ΤΕΥΧΟΣ #13 ΙΟΥΛΙΟΣ 2020

Μορφές τεχνο-επιτήρησης στον έλεγχο της συμπεριφοράς και της παρέκκλισης

Δρ. Εριφύλη Μπακιρλή

Εισαγωγή

Στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή, ο έλεγχος και η επιτήρηση της συμπεριφοράς έχουν εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον δημόσιο χώρο και πραγματοποιούνται διαμέσου εξελιγμένων τεχνολογικών εργαλείων, τα οποία έχουν στην κατοχή τους απλοί πολίτες (όπως τα ‘έξυπνα’ τηλέφωνα/Smartphones), αλλά και εκπρόσωποι του νόμου (όπως οι κάμερες που φέρουν πάνω τους οι αστυνομικοί/body-worn cameras). Χωρίς αμφιβολία, η μαζική χρήση των νέων τεχνολογικών πρακτικών έχει καταστεί αναπόσπαστο μέρος της ‘σύγχρονης’ αντεγκληματικής πολιτικής[1], ενώ καίριας σημασίας ζήτημα παραμένει το εάν αυτός ο τρόπος διαχείρισης της παρέκκλισης, γίνεται με γνώμονα την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών[2].

Η χρήση της τεχνολογίας σε όλα τα επιμέρους στάδια της αντεγκληματικής πολιτικής, η οποία αποσκοπεί στην παρακολούθηση υπόπτων, καταδικασθέντων, αλλά και απλών πολιτών, έχει επεκταθεί σε όλα τα κράτη διεθνώς, ενώ δεδομένος θεωρείται ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός των μέσων και μεθόδων που έχουν στη διάθεσή τους, τελευταία, οι διωκτικές αρχές σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάποιες από αυτές είναι η ηλεκτρονική χαρτογράφηση/σκιαγράφηση της εγκληματικότητας (crime maping/profiling) από τις επιμέρους αστυνομικές υπηρεσίες και η ανάπτυξη μοντέλων αστυνόμευσης που βασίζονται στην Ανάλυση Επεξεργασμένων Πληροφοριών (Intelligence Led Policing).

Τελευταία, η εξέλιξη της τεχνολογίας προσφέρει μεγάλες δυνατότητες συλλογής κι επεξεργασίας δεδομένων, και ανοίγει νέους δρόμους στον τομέα της ασφάλειας, η κατοχύρωση της οποίας ολοένα και ‘αυτοματοποιείται’. Έτσι, αναδύεται ένα νέο κοινωνικό μοντέλο το οποίο είναι βασισμένο στα ψηφιακά ηλεκτρονικά συστήματα[3], ενώ ο David Lyon (1988) χαρακτηρίζει τη σημερινή κατάσταση ως τεχνολογικό ‘παροξυσμό’, ο οποίος έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές ακόμη και στις παραγωγικές δομές των κοινωνιών, αφού η γνώση και η πληροφορία έχουν αντικαταστήσει την εργασία και το κεφάλαιο, που ήταν οι πραγματικές αξίες στη βάση της οικονομίας της αγοράς. Η πληροφορία για τον συγγραφέα, αντιμετωπίζεται ως προϊόν που έχει συγκεκριμένη αξία/τιμή, προσδίδοντας ‘δύναμη’ σε αυτόν που την κατέχει[4].

Σύμφωνα με την ακαδημαϊκή εγκληματολογία, οι ‘εγκληματολογίες της καθημερινής ζωής’ (‘criminologies of everydaylife’), ανάμεσα στις οποίες η ‘θεωρία της ορθολογικής επιλογής’ (‘rational choice theory’), η ‘θεωρία των ευκαιριών’ (‘opportunity theory’) και η ‘θεωρία της καθημερινής δραστηριότητας’ (‘routine activity theory’), οι οποίες βασίζονται στην ιδέα της περιστασιακής πρόληψης του εγκλήματος’ (‘situational crime prevention’)[5], αποτελούν το θεωρητικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο βασίζεται η «στροφή» προς τις περιστασιακές και τεχνικές μορφές πρόληψης του εγκλήματος. Οι παραβάτες παρουσιάζονται ως άτομα που προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν το ‘όφελος’ (από τη διάπραξη του εγκλήματος) και που αποκρίνονται ‘λογικά’ στις ευκαιρίες που τους παρουσιάζονται για το έγκλημα, ενώ οι κύριες τεχνικές για την αποτροπή από την εγκληματικότητα είναι η δυσχέρανση του στόχου (target hardening) και η επιτήρηση (surveillance)[6].

