση είναι πολυδιάστατη. Έχει διάσταση οικονομική, καθώς το εμπόριο ναρκωτικών είναι το πιο επικερδές. Έχει διάσταση πολιτιστική, γιατί αφορά έναν πολιτισμό παρακμής. Έχει διάσταση κοινωνική, γιατί εκφράζει την κρίση της κοινωνίας και της δυσλειτουργικής οικογένειας. Έχει διάσταση ψυχολογική, καθώς το ψυχολογικό υπόβαθρο του εξαρτημένου είναι ευάλωτο και με πάρα πολλά εσωτερικά ελλείμματα. Υπάρχει όμως, και η διάσταση των κοινωνικών αναπαραστάσεων, δηλαδή το πως η κοινωνία αντιμετωπίζει τις ουσίες, κάτι που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τη σχέση που θα αναπτύξει ένα νέο άτομο μ’ αυτές, όταν θα έρθει για πρώτη φορά σ’ επαφή μαζί τους.

Ένας άνθρωπος, συνήθως στην αρχή της εφηβείας του, συναντιέται με τις ουσίες και προσπαθεί εκεί να βρει αυτά που του λείπουν από τη μίζερη καθημερινότητά του. Μέσα από αυτή τη σχέση βλέπει ένα περιθώριο που του ασκεί μία έλξη, γιατί αισθάνεται έτσι κι αλλιώς αποκομμένος από όλους, χωρίς καμία ουσιαστική σχέση, καμία επικοινωνία με τα μέλη της οικογένειας του, αλλά ούτε και με την υπόλοιπη κοινωνία.

Ως τοξικομανής αποκτά αυτό που του έλειπε, μια νέα ταυτότητα και την αίσθηση πως ανήκει κάπου, ακόμη κι αν αυτό είναι το κοινωνικό περιθώριο

Ως τοξικομανής αποκτά αυτό που του έλειπε, μια νέα ταυτότητα και την αίσθηση πως ανήκει κάπου, ακόμη κι αν αυτό είναι το κοινωνικό περιθώριο. Εκεί ονειρεύεται, ελπίζει –ίσως και ασυνείδητα– ότι θα κάνει ουσιαστικές σχέσεις με ανθρώπους σαν κι αυτόν. Όμως, στον κόσμο της τοξικομανίας θα ανακαλύψει αρνητικά στοιχεία, πολλά από τα οποία τον έκαναν να απορρίψει πρώτα την ευρύτερη κοινωνία: καταναλωτισμός, απανθρωπιά, εγωκεντρισμός. Ο τοξικομανής δεν θα δώσει τη δόση του ούτε στον αδερφό του, γιατί την έχει ανάγκη και θα χειριστεί τους πάντες με όποιο τρόπο μπορεί, ακόμη και τη μάνα του.

Βέβαια, πρέπει να τονίσουμε πως όποιος συναντηθεί με τις ουσίες δεν γίνεται και τοξικομανής. Πολλά παιδιά κάνουν χρήση στην εφηβεία και το κόβουν μετά. Για κάποια παιδιά, όμως αυτή η συνάντηση νοηματοδοτείται με τέτοιο τρόπο που καθορίζει τη ζωή τους και την ταυτότητά τους. Με αυτήν την έννοια είναι και κοινωνικό  πρόβλημα. Αν δεν το δούμε ως τέτοιο, τότε θα το θεωρούμε μονάχα ασθένεια. Το ζητούμενο όμως δεν είναι απλώς να πάψει να παίρνει ναρκωτικά, αλλά να βοηθήσουμε τον άνθρωπο να βρει μια θέση μέσα στην κοινωνία που να δίνει νόημα στη ζωή του, ώστε να σταματήσει να την νοηματοδοτεί μέσα από τα ναρκωτικά.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 η Μονάδα 18 ΑΝΩ έπαψε να δέχεται περιστατικά κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας και ταυτοχρόνως υιοθέτησε ως μέθοδο θεραπευτικής αντιμετώπισης της εξάρτησης, την ψυχοθεραπεία και την τέχνη-θεραπεία. Ποιοι λόγοι οδήγησαν σε μια διαφορετική προσέγγιση της ουσιοεξάρτησης και πως συνδέεται η περίοδος εκείνη (τέλη του ’80 ιδρύθηκε και το ΚΕΘΕΑ) με την ανάγκη δημιουργίας τέτοιων προγραμμάτων;

