ΤΕΥΧΟΣ #10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2019

... ο μύθος της θρησκευτικής βίας αποτελεί αντικείμενο επιστημονικού προβληματισμού;

Δημήτρης Τσιατσιάνης

 

Αντικείμενο της παρούσας ανάλυσης αποτελεί το βιβλίο του καθηγητή θεολογίας, William T.  Cavanaugh, με τίτλο ''Ο μύθος της θρησκευτικής βίας''*.

Ο συγγραφέας εκκινεί με μια κριτική αντιμετώπιση της αναπαραγωγής χαρακτηρισμών εις βάρος της θρησκείας εκ μέρους διαφανών ιστορικών και πολιτικών αναλυτών. H θρησκεία, σύμφωνα με τα λεγόμενα τους είναι απόλυτη, διχαστική και παράλογη. Ο συγγραφέας παρατηρεί πόσο αβασάνιστα προσδίδονται οι χαρακτηρισμοί αυτοί εις βάρος της θρησκείας και όχι τόσο εναντίον άλλων θεσμών-εννοιών, όπως το έθνος, ή οι πολιτικές ιδεολογίες. Εν τέλει, δεν υπάρχει μια σοβαρή, εννοιολογική προσέγγιση της θρησκείας παράλληλα και συγκριτικά με μια αντίστοιχη προσέγγιση άλλων εκκοσμικευμένων φαινομένων ως προαπαιτούμενο μιας αντικειμενικής αξιολόγησης τους.

Το έργο εξελίσσεται με την αμφισβήτηση, μέσω της αναγωγής σε ιστορικά γεγονότα, των ισχυρισμών περί ων η θρησκεία είναι αφενός ένα διαχρονικό και αφετέρου ένα διαπολιτισμικό φαινόμενο. Ειδικότερα, με βάση την παρουσίαση μιας εννοιολογικής εξέλιξης της λέξης ''θρησκεία'' από την αρχαία Ρώμη μέχρι και την περίοδο του Διαφωτισμού, παρατηρείται οτί η λέξη δεν είχε την ίδια γλωσσική χρήση στο βάθος του χρόνου. Αν όμως η γλωσσική χρήση αλλάζει διαχρονικά, ίσως αυτό είναι επιχείρημα οτι το νόημα της λέξη ''θρησκεία'' αλλάζει εξίσου στον βάθος του χρόνου. Ο διαπολιτισμικός χαρακτήρας της θρησκείας επίσης δεν ευσταθεί, διότι για άλλη μια φορά η ιστορία τον διαψεύδει: η θρησκεία συνιστά υπό ιστορικό πρίσμα μια τεχνητή έννοια, παρακολουθηματική της αποικιοκρατίας και ταυτίζεται περισσότερο με το σημερινό ''δόγμα''. Αν η έννοια του δόγματος συνίσταται σε ένα αυστηρά οριοθετημένο σύνολο πεποιθήσεων και διδαχών, η εισαγωγή της λειτούργησε ως μέσο επέμβασης και κοινωνικού ελέγχου των υπό αποικιοκρατικό ζυγό λαών, οι οποίοι είχαν εντάξει τις διδαχές αυτές σε ένα ευρύτερο σύστημα, όπου η πολιτική, οικονομική και πνευματική ζωή συνδέονταν με αξεδιάλυτο τρόπο, χωρίς καποια εννοιολογική αυτονομία.

Στη συνέχεια, ο συγγραφέας προβαίνει στην αναπαραγωγή του μύθου περί των  θρησκευτικών πολέμων που ταλαιπώρησαν την Ευρώπη από τον 15ο έως τον 16ο αιώνα με φυσική κατάληξη τους την σωτήρια δημιουργία του πολιτικού θεσμού του κράτους και αποτολμάει την αποδόμηση του μύθου μέσω στοχευμένων ιστορικών αναγωγών. Η πάγια θέση της δυτικής κοινής γνώμης και της δυτικής πολιτικής φιλοσοφίας είναι ότι οι πόλεμοι μεταξύ των τότε ευρωπαικών επικρατειών είχαν θεολογικά-δογματικά αίτια και ο καθαρός από θρησκευτικές διαστάσεις θεσμός του  κράτους υπήρξε σύμφωνα με το λογικό προιόν του μύθου η ορθολογική λύση στην θρησκευτική πολεμική παράνοια. Παρόλο όμως που ένας πόλεμος, ο οποίος βασίζεται σε δογματικές διαφορές συνίσταται σε πάλη μεταξύ αντίπαλων δογμάτων και συνεργασία με δυνάμεις του ίδιου δόγματος, η ιστορία απέδειξε ουκ ολίγες φορές το αντίστροφο. Επίσης, ακριβολογώντας, οι ιστορικές πηγές υποδεικνύουν ότι τον 15ο αιώνα εμφανίζεται το απολυταρχικό κρατικό μοντέλο, επεκτατικό τόσο προς τα μέσα όσο και προς τα έξω, το οποίο υποκαθίσταται στην εξουσία του κλήρου, με τον μονάρχη να ενσαρκώνει έναν εκπρόσωπο του Θεού επί της Γης, παρά να διαχωρίζει την θρησκευτική από την κοσμική σφαίρα. Οι υπερεξουσίες που αποκτά ο εκάστοτε μονάρχης στην επικράτειά του επιφέρουν έναν ανταγωνισμό εξουσίας σε πολλά επίπεδα σχέσεων, όπως μεταξύ του ιδίου αφενός, και αφετέρου άλλων μοναρχών, του κλήρου, των ευγενών και των κατώτερων ταξικών στρωμάτων . Συμπερασματικά, το κρατικό μοντέλο που εγκαινιάσθηκε τον 15ο αιώνα δεν υπήρξε η  λύση, αλλά αντίθετα η αιτία της θρησκευτικής βίας στην Ευρώπη.