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ‘περιβαλλοντική εγκληματολογία’ (‘environmental criminology’) γίνεται πιο επίκαιρη από ποτέ και η πρόληψη του εγκλήματος επαφίεται κυρίως σε προτάσεις Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού (‘Crime Prevention Through Environmental Design’) και αναβάθμισης, οι οποίες μπορεί να συμβάλουν στη μείωση την ευκαιριών για το έγκλημα[7] και να μετριάσουν τον φόβο του εγκλήματος, καθιστώντας το χωροταξικά μεταμορφωμένο περιβάλλον λιγότερο ευάλωτο στο έγκλημα και την αταξία[8]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στόχος της παρέμβασης καθίσταται η αλλαγή των συνθηκών (κοινωνικών, περιβαλλοντικών) που κάνουν το έγκλημα ελκυστικό στο δράστη και όχι η αναμόρφωση του δράστη αυτού καθ’ αυτού, κάτι το οποίο, εξάλλου, εντάσσεται σε άλλου είδους πολιτικές διαχείρισης της παρέκκλισης[9].

Παρομοίως, οι προτάσεις του Newman (1972) για τη δημιουργία ζωνών εδαφικής επιρροής (‘zones of territorial influence’), την ενθάρρυνση της φυσικής επιτήρησης (‘natural surveillance’) και κατ’ επέκταση του άτυπου κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος, την οριοθέτηση των χώρων διαμέσου συμβολικών συνόρων/ορίων (όπως για παράδειγμα οι μπάρες και οι κιγκλιδώσεις), κ.ά.,[10], οδήγησαν στη σύνδεση ανάμεσα στον έλεγχο του εγκλήματος και την αστική αρχιτεκτονική δομή[11]. Έτσι, βλέπουμε η φυσιογνωμία στο εσωτερικό των μεγαλουπόλεων να αλλάζει μέσα από τη δημιουργία ζωνών ‘συμπίεσης του κινδύνου’ (‘risk suppression’ zones) ή/και ασφαλών ζωνών (secure zones) σε πολλές χώρες τελευταία (όπως είναι οι ΗΠΑ, η Νότια Αφρική, το Ισραήλ, η Ινδία, η Αίγυπτος, η Ινδονησία, η Μεγ. Βρετανία και σχεδόν όλες οι χώρες της Ευρώπης)[12].

Η εντατικοποίηση της σύγχρονης επιτήρησης

Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 θεωρείται από πολλούς μελετητές η ημερομηνία καμπή για την υιοθέτηση τεχνολογικών πρακτικών στον τομέα της ασφάλειας[13]. Παρουσιάζει δε μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός πως αμέσως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις, η παραγωγή και εγκατάσταση συσκευών και τεχνικών μέσων επιτήρησης αυξήθηκε κατακόρυφα, κάτι το οποίο συνέβαλε στην ανάπτυξη τεράστιας επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα αυτό[14]. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός πως η ηλεκτρονική επιτήρηση των πολιτών υφίστατο και πριν την ημερομηνία αυτή στα προηγμένα κράτη της Δύσης, αλλά σε μικρότερη έκταση[15]. Σε κάθε περίπτωση, τα τρομοκρατικά γεγονότα ήταν το εφαλτήριο για την ακόμη πιο αυστηρή και συστηματοποιημένη εφαρμογή πολιτικών ολικής παρακολούθησης (total surveillance) των πολιτών[16].

Στην ουσία πρόκειται για το ίδιο συνεχές όπου την ‘κοινωνία της πληροφορίας’ (‘information society’) έχει διαδεχτεί το ‘κράτος της επιτήρησης’  (‘surveillance state’) και το οποίο έχει, τελικά, διαδεχτεί η ‘κοινωνία της επιτήρησης’(‘surveillance society’)[17] ή η ‘τηλεματική κοινωνία’ (‘telematic society’)[18], στην οποία ο έλεγχος των πολιτών[19] ασκείται από απόσταση με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας[20]. Ο Gary Marx, τον οποίο επικαλείται ο Lyon, παραλλήλισε το 1985 την ‘κοινωνία της επιτήρησης’ με την ‘οργουελιανή πραγματικότητα’ στην οποία «διαμέσου της πληροφοριακής τεχνολογίας καταρρέει και το τελευταίο ανάχωμα απέναντι στον ολοκληρωτικό επίσημο κοινωνικό έλεγχο»[21].