Πράγματι, ίδια περίπου εποχή ιδρύθηκαν ΚΕΘΕΑ και 18 ΆΝΩ. Η διαφορά είναι ότι το ΚΕΘΕΑ πήρε μεγαλύτερη δημοσιότητα για λόγους που είχαν να κάνουν με την πολιτική της εποχής. Από την άλλη, το 18 ΑΝΩ κατάφερε να γίνει γνωστό από τους ίδιους τους τοξικομανείς, οι οποίοι έχοντας περάσει με επιτυχία από το πρόγραμμα, μας έστελναν κι άλλους ανθρώπους από την πιάτσα.

Πολλοί μας μάχονταν και προσπάθησαν να ταυτίσουν τη δομή με τον ψυχιατρικό εγκλεισμό. Αντιθέτως όμως, η ομάδα που φτιάξαμε τότε αποτελούνταν από ψυχιάτρους, ψυχολόγους και νοσηλευτές, που αγωνίζονταν ενάντια στην βαρβαρότητα του ψυχιατρικού ασύλου. Εντάσσεται σε μια γενικότερη προσπάθεια αποασυλοποίησης και δημιουργίας νέων δομών για τους ανθρώπους που τη δεκαετία του 80’ στρέφονταν μαζικά στην ηρωίνη, βλέποντας τις προσδοκίες τους για κοινωνική αλλαγή να διαψεύδονται.

Παράλληλα, εκείνη την περίοδο το 18 ΆΝΩ έβαλε στόχο να διαφοροποιηθεί από το ψυχιατρικό νοσοκομείο και να περάσει στην κοινωνία την άποψη ότι ο εξαρτημένος δεν ήταν ο «μη δυνάμενος», όπως τον αποκαλούσε ο νόμος της εποχής, αλλά μπορούσε ο ίδιος να αποφασίσει για το πρόγραμμα που ήθελε να ακολουθήσει. Αυτό προϋπέθετε την ανεξαρτητοποίηση της δομής από το ψυχιατρείο, γιατί μέχρι το 1987 οι εισαγωγές γινόντουσαν, συνήθως, ύστερα από απόφαση εισαγγελέα. Δηλαδή προσέφευγε η αστυνομία ή η οικογένεια κάποιου εξαρτημένου και όλη η διαδικασία γινόταν παρά τη θέλησή του. Όλη η μάχη δόθηκε για να μπορεί να αποφασίζει ο ίδιος κι έτσι δημιουργήθηκε ένας συμβουλευτικός σταθμός, στον οποίο θα υπέγραφε συμβόλαιο με το πρόγραμμα που ήθελε να ακολουθήσει με την δέσμευση να μείνει μέχρι τέλους, να πιστέψει σε αυτό και να δώσει τον εαυτό του, όχι απλά για να μείνει καθαρός, αλλά για να κάνει τις αλλαγές του.

Η νομοθεσία της χώρας μας σχετικά με την ουσιοεξάρτηση συγκεντρώνεται στο Ν 4139/13. Εφαρμόζει την προσέγγιση της αντιμετώπισης της ουσιοεξάρτησης ως κοινωνικό φαινόμενο ή προσανατολίζεται σ’ ένα περισσότερο θεραπευτικό μοντέλο;

Η επίσημη πολιτική για τα ναρκωτικά αντιμετωπίζει την τοξικομανία σαν μια χρόνια, ανίατη νόσο του εγκεφάλου. Παράλληλα, στα πλαίσια μιας  νεοφιλελεύθερης πολιτικής, το πρόβλημα γίνεται αντιληπτό ως ατομικό, στη λογική του “αυτός φταίει που είναι άρρωστος, δεν φταίω εγώ”. Αυτό όχι μόνο απενοχοποιεί την κοινωνία, αλλά προσθέτει στους εξαρτημένους και το στίγμα της αρρώστιας.

Η παραπάνω αντίληψη έχει ακόμη μία προέκταση: από τη στιγμή που η τοξικομανία είναι αρρώστια, τότε χρειάζεται και φάρμακο. Εδώ, λοιπόν, έρχονται τα υποκατάστατα, που στην πραγματικότητα δεν είναι θεραπεία, αλλά συντήρηση της εξάρτησης.

