ΤΕΥΧΟΣ #7 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2018

Οι κόκκινες γραμμές στα όρια της άμυνας

Φωτεινή Κ. Ντούρα

Η συζήτηση για το δικαίωμα στην άμυνα διαχρονικά συνδέεται με κοινωνικοπολιτικής υφής ζυμώσεις. Έτσι, καθόλου σπάνια, περιστατικά της επικαιρότητας δοκιμάζουν τις «κοινωνικές αντοχές» στη δικαιολόγηση ή μη μιας πράξης προσβολής στο πλαίσιο μιας συγκρουσιακής κατάστασης. Οι λεπτές κόκκινες γραμμές στην απόδοση των όρων που σχετίζονται με τα θέματα άμυνας, όπως η «επικινδυνότητα» και η «ένταση» της επίθεσης απέναντι στην οποία αντέδρασε ο εκάστοτε αμυνόμενος, ο «φόβος» και η «ταραχή» του αμυνόμενου, έχουν ταλανίσει τους θεωρητικούς του ποινικού δικαίου. Ο Ν.Α. Χωραφάς υπογραμμίζοντας και το φιλοσοφικό υπόβαθρο του όλου προβληματισμού αναφέρει σχετικά:  «επί ουδενός άλλου θεσμού εμφανίζεται όσο επί της άμυνας το πρόβλημα του επιτυχούς συγκερασμού της αυστηρής εφαρμογής και άκαμπτης επιβολής του δικαίου με τις απαιτήσεις της κοινωνικής ηθικής»[1].

Σύμφωνα με τα ισχύοντα στην ελληνική νομοθεσία, η εκάστοτε κρίση ως προς το αναγκαίο μέτρο της άμυνας εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων κάθε ξεχωριστής υπόθεσης. Δηλαδή το Δικαστήριο, αφού κρίνει προηγουμένως ότι υπάρχει παρούσα και άδικη επίθεση την οποία γνώριζε ο αμυνόμενος, προχωράει στην κρίση για το αναγκαίο μέτρο της άμυνας αξιολογώντας τα δεδομένα και ακολουθώντας μια τυπική λογική αποδοχής ή αποκλεισμού συγκεκριμένων όρων ώστε να κρίνει αρχικά ποιό είναι το αναγκαίο μέτρο της άμυνας και στην συνέχεια εάν υπάρχει υπέρβαση αυτού. Αυτονόητο είναι ότι εάν αποδεικνύεται ότι δεν συντρέχει παρούσα και άδικη επίθεση τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για αμυντικές πράξεις  και εξετάζεται απευθείας η τέλεση των πράξεων ως «αυτοτελών» αδικημάτων, υπό την έννοια ότι δεν εξαρτώνται άμεσα από προηγούμενη πράξη του θύματος.  Επίσης, θεωρείται ότι δεν υπάρχει άμυνα, και άρα δεν  γίνεται εξέταση για το αναγκαίο μέτρο αυτής, εαν η απόκρουση της επίθεσης μπορούσε να γίνει εύκολα με παθητική υπεράσπιση (λ.χ. κλήση της Αστυνομίας) ή με φυγή του θύματος χωρίς να θιχτούν περαιτέρω τα έννομα αγαθά του[2].

Κατά την εξέταση του αναγκαίου μέτρου της άμυνας τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη είναι ο βαθμός επικινδυνότητας της επίθεσης, το είδος της βλάβης που απειλούσε, ο τρόπος και η ένταση της επίθεσης και οι υπόλοιπες ιδιαίτερες περιστάσεις που συντρέχουν στην εκάστοτε περίπτωση.