Τέλος, υποδεικνύεται από τον Cavanaugh η χρήση του μύθου των θρησκευτικών πολέμων προς κατοχύρωση επιλογών σε επίπεδο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής εκ μέρους του δυτικού κόσμου και ιδίως των ΗΠΑ. Σε επίπεδο εσωτερικής πολιτικής αναφέρεται η συστηματική επίκληση από τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου του ''τείχους'' μεταξύ θρησκευτικού και κοσμικού, εμπνευσμένη απο τον μύθο και την προώθηση αυτού από τον Jefferson. Η νομολογία προασπίζει την θρησκευτική ελευθερία, προωθεί όμως την υποχώρηση των θρησκευτικών διαφορών και της θρησκευτικής ταυτότητας όταν διακυβεύεται το έθνος. Όταν όμως η θρησκεία υποτάσσεται στο έθνος και το εξυπηρετεί μέσα από θρησκευτικές πρακτικές που προωθούν την εθνική ενότητα, τότε δεν χρειάζεται να υψωθεί κάποιο τείχος. Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής γίνεται συστηματική  επίκληση του μύθου με σκοπό παραδειγματισμό μιας άλογης, θρησκευτικά εμποτισμένης Ανατολής από μια εκσυγχρονισμένη και σοφή Δύση, η οποία μεταξύ του 15ου και του 16ου αιώνα βίωσε με μεγάλο κόστος την παράνοια της θρησκευτικής βίας. Ο Cavanaugh παρουσιάζει τους ισχυρισμούς συγγραφέων, βάσει των οποίων οι αιτίες του χάσματος είναι βασικά θρησκευτικές,. Παρολαυτά, οι ίδιοι συγγραφείς δεν αμφισβητούν την συντέλεση συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων, τα οποία υποδεικνύουν μία αρκετά παρεμβατική συμπεριφορά των ΗΠΑ στα πολιτικά πράγματα της Μέσης Ανατολής, όπως στο Ιράν και στην Σαουδική Αραβία. Και πάλι όμως, σύμφωνα μ τα λεγόμενά τους, αυτά τα μη αμφισβητίσιμα ιστορικά περιστατικά οικονομικής και πολιτικής σημασίας, μόνο επιφανειακά συνέβαλαν στην καλλιέργεια του χάσματος μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Θεωρούν ότι η θρησκευτική διάσταση του χάσματος είναι υπαρκτή εγγενώς. Ο ισχυρισμός ''περί εγγενούς''ανοίγει τον δρόμο για επειχειρήματα υπέρ μιας αναγκαίας (αν και όχι επιθυμητής) βίας από κάποιους ή και αναγκαίας και επιθυμητής βίας από άλλους (π.χ. Hitchens).