Οι τοξικομανείς σήμερα είναι πολυ-τοξικομανείς, δηλαδή παίρνουν ό,τι βρουν. Στην εποχή μας διαδεδομένα είναι τα λεγόμενα “ναρκωτικά της κρίσης”, όπως Shisa και τάι, που είναι πολύ τοξικά αλλά φθηνά και εύκολα προσβάσιμα. Επομένως, άνθρωποι που έχουν μάθει να λειτουργούν μέσα από τις ουσίες δεν θα αρκεστούν στο νόμιμο υποκατάστατο, αλλά θα συμπληρώσουν τη δράση του με άλλες ουσίες, γιατί αυτό σημαίνει εξάρτηση. Παρατηρείται έτσι, μια παράλληλη χρήση ανάμεσα σε νόμιμα και παράνομα ναρκωτικά.

Όμως, η λύση των υποκατάστατων έχει επικρατήσει και ως η φθηνότερη, σε αντίθεση με τα στεγνά προγράμματα που κοστίζουν. Βέβαια, στην Ελλάδα ο ΟΚΑΝΑ διαθέτει έναν τεράστιο προϋπολογισμό, γιατί τα υποκατάστατα εδώ κοστίζουν πολύ και αυτό ευνοεί οικονομικά τις φαρμακοβιομηχανίες. Η επιβολή ωστόσο, της πολιτικής της μείωσης της βλάβης στην πραγματικότητα παραγκωνίζει την ουσιαστική απεξάρτηση.

Σαφώς, είναι αναφαίρετο δικαίωμα του ίδιου του εξαρτημένου να επιλέξει τον τρόπο που θα αντιμετωπίσει το πρόβλημά του. Γι’ αυτό το λόγο, θα πρέπει να υπάρχει όλο το φάσμα των θεραπευτικών δυνατοτήτων. Θεραπεία σημαίνει απεξάρτηση. Τα υποκατάστατα συντηρούν την εξάρτηση, την αναπαράγουν σε πιο ευρεία κλίμακα και η σύγχυση που δημιουργείται δεν είναι καθόλου τυχαία.

Τα στεγνά προγράμματα είναι λίγα. Για παράδειγμα, το 18 Άνω υπάρχει μόνο στην Αττική, ενώ το ΚΕΘΕΑ που είχε δομές σε όλη την Ελλάδα, θα αρχίσει σε λίγο να συρρικνώνεται. Αυτό θα συμβεί, γιατί το Νοέμβρη του περασμένου έτους, η κυβέρνηση με μία Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου κατήργησε την εκλεγμένη διοίκηση του ΚΕΘΕΑ και διόρισε ένα νέο ΔΣ που καθορίζει την πολιτική της δομής. Εκτιμώ, λοιπόν, πως τα στεγνά προγράμματα που διαθέτει θα πάψουν να λειτουργούν, όπως λειτουργούσαν μέχρι τώρα και κατ’ επέκταση οι εξαρτημένοι θα οδηγηθούν στα υποκατάστατα.

Επομένως, αυτό που συνέβη με το ΚΕΘΕΑ θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν μια οργανωμένη προσπάθεια σταδιακής κατάργησης των στεγνών προγραμμάτων γενικότερα;

Βεβαίως και αφορούσε όλα τα στεγνά προγράμματα. Η δική μου συμμετοχή σε αυτήν την κινητοποίηση για την υπεράσπιση του ΚΕΘΕΑ είχε και αυτόν τον χαρακτήρα, ότι δηλαδή υπερασπιζόμαστε τη δημόσια δωρεάν απεξάρτηση με στεγνά προγράμματα.

Ανάμεσα στις πρόσφατες αλλαγές γύρω από το ζήτημα των ναρκωτικών, είναι και η ρύθμιση για τους Χώρους Εποπτευόμενης Χρήσης (ΧΕΧ), η οποία ανήκει σαφώς στο πλαίσιο μιας πολιτικής μείωσης της βλάβης. Ποια είναι η δική σας τοποθέτηση; Αποτελεί ένα μέτρο που μπορεί να εφαρμοστεί με σωστές προδιαγραφές στη χώρα μας;

Δεν έχει εφαρμοστεί αυτό το μέτρο και προσωπικά δεν πιστεύω ότι είναι εύκολο να εφαρμοστεί. Το μέτρο αυτό ψηφίστηκε ήδη από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν τις εκλογές και δεν ήταν τυχαίο. Κατά τη γνώμη μου, αυτό συνέβη κάτω από την πίεση ορισμένων κύκλων και στην πράξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ.