Το μέτρο κρίνεται αντικειμενικά από το δικαστήριο, δηλαδή δεν κρίνεται κατά την αντίληψη του αμυνόμενου, αλλά λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των περιστάσεων που υποπίπτουν στην αντίληψη ενός αντικειμενικού παρατηρητή κατά τον χρόνο της επίθεσης[3]. Εφόσον γίνει δεκτή υπέρβαση των ορίων της άμυνας, γιατί λχ. κρίνεται ότι ο αμυνόμενος μπορούσε να χρησιμοποιήσει πιο ήπιο – λιγότερο επικίνδυνο τρόπο απόκρουσης της επίθεσης,  το δικαστήριο κρίνει εάν η υπέρβαση αυτή έγινε με δόλο ή με αμέλεια. Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Ποινικού Κώδικα, εάν η υπέρβαση της άμυνας έγινε με πρόθεση, ο δράστης τιμωρείται για το αδίκημα που διέπραξε με ποινή ελαττωμένη, ενώ εάν έγινε από αμέλεια τιμωρείται για την διάπραξη του σχετικού αδικήματος, εφόσον προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία τιμώρησή του όταν τελείται εξ αμελείας. Το ίδιο ως άνω άρθρο του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ότι ο δράστης της υπέρβασης μένει ατιμώρητος εάν υπερέβη τα όρια της άμυνας εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση. Η ψυχική πίεση κρίνεται υποκειμενικά σε σχέση με τον συγκεκριμένο κάθε φορά αμυνόμενο, την προσωπικότητα του και πως αντιλήφθηκε τις δυνατότητες αντίδρασης κατά την επίθεση που δέχτηκε.

Θα αναφερθούμε στα πραγματικά περιστατικά από τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις που απασχόλησαν τα ακροατήρια των ελληνικών δικαστηρίων, που είναι βέβαιο ότι εάν ετίθεντο στην κρίση των σύγχρονων σχολιαστών της επικαιρότητας θα εκφράζονταν πολλές και διαφορετικές απόψεις σε σχέση με την τελική δικαστική απόφαση. Για κάθε μια από αυτές η δικαστική κρίση ήταν αντίστοιχα: υπέρβαση των ορίων της άμυνας από πρόθεση, υπέρβαση των ορίων της άμυνας από αμέλεια, υπέρβαση των ορίων της άμυνας από δικαιολογημένο φόβο.

Υπέρβαση ορίων της άμυνας από αστυνομικό που δέχθηκε επίθεση από ληστή και τον πυροβόλησε  στο μέτωπο[4].

Ο αστυνομικός ενώ δεν ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία απέτρεψε σε προάστιο των Αθηνών ληστεία, από νεαρά άτομα που επέβαιναν σε μοτοσυκλέτες. Μετά από αυτό μπήκε στο αυτοκίνητο του και κάλεσε την άμεση δράση ώστε να ενημερώσει για το περιστατικό και να δώσει τους αριθμούς κυκλοφορίας των μηχανών. Την ώρα εκείνη παρατήρησε σε κοντινή απόσταση σε μοτοσυκλέτα τα δύο από τα νεαρά άτομα που μετείχαν στο επεισόδιο που προηγήθηκε, να συζητούν μεταξύ τους και να κοιτάζουν προς το μέρος του. Στην συνέχεια ένας από τους νεαρούς κατέβηκε και κινήθηκε γρήγορα προς το αυτοκίνητο του αστυνομικού, από την πλευρά του συνοδηγού, παίρνοντας ταυτόχρονα από το έδαφος μία μεγάλη πέτρα ανώμαλης επιφάνειας, η οποία ζύγιζε πάνω από 8 κιλά, την οποία εκσφενδόνισε με τα δύο χέρια του προς την πλευρά του συνοδηγού. Η πέτρα έσπασε  το τζάμι της δεξιάς πόρτας, έπεσε στο εσωτερικό του οχήματος και στο κάθισμα του συνοδηγού, τραυματίζοντας τον αστυνομικό στο δεξιό μηρό. Ενώ ο νεαρός ήταν πλέον σκυμμένος προς τα εμπρός και κοιτούσε στο εσωτερικό του οχήματος, βρισκόταν δηλαδή το κεφάλι του στο ύψος περίπου του αστυνομικού, που εξακολουθούσε να κάθεται στη θέση του οδηγού, ο τελευταίος έβγαλε το υπηρεσιακό του πιστόλι και πυροβόλησε μία φορά τον νεαρό που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση, αφού τον στόχευσε στο κεφάλι και το βλήμα τον βρήκε στο μέτωπο, σκοτώνοντας τον. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το σημείο όπου πέτυχε ο αστυνομικός τον νεαρό καθιστά αβάσιμο τον ισχυρισμό του αστυνομικού ότι πυροβόλησε ενστικτωδώς, έχοντας το χέρι μπροστά στα μάτια του για να προφυλαχθεί, διότι η ευστοχία αυτή δεν μπορεί να ήταν αποτέλεσμα τυχαίο, αλλά προηγήθηκε στόχευση. Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό ο αστυνομικός βρισκόταν μεν σε κατάσταση άμυνας, πλην όμως γνώριζε ότι σκοπεύοντας στο κεφάλι τον νεαρό και πυροβολώντας τον από κοντινή απόσταση θα τον σκότωνε, σε κάθε δε περίπτωση θεωρούσε πολύ ενδεχόμενο ένα τέτοιο αποτέλεσμα και το αποδέχθηκε, ενώ, όπως γνώριζε πολύ καλά λόγω της ιδιότητας του ως αστυνομικού, μπορούσε να αποκρούσει την συγκεκριμένη επίθεση, μεταχειριζόμενος, όπως και είχε διδαχθεί και εκπαιδευθεί να κάνει, αρχικά απλά μέτρα εκφοβισμού (επίκληση της ιδιότητας του και πυροβολισμός στον αέρα) και αν δεν απέδιδαν τα μέτρα αυτά, να μεταχειρισθεί ηπιότερα μέσα προσβολής (πυροβολισμός στα πόδια ή στα χέρια), οπότε τραυματίζοντας τον επιτιθέμενο θα επιτύγχανε να τον εξουδετερώσει και να ανακόψει την επίθεση. Γνώριζε λοιπόν ότι επιλέγοντας τον συγκεκριμένο τρόπο για να αποκρούσει την επίθεση που δέχθηκε, υπερέβαινε τα όρια της αναγκαίας άμυνας. Η υπέρβαση δε αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί σε φόβο και ταραχή που του προκάλεσε η επίθεση, διότι η ιδιότητα του ως έμπειρου και εκπαιδευμένου αστυνομικού στην άμυνα χωρίς όπλα και στην αντιμετώπιση παρομοίων καταστάσεων είναι ασυμβίβαστη με την πρόκληση τέτοιου φόβου και ταραχής που δεν του επέτρεπε να αντιληφθεί και να συνειδητοποιήσει ότι στοχεύοντας στο πρόσφορο για πρόκληση θανατηφόρου αποτελέσματος σημείο (κεφάλι) του νεαρού και πυροβολώντας από τόσο κοντινή απόσταση τον επιτιθέμενο υπερβαίνει την αναγκαία απόκρουση της συγκεκριμένης επίθεσης.