Η έννοια της επιτήρησης είναι κεντρικής σημασίας στην προσπάθεια κατανόησης της σύγχρονης διακυβέρνησης της ασφάλειας[22] και παρά τις διαφορετικές ερμηνευτικές απόπειρες από θεωρητικούς των κοινωνικών επιστημών, όπως των Dandeker, Giddens και Foucault, φαίνεται να υπάρχει ένα κοινό σημείο σύγκλισης, το οποίο αποδίδει στην επιτήρηση δύο βασικά χαρακτηριστικά: πρώτον, την επίβλεψη των κινήσεων και της συμπεριφοράς των άλλων, και δεύτερον, τη συγκέντρωση, φύλαξη, ταξινόμηση και επεξεργασία των πληροφοριών και των προσωπικών τους δεδομένων. Υπό ευρεία έννοια επιτήρηση σημαίνει να ‘κοιτάς παντού’[23].

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συλλογή των πληροφοριών λειτουργεί σαν μία μορφή διατήρησης της τάξης και του ελέγχου των κοινωνικών συμπεριφορών[24]. Η λεγόμενη ‘πληροφοριακή παρακολούθηση’ (Data Surveillance ή αλλιώς Dataveillance), η οποία πήρε το όνομά της από τον Αυστραλό επιστήμονα της πληροφορικής Roger Clarke[25], συνιστά τη συλλογή και αποθήκευση των προσωπικών στοιχείων του ατόμου μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή σε βάσεις δεδομένων, με σκοπό την παρακολούθηση των πράξεων ή της επικοινωνίας του[26]. Για τον Lyon (2007) «επιτήρηση είναι η στοχευμένη, συστηματική και καθημερινή παρακολούθηση των λεπτομερειών της προσωπικής ζωής του ατόμου για λόγους επιρροής, διαχείρισης, προστασίας ή καθοδήγησής του»[27].

Παρά την έμφαση που δίνεται στις τεχνολογικές καινοτομίες της σύγχρονης επιτήρησης από τους μελετητές του φαινομένου, οφείλουμε να μην ξεχνάμε ότι η επιτήρηση υπήρξε διαχρονικά η κύρια πρακτική της δημόσιας αστυνομίας και της ποινικής δικαιοσύνης[28]. Μορφές κρατικής εποπτείας υπήρχαν ήδη από τον 16ο αιώνα στα δυτικά κράτη (όπως στην Αγγλία), μόνο που ήταν πιο χαλαρές και περιστασιακές στη φύση τους[29]. Αντίθετα, η επιτήρηση που παρατηρείται με την εξέλιξη των προηγμένων βιομηχανικά κρατών είναι συστηματική, διαρκής και στοχεύει στο σύνολο του πληθυσμού[30]. Υποστηρίζεται δε από πολλούς ερευνητές ότι από την εξατομικευμένη επιτήρηση του πρώτου τετάρτου του 20ου αιώνα, φθάσαμε στη ‘μαζική επιτήρηση’ (‘mass surveillance’)[31] ή ‘ρευστή επιτήρηση’ (‘liquid surveillance’)[32] των μετανεωτερικών κοινωνιών[33].

Η ειδοποιός διαφορά της σύγχρονης επιτήρησης από αυτήν που ασκούνταν παλαιότερα, είναι ότι αυτή έχει γίνει τεχνολογικά καθοδηγούμενη, αλγοριθμική, πιο εκλεπτυσμένη, αυτοματοποιημένη και ταξινομητική, αυξάνοντας τις κατηγορίες του ‘ύποπτου’ πληθυσμού και ‘μεγεθύνοντας’ τον επίσημο κοινωνικό έλεγχο[34], ενώ αναμένεται να επεκταθεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον[35]. Επιπρόσθετα, τα νέα τεχνολογικά εργαλεία έχουν καταστήσει τη σύγχρονη επιτήρηση διευρυμένη, διαρκή και διεισδυτική[36]. Όπως επικαλείται ο Cohen (1985) «το δίχτυ (εννοώντας τον κοινωνικό έλεγχο) έχει γίνει πιο λεπτό, πιο εύπλαστο και πιο πλατύ (thinning the mesh and widening the net)»[37].