Πρώτα απ’ όλα, οι ΧΕΧ, οι οποίοι προβλήθηκαν πάρα πολύ από τους λεγόμενους ριζοσπαστικούς κύκλους και νομίζω προβάλλονται ακόμα, αφορούν μόνο μία κατηγορία εξαρτημένων κι αυτοί είναι οι ενδοφλέβιοι χρήστες. Τι γίνεται όμως, με όσους παίρνουν από τη μύτη και το στόμα; Όπως δείχνουν τα στοιχεία που δημοσιεύει κάθε χρόνο το 18 Άνω και το ΚΕΘΕΑ, όσοι κάνουν ενδοφλέβια χρήση ηρωίνης είναι λίγοι.

Έπειτα, υπάρχει κι ένας άλλος προβληματισμός. Τα ναρκωτικά είναι παράνομες ουσίες, ενώ αυτοί οι χώροι είναι νόμιμοι. Μπαίνει, λοιπόν, ο τοξικομανής, έχοντας στην τσέπη του ένα παράνομο ναρκωτικό και κάνει την ενδοφλέβια χρήση, ενώ τον επιτηρούν, ώστε να μην πάθει overdose εκεί. Ύστερα βγαίνει έξω, πάει να πάρει και όλες τις άλλες ουσίες, τις οποίες συνήθως συνδυάζει και τα αποτελέσματα μπορεί να είναι μοιραία, αλλά αυτή τη φορά έξω από εκείνον τον χώρο. Όταν μιλάει κανείς για τοξικομανία, μην έχει την αυταπάτη ότι σώζει τον άνθρωπο με το να στέκεται δίπλα του στην ενδοφλέβια χρήση.

Επιπλέον, μπαίνοντας εκεί, ο τοξικομανής θα πρέπει να δώσει τα στοιχεία του και να καταγράφεται, ώστε να γίνεται αξιολόγηση. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς όμως, για να μην πω όλοι, έχουν νομικές εκκρεμότητες. Εγείρεται εύλογα το ερώτημα του τι θα συμβεί, εάν για παράδειγμα από τα στοιχεία του ανακαλυφθεί ότι έχει ένταλμα σύλληψης σε βάρος του. Ακόμα κι αν αφαιρεθεί αυτό το στοιχείο, που κατά τη γνώμη μου δεν θα αφαιρεθεί, γιατί θέλουν μέσω της αξιολόγησης να εμφανίσουν έργο, παραμένει ένα μέσο, το οποίο δεν μπορεί να βοηθήσει όλους τους εξαρτημένους, αλλά  αφορά μόνο τους ενδοφλέβιους χρήστες.

Ο χώρος που θα λειτουργήσει ως ΧΕΧ έχει βρεθεί και είναι στον ΟΚΑΝΑ, ένα μέρος που πήγαιναν εξαρτημένοι από τις γύρω πιάτσες, προκειμένου να κάνουν ένα μπάνιο ή να φάνε κάτι. Στο στέκι αυτό υπάρχουν θεραπευτές που αγαπούν πολύ αυτό που κάνουν, είναι κοντά σ’ αυτά τα παιδιά και μπορεί και να τους πείσουν να απευθυνθούν σε κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης.

Τώρα το στέκι αλλάζει χρήση, όμως δεν υπάρχει προσωπικό. Φτιάξανε, δηλαδή, μια δομή και δεν προβλέψανε ούτε ιατρικό ούτε νοσηλευτικό προσωπικό, οπότε μέχρι σήμερα δεν λειτουργεί. Βέβαια, δεν θα έχουν τον ενδοιασμό, κατά τη γνώμη μου, αν κρίνω από άλλα παραδείγματα, να αποσπάσουν από άλλες δομές του ΟΚΑΝΑ ορισμένους και να τους πάνε εκεί, ώστε να φανεί ότι το λειτουργούν.