Ο αστυνομικός καταδικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε βρασμό ψυχικής ορμής και της οπλοχρησίας, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, σε συνολική ποινή φυλάκισης 35 μηνών.

Υπέρβαση ορίων της άμυνας από αμυνόμενο σε ξυλοδαρμό λόγω της έντασης του χτυπήματος κατά την απόκρουση της επίθεσης[5]

Οδηγός ΙΧ αυτοκινήτου κινούμενος επί της Εθνικής Οδού πραγματοποίησε υπέρβαση του ορίου ταχύτητας προσπερνώντας φορτηγό αυτοκίνητο που κινούνταν στην ίδια οδό.  Την υπέρβαση αυτή ο οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου θεώρησε προφανώς αντικανονική, γι' αυτό ανέπτυξε ταχύτητα και με τη χρήση των φώτων και των ηχητικών οργάνων έκανε σήμα στον οδηγό του ΙΧ να σταματήσει. Ο τελευταίος, πράγματι στάθμευσε το αυτοκίνητό του δεξιά, και αμέσως μετά ο οδηγός του φορτηγού στάθμευσε το δικό του αυτοκίνητο λίγα μέτρα πιο μπροστά, κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Φωνάζοντας και βρίζοντας ο οδηγός του φορτηγού ζήτησε εξηγήσεις για την αντικανονική υπέρβαση ταχύτητας, ενώ ταυτόχρονα του επιτέθηκε, χτυπώντας αυτόν με τα χέρια του στο θώρακα και στην αριστερή ζυγωματική χώρα, προκαλώντας του θλάση θώρακα, ρήξη τυμπανικού υμένα και οιδήματα.  Υπό τις συνθήκες αυτές, οι οποίες θεωρήθηκε ότι πληρούν τους όρους της άδικης και παρούσας επίθεσης που δικαιολογεί άμυνα, ο οδηγός του ΙΧ αναγκάστηκε να υπερασπισθεί τον εαυτό του, προκειμένου να αποτρέψει την επίθεση που δέχτηκε και τον κίνδυνο που διέτρεχε. Κατάφερε λοιπόν μία γροθιά εναντίον του επιτιθέμενου και συγκεκριμένα στο πρόσωπο του, η οποία (γροθιά) ήταν κατά το Δικαστήριο το αναγκαίο μέσο άμυνας για την υπεράσπισή του από την παρούσα και άδικη επίθεση που δέχθηκε και ως προς αυτό δεν κρίθηκε να υπάρχει υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου. Υπέρβαση θεωρήθηκε ότι υπάρχει όσον αφορά την ένταση του χτυπήματος, η οποία ήταν μεγαλύτερη της αναγκαίας (το χτύπημα έγινε κατά τρόπο εντονότερο του αναγκαίου) για την απόκρουση της επίθεσης, δηλαδή κρίθηκε ότι ο οδηγός του ΙΧ χρησιμοποίησε μεγαλύτερη δύναμη και ισχύ από αυτήν που χρειαζόταν για την απόκρουση της επίθεσης.