Πρόκειται για ένα επιστημονικό έργο, το οποίο ήρθε αντιμέτωπο με την πρόκληση της ανατροπής ενός μύθου, ο οποίος επιτάχυνε πολιτικούς μετασχηματισμούς στην μεσαιωνική Ευρώπη, έχει προωθήσει το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, έχει επηρεασθεί αλλά και επηρεάσει την πολιτική φιλοσοφία και την κοινή γνώμη του δυτικού κόσμου και χρησιμοποιείται αβασάνιστα ως θεμέλιο σύγχρονων πολιτικών επιλογών. Η ανατροπή μιας συγκεκριμένης εκδοχής της ιστορίας, αυτής των θρησκευτικών πολέμων, σε σημείο τέτοιο ωστέ να μιλάμε για μύθο και όχι για μια ιστορική πραγματικότητα είναι έργο φιλόδοξο και δεν μπορεί παρά να επιτευχθεί με συστηματική, έγκυρη και ενημερωμένη αναγωγή σε χρονικά συγκεκριμένες πηγές. Αυτό ο συγγραφέας το γνωρίζει καλά: πρόκειται για έργο λεπτό, δύσκολο και είναι χαρακτηριστικό πως σύγχρονοι ιστορικοί, πολιτικοί αναλυτές , αλλά και κορυφαίοι πολιτικοί και ηθικοί φιλόσοφοι του δυτικού πολιτισμού δεν προχώρησαν συνειδητά ή ασυνείδητα στην εργασία αυτή.

Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι σε καμία περίπτωση ο συγγραφέας δεν παρουσιάζεται υπέρμαχος μιας τυχόν άρσης του διαχωρισμού μεταξύ θρησκευτικού και κοσμικού, υποστηρίζοντας τις θεοκρατίες της Μέσης Ανατολής. Με το έργο του μάλλον προσπαθεί να προωθήσει την ιδέα οτί από λειτουργική άποψη η θρησκεία δε διαφέρει πρακτικά από την πολιτική ιδεολογία ή κάποιον συναφη θεσμό. Βία έχει παραχθεί τόσο στο όνομα του Αλλάχ, όσο και στο όνομα της πατρίδας, ενώ τόσο η θρησκεία, όσο π.χ και το Έθνος χρησιμοποιούν σύμβολα και συγκεκριμένες πρακτικές αυτοκατάφασης. Γιατί το πρώτο θεωρείται παράλογο και  πρέπει να απέχει οπωσδήποτε από την πολιτική ζωή, ενώ το δεύτερο βρίσκεται υπεράνω όλων και αποτελεί σύμβολο της πολιτικής ζωής; Μήπως πρόκειται απλώς για αλλαγή φορέων εξουσίας, αφενός του Κλήρου και αφετέρου του Κράτους; Η στάση της Δύσης πάσχει από ένα συνδυασμό αναχρονισμού, ηθελημένης άγνοιας και ελιτισμού, οι οποίες έχουν σίγουρα συναισθηματικό, αλλά όχι ορθολογικό αντίκτυπο στο ζήτημα του δήθεν αυτονόητου διαχωρισμού μεταξύ κοσμικού και θρησκευτικού, διαχωρισμού που αντανακλάται στην πόλωση  του κλίματος μεταξύ της θεοκρατικής Ανατολής και  της εκσυγχρονισμένης, ελεύθερης Δύσης.

Το έργο βρίθει από ιστορικά παραδείγματα και αναγωγές, τα οποία συνιστούν και τον εμπειρικό οδηγό του για την αποδόμηση του μύθου. Από το έργο, όμως, ελλείπει, κατά την γνώμη του γράφοντος, μια πιο έντονη δεοντολογική οπτική, η οποία κερδίζει σε πρακτικότητα. Ο συγγραφέας εντοπίζει τον μύθο, την μακραίωνη επιβίωση του και την ισχυρή επίδραση του που λίγο έχει κλονιστεί στις μέρες μας, αλλά δεν προτείνει λύση άλλη από την κριτική σκέψη, ίσως και την ωριμότητα της Δύσης στην διαχείριση εσωτερικών και εξωτερικών κρίσεων. Η ωριμότητα και η συνεργασία του Κράτους με τις θρησκευτικές πρακτικές μιας μειονότητας στο εσωτερικό του ή με μια Θεοκρατία της Μέσης Ανατολής θα ήταν σκόπιμο να εξειδικευτούν σε πιο πρακτικές, αναλυτικές συνταγές, αλλιώς η αξία τους περιορίζεται σε ένα θεωρητικό πλαίσιο. Η υλοποίηση της υπόδειξης αυτής ίσως ξεπερνά τους σκοπούς του παραπάνω βιβλίου, ωστόσο είναι άμεσα συνυφασμένη με την δυναμική εξέλιξη του χάσματος μεταξύ Ανατολής και Δύσης και της ελλειπούς συνεργασίας μεταξύ επιστημονικής κοινότητας και πολιτικής διακυβέρνησης.

* Toy Δημήτρη Τσιατσιανη, α. Δικηγόρου, μετ. φοιτ. Συγκριτικής Ποινικής Δικαιοσύνης Παν/μίου Λάιντεν.

*William T. Cavanaugh, The myth of religious violence, Oxford University Press, Inc., New York 2009, ISBN: 978-0-19-538504-5