Είχε λειτουργήσει ξανά για κάποιους μήνες το 2013. Τι συνέβη και δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια;

Ναι,  είχε λειτουργήσει μια εποχή που ήταν πρόεδρος του ΟΚΑΝΑ η Μένη Μαλλιώρη. Υπήρχε ωστόσο το παράδοξο, που παραμένει ακόμη παράδοξο, ότι όσοι δούλευαν μέσα ήταν παράνομοι. Αυτό συνέβη, γιατί βρίσκονταν να εμπλέκονται σε μια κατάσταση που διαχειρίζονταν παράνομες ουσίες και δεν καλύπτονταν από τον νόμο.

Τότε υπήρχαν ορισμένες περιπτώσεις overdose, που αντιμετωπίστηκαν και μάλιστα τις επικαλούνταν οι υπέρμαχοι του μέτρου, λέγοντας πως έσωσαν εξαρτημένους. Δεν το αμφισβητώ αυτό, μπορεί πράγματι να το έκαναν, αλλά δεν μιλούν για τις υπόλοιπες ζωές που χάθηκαν έξω από εκείνους τους χώρους.

Από μόνο του, λοιπόν, το μέτρο δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι κακό. Μήπως το ζήτημα έγκειται περισσότερο στο γεγονός πως δεν εντάσσεται σε μια ενιαία πολιτική;

Ακριβώς αυτό. Δεν μπορείς να μιλάς για τις εξαρτήσεις γενικώς, αλλά να μην σχεδιάζεις κεντρικά μια πολιτική πρόληψης του προβλήματος. Δεν υπάρχει καμία πολιτική ούτε στον τομέα της πρόληψης, ούτε της κοινωνικής επανένταξης. Αυτό, λοιπόν, δείχνει ότι αυτά τα παιδιά είναι βάρος για την κοινωνία και δεν σκοπεύει να τα εντάξει. Δεν θέλει να τα εντάξει.

Ανάμεσα στους εξαρτημένους, υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό στους οποίους συνυπάρχει η εξάρτηση με ψυχική διαταραχή. Αυτοί, όπως λέω και στο βιβλίο μου το τελευταίο, είναι οι «παρίες» της κοινωνίας. Δεν τους θέλει, το δείχνει πάρα πολύ καθαρά.  Το πρόβλημα είναι πως όλο και περισσότερα παιδιά, ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία κι αυτό κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη μιας κεντρικά σχεδιασμένης πολιτικής, που θα τους βοηθήσει να απεξαρτηθούν, να επανενταχθούν στην κοινωνία, να βρουν ένα σπίτι, μια δουλειά και προπαντός να μην στιγματίζονται.

Κορονοϊός και ουσιοεξάρτηση: Την περίοδο της καραντίνας, το σύνθημα που υπήρχε παντού ήταν το «Μένουμε σπίτι» και «πλένουμε τα χέρια μας». Τι γίνεται όμως με όσους δεν είχαν σπίτι για να μείνουν ή πρόσβαση σε καθαρό νερό και σαπούνι; Πώς αντιμετωπίζει η πολιτεία τις πιο ευάλωτες ομάδες;

Η πανδημία ανέδειξε αυτό το τεράστιο πρόβλημα της κοινωνικής αδιαφορίας απέναντι στον τρόπο ζωής των εξαρτημένων. Πέρασαν πάρα πολύ δύσκολα αυτό το διάστημα, γιατί δεν είχαν πού να πάνε και βέβαια δεν είχαν κανένα τρόπο να εξασφαλίσουν τη δόση τους.

Βέβαια, τις μέρες εκείνες ο Δήμος Αθηναίων εγκαινίασε έναν ξενώνα στο κέντρο της Αθήνας για τους τοξικομανείς. Δεν ξέρω εάν έχουν πάει πολλοί, αλλά έχω ακούσει ότι δεν ανταποκρίνονται, γιατί ο άνθρωπος ζει μέσα και δια μέσω της ουσίας, βάζει σε τελευταία μοίρα όσα για εμάς έχουν σημασία, όπως είναι η στέγη και η διατροφή.