Στο συμπέρασμα αυτό οδηγήθηκε το δικαστήριο από το γεγονός ότι ο οδηγός του φορτηγού από την γροθιά που δέχθηκε ωθήθηκε προς το οδόστρωμα και μάλιστα κάθετα προς τον άξονα αυτού, και την στιγμή εκείνη διερχόμενο όχημα τον παρέσυρε και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Υπέρβαση επίσης κρίθηκε ότι υπήρξε  και όσον αφορά το μέρος του σώματος στο οποίο χτυπήθηκε ο οδηγός του φορτηγού, δηλαδή το πρόσωπο, το οποίο είναι ευαίσθητο και ευπαθές σημείο του ανθρωπίνου σώματος. Το αναγκαίο μέτρο στην συγκεκριμένη περίπτωση, το οποίο αρκούσε για αποτρέψει ο οδηγός του ΙΧ την απειλούμενη με την επίθεση βλάβη του, συνίστατο σε χτύπημα με την γροθιά του, κατά ηπιότερο τρόπο, ώστε να μην υπάρξει ώθηση προς το οδόστρωμα, και σε λιγότερο ευπαθή και ευαίσθητα σημεία, όπως ο θώρακας ή το στομάχι (κανείς δεν ωθείται ούτε ζαλίζεται, δεχόμενος γροθιά στο θώρακα ή το στομάχι), τα οποία ήταν λιγότερο επικίνδυνα, πρόσφορα όμως για την απόκρουση της επίθεσης.

Σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου η υπέρβαση της άμυνας εν προκειμένω δεν έγινε από πρόθεση του οδηγού του ΙΧ, αλλά από αμέλειά του, δεδομένου ότι δεν επέδειξε την απαιτουμένη κατά την αντικειμενική κρίση προσοχή την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις προκειμένου να αποτρέψει την επίθεση εναντίον του,  χτυπώντας με την γροθιά του στο θώρακα ή στο στομάχι, αλλά χτύπησε κατά τρόπο εντονότερο του αναγκαίου, στο πρόσωπο (ευπαθές και ευαίσθητο σημείο), μη προβλέποντας το θανατηφόρο αποτέλεσμα.

Ο οδηγός του ΙΧ καταδικάστηκε κατά πλειοψηφία από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών για θανατηφόρα σωματική βλάβη  καθ' υπέρβαση των ορίων της άμυνας εξ αμελείας, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, σε ποινή φυλάκισης 14 μηνών.

Ατιμωρησία παρά την υπέρβαση των ορίων της άμυνας και τον πυροβολισμό επιτιθέμενου με πέτρες λόγω ιστορικού που προκαλούσε δικαιολογημένα φόβο και ταραχή στον αμυνόμενο[6]