Για τον Lyon (2001γ) αυτή η έξαρση της σύγχρονης επιτήρησης δημιουργεί κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις (‘social sorting’) των πληθυσμών με στόχο την πρόβλεψη και τη μετέπειτα διαχείριση των επικίνδυνων συμπεριφορών[38]. Υποκείμενο της ηλεκτρονικής παρακολούθησης παύει να είναι το άτομο αυτό καθ’ αυτό, αλλά οι πληροφορίες που περιστρέφονται γύρω από αυτό[39]. Επιπρόσθετα, η σύγχρονη επιτήρηση δεν είναι αποκλειστικά οπτική (visual), όπως γινόταν στο παρελθόν. Χάρη στα νέα τεχνικά μέσα η όραση δεν είναι η μοναδική από τις ανθρώπινες αισθήσεις που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση χώρων, προσώπων και συμπεριφορών. Εν προκειμένω, η αφή, η ακοή και η όσφρηση έχουν συμπληρώσει ή ενίοτε αντικαταστήσει την όραση. Οι ηλεκτρονικοί σένσορες που ανιχνεύουν την οσμή, την κίνηση, τη ζέστη, το φως και τον ήχο, οι οποίοι είναι συχνά ενσωματωμένοι στις πιο εξελιγμένες κάμερες παρακολούθησης, αλλά και οι εφαρμογές οπτικής και ακουστικής καταγραφής που σου παρέχουν τα ‘έξυπνα’ κινητά τηλέφωνα, αποτελούν ένα τέτοιο παράδειγμα[40].

Sousveillance”: μία νέα μορφή επιτήρησης ‘από κάτω’

Η επιτήρηση δεν περιορίζεται μόνο στον ποινικό τομέα για τη διαχείριση της εγκληματικότητας, αλλά επεκτείνεται και σε άλλα πεδία, όπως της υγείας (ηλεκτρονική παρακολούθηση μέσω σύγχρονων συσκευών της υγείας των ασθενών), της εκπαίδευσης (ηλεκτρονική παρακολούθηση μέσω βιομετρικών εφαρμογών και ‘έξυπνων’  καρτών των δραστηριοτήτων των μαθητών), της εργασίας (ηλεκτρονική παρακολούθηση μέσω καμερών για την εργασιακή απόδοση και παραγωγικότητα των εργαζομένων), της καθημερινής επικοινωνίας (ηλεκτρονική παρακολούθηση μέσω υπολογιστών της τηλεφωνικής και διαδικτυακής επικοινωνίας των πολιτών), κ.λπ.[41]. Η σύγχρονη πληροφοριακή τεχνολογία (Information Technology/IT) ‘μετατρέπει’ τα υποκείμενα σε αριθμούς και τα ‘μεταθέτει’ στον εικονικό ψηφιοποιημένο κόσμο των πολλαπλών βάσεων δεδομένων[42].

Παρομοίως, η Zedner (2009) περιγράφει, όπως αναφέρουν οι Bethan Loftus και Benjamin Goold (2012), την ύπαρξη μιας ‘προ-εγκληματικής’ κοινωνίας, δηλ. μιας κοινωνίας που αντιδρά πριν να συμβεί το γεγονός (εννοεί το έγκλημα), στην οποία οι τεχνολογίες επιτήρησης, η συλλογή προσωπικών δεδομένων και η πρόβλεψη μελλοντικών διακινδυνεύσεων, χρησιμεύουν ως απάντηση στην ανασφάλεια. Η έμφαση στην αποτροπή των ‘επικίνδυνων’ κι απρόβλεπτων καταστάσεων που ελλοχεύουν στην ‘κοινωνία της διακινδύνευσης’, αποτελεί την κύρια αιτία αλλαγής της νοοτροπίας της σύγχρονης αστυνόμευσης, καθώς και των πρακτικών που τη διέπουν. Έτσι, η διαχείριση του εγκληματικού φαινομένου ως μια μορφή διακινδύνευσης, λειτουργεί ως απάντηση στο πρόβλημα του φόβου και της ανασφάλειας των πολιτών[43].

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, πως με τη νέα τεχνολογία δεν έχει αυξηθεί μόνο η επιτηρητική δύναμη των διωκτικών αρχών και των επίσημων φορέων ελέγχου του εγκλήματος, αλλά και αυτή των