Στην πραγματικότητα, οι δυο περασμένοι μήνες ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να προσελκυστούν αυτοί οι άνθρωποι σε προγράμματα απεξάρτησης. Υπήρχαν ορισμένοι που είχαν ολοκληρώσει παλαιότερα κάποιο πρόγραμμα, είχαν υποτροπιάσει και λόγω της καραντίνας φοβήθηκαν και σταμάτησαν τη χρήση. Από αυτό το στάδιο μέχρι την απεξάρτηση υπάρχει μια απόσταση και για να την διανύσει κανείς χρειάζονται προϋποθέσεις, οι οποίες δεν υπήρξαν. Έπρεπε να υπάρχουν ομάδες θεραπευτών που θα κάνουν οργανωμένες εξορμήσεις και θα τους προσεγγίζουν. Αντί γι’ αυτό δημιουργήθηκε ο ξενώνας στην Ομόνοια.

Υπήρχαν, βέβαια, ομάδες streetwork που τους μοίραζαν ορισμένα απαραίτητα αγαθά, όπως φαγητό και νερό.

Φυσικά! Το streetwork είναι πολύ σημαντικό μέτρο, γιατί κατά βάση οι άνθρωποι που δουλεύουν σε αυτό έχουν περάσει οι ίδιοι από τα ναρκωτικά κι έχουν απεξαρτηθεί. Έτσι, αγαπούν τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνονται και οι περισσότεροι το κάνουν με μεράκι. Πρόκειται, όμως, για ομάδες υποστελεχωμένες. Μάλιστα, φρόντισαν από αυτές να πάρουν κάποιους θεραπευτές για να εργαστούν στον ξενώνα.

Αλλά το έργο των ομάδων αυτών είναι δύσκολο και χρειάζεται καλή στελέχωση. Δεν αντέχει κανείς να περπατάει τη νύχτα σε όλες τις πιάτσες και να δίνει την ψυχή του σε ανθρώπους, οι οποίοι είναι υπό την επήρεια της χρήσης, με την ελπίδα να πιάσουν μια, μικρή έστω, επαφή μαζί τους. Γι’ αυτό λέω ότι δεν υπάρχει καμία κεντρικά σχεδιασμένη πολιτική για τα ναρκωτικά, που να δίνει έμφαση σε αυτόν τον παράγοντα.

Μάλιστα, η εικόνα του περιθωριοποιημένου-εξαρτημένου, όταν περνάμε περιόδους κρίσης όπως τώρα, δύναται να ενταθεί ακόμη περισσότερο.

Είναι άνθρωποι, οι οποίοι υποφέρουν ψυχικά πιο πολύ απ’ όλους και κανείς δεν δίνει σημασία σε αυτόν τον πόνο.

Είναι άνθρωποι, οι οποίοι υποφέρουν ψυχικά πιο πολύ απ’ όλους και κανείς δεν δίνει σημασία σε αυτόν τον πόνο. Όλοι βλέπουν την εξωτερική εμφάνιση, τον άνθρωπο που είναι σκιά, που είναι βρώμικος, που μπορεί να είναι επιθετικός, ψάχνοντας τη δόση του και που πραγματικά του γυρίζεις την πλάτη. Δεν βλέπουν ότι αυτός ο άνθρωπος έχει συσσωρεύσει μέσα του πολύ πόνο, έχει χάσει πολλούς ανθρώπους που δεν μπόρεσε να τους πενθήσει κι αισθάνεται όχι μόνο ότι δεν ανήκει πουθενά, αλλά ότι είναι και αντικείμενο αποστροφής. Αυτό πολλές φορές τον οδηγεί και σε πράξεις αυτοκαταστροφής.

Απ’ όσα μας λέτε φαίνεται ότι κάθε άλλο πάρα ως κοινωνικό φαινόμενο αντιμετωπίζουμε την τοξικομανία σήμερα. Αν δεχτούμε την κοινωνική της διάσταση, θα πρέπει να οργανώσουμε και τη διαδικασία της απεξάρτησης μ’ αυτό τον προσανατολισμό. Σε μία τέτοια διαδικασία μπορούμε να πούμε πως υπάρχουν τρία μέρη: o εξαρτημένος, η θεραπευτική κοινότητα και η πολιτεία. Ποιος είναι ο ρόλος του καθενός;

Θα πρέπει να ξεκινήσω από το ρόλο της πολιτείας, που είναι κυρίως να φροντίσει για την πρόληψη, πριν ακόμη φτάσουμε στην εγκατάσταση της εξάρτησης. Χρειάζεται να υπάρχουν προγράμματα που θα ανοίγουν δρόμους και θα δίνουν ευκαιρίες στους ανθρώπους, γιατί μέσα από τα αδιέξοδα κάνει κανείς την επιλογή των ουσιών.  Πολλοί λένε «το παιδί αυτό ήθελε και πήρε ναρκωτικά» και σύμφωνοι, ήταν δική του προσωπική επιλογή, αλλά δεν ήταν ελεύθερη επιλογή. Υπαγορεύτηκε για πάρα πολλούς λόγους και από την κοινωνία. Επομένως, η πρόληψη θα παίξει ρόλο στο να μην κάνει εξαρχής αυτήν την επιλογή. Επίσης, η πολιτεία παίζει κομβικό ρόλο στο θέμα της κοινωνικής επανένταξης. Χρειάζεται να δημιουργήσει και να ενισχύσει προγράμματα απεξάρτησης και όχι συντήρησης της εξάρτησης.

Σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον εξαρτημένο έχει σημασία να δει ότι αυτή η επιλογή δεν έγινε τυχαία, να συνειδητοποιήσει τις αιτίες της εξάρτησής του, να κάνει αλλαγές στις λειτουργίες του, αλλαγές στον τρόπο που βλέπει τον εαυτό του, που βλέπει τον κόσμο, να κάνει σχέσεις με τον κόσμο. Αυτός ο πολύ μοναχικός άνθρωπος έχει ανάγκη να αγαπήσει τον εαυτό του, να βγει από την ανασφάλεια, να αναπτύξει δημιουργικές ικανότητες και να βγει με θάρρος μέσα στην κοινωνία, ώστε να βρει τη θέση του. Όσο περισσότερες δομές και ευκαιρίες έχει φροντίσει η πολιτεία να του παρέχει, τόσο πιο εύκολο θα είναι και για εκείνον να ενταχθεί.

Σε ό,τι αφορά την θεραπευτική δομή, οι θεραπευτές πρέπει να βλέπουν ολιστικά το πρόβλημα και όχι ως αμιγώς ψυχολογικό ή ψυχιατρικό. Όταν οι ίδιοι έχουν ένα ανοιχτό πνεύμα, θα μπορέσουν να αναπτύξουν μια θεραπευτική σχέση με αυτόν τον άνθρωπο και κατ’ επέκταση να τον εντάξουν σε μια ομάδα, γιατί τα προγράμματα λειτουργούν με ομάδες.

Ο άνθρωπος αυτός είναι φορέας της οδύνης του κόσμου ολόκληρου και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται πάνω απ’ όλα με σεβασμό.

Στο 18 Άνω, χρησιμοποιείται ο όρος του Felix Guattari, «αστερισμός ομάδων». Δηλαδή δομούνται πάρα πολλές ομάδες, μέσα από τις οποίες ο θεραπευόμενος θα μπορέσει σιγά σιγά να καλύψει τα ελλείμματα κοινωνικοποίησης που έχουν συσσωρευτεί, με στόχο να αποκτήσει μια στέρεη ψυχοκοινωνική ταυτότητα. Βασική προϋπόθεση ο θεραπευτής να μην τον βλέπει σαν άρρωστο και να μην τον αντιμετωπίζει σαν ψυχιατρικό περιστατικό.

Επίσης, θα ήθελα να επισημάνω και το ρόλο της επιστήμης, η οποία επηρεάζει τον τρόπο που η κοινωνία βλέπει αυτό το πρόβλημα. Παράλληλα, χρειάζεται μια πολύ διαφορετική προσέγγιση από  τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ώστε να απενοχοποιηθεί η οικογένεια που μέχρι τώρα φαίνεται να παίρνει όλη την ευθύνη, ώστε να διαμοιραστεί αυτή σε όλους εμάς. Είμαστε κι εμείς υπεύθυνοι για την επανένταξη τους, χρειάζεται να ενημερωνόμαστε και να ευαισθητοποιούμαστε. Ο άνθρωπος αυτός είναι φορέας της οδύνης του κόσμου ολόκληρου και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται πάνω απ’ όλα με σεβασμό.