Υπάλληλος του Ναύσταθμου στα Χανιά εισήλθε με το αυτοκίνητό του στην περιοχή του Ναυστάθμου και αμέσως μετά δέχθηκε επίθεση με πέτρες στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου από έναν Ανθυπασπιστή ο οποίος και κινήθηκε ταυτόχρονα απειλητικά προς το αυτοκίνητο του υπαλλήλου του Ναυστάθμο. Όταν ο επιτιθέμενος προσέγγισε το αυτοκίνητο και επιχείρησε να ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού, ο υπάλληλος του Ναυστάθμου, αφού πρόλαβε και ασφάλισε την πόρτα του αυτοκινήτου, έβγαλε από το ντουλαπάκι του πιστόλι τύπου μπερέτα και από απόσταση έως 150 εκατ. του μέτρου, σκόπευσε και πυροβόλησε, μέσα από το αυτοκίνητό του, τον Ανθυπασπιστή 4 φορές, με αποτέλεσμα μία από τις 4 βολίδες να τον πλήξει στη μέση της δεξιάς πλαγίας τραχηλικής χώρας και να τον θανατώσει. Με βάση τα ανωτέρω, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης δέχθηκε ότι ο υπάλληλος του Ναυστάθμου βρέθηκε σε κατασταση άμυνας την οποία υπερέβη. Ωστόσο περιστατικά που είχαν προηγηθεί μεταξύ των δυο εμπλεκομένων οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο υπάλληλος του Ναυστάθμου ενήργησε  κατά τον ανωτέρω τρόπο εξαιτίας του φόβου και της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι ο Ανθυπασπιστής έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα σε βαθμό επικίνδυνο, είχε δε καταληφθεί και από έμμονες ιδέες εις βάρος του υπαλλήλου του Ναυστάθμου, πιστεύοντας ότι ο τελευταίος είχε βιάσει την γυναίκα του. Για τον λόγο αυτό του έστελνε συνέχεια επιστολές  με τις οποίες τον έβριζε, τον απειλούσε ότι θα σκοτώσει αυτόν και τα παιδιά του και τον καλούσε σε μονομαχία για την οποία έτασσε και προθεσμία. Ενόψει όλων αυτών ο υπάλληλος του Ναυστάθμου είχε καταληφθεί από ανησυχία και φόβο όχι μόνο για τη ζωή του, αλλά και τη ζωή των μελών της οικογενείας του, είχε κάνει αναφορές στην υπηρεσία του και είχε κόψει όλα τα δέντρα της αυλής του σπιτιού του για να έχει ορατότητα και να αποκλείσει ενδεχόμενη κρύπτη για τον απειλούντα, προμηθεύτηκε δε νόμιμα και το πιστολί που είχε στο αυτοκίνητό του.

Με βάση όλα τα ανωτέρω το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε την ανθωποκτονία καθ΄υπέρβαση των ορίων της άμυνας με πρόθεση, αλλά τον έκρινε ατιμώρητο γιατί από τις περιστάσεις αποδείχθηκε ότι βρισκόταν υπό το καθεστώς φόβου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λασιθίου, είχε κρίνει πρωτόδικα τον κατηγορούμενο ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση καθ΄υπέρβαση των ορίων της άμυνας και είχε επιβάλει ποινή κάθειρξης 12 ετών.

Η ανάγνωση των στοιχείων των υποθέσεων που αναφέρθηκαν, επιβεβαιώνει ακόμα και σε έναν μη μυημένο στις έννοιες και την συλλογιστική του ποινικού δικαίου, πόσο λεπτά και δυσδιάκριτα είναι τα όρια που πρέπει να ακολουθήσει ο δικαστής κατά την εξέταση κάθε περίπτωσης άμυνας, προκειμένου να κρίνει το άδικο ή μη της πράξης του αμυνόμενου και να αποδώσει πραγματική δικαιοσύνη.

*Η Φωτεινή Κ. Ντούρα είναι δικηγορός παρ' Αρείω Πάγω, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου.


 

[1]Ν.Α Χωραφάς, Περί της άμυνας εν τω Ποινικώ Δίκαιω, Αθήνα 1931

[2]Βλ. ΑΠ 448/1999 Βάση Νομικών Δεδομένων ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 456/2001 ΠοινΛογ 2001/566

[3]Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας – Ερμηνεία και Εφαρμογή, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2013 σελ. 78

[4] ΑΠ 996/2009, ΠοινΔ/νη 2011/434, με σχολιασμό Αθανάσιου Αναγνωστόπουλου

[5]ΑΠ 254/2010, ΠοινΔ/νη 2011/427, με σχολιασμό Κων/νου Βαθιώτη και Παναγιώτη Χριστόπουλου

[6]ΑΠ 782/1999 ΠοινΧρ 2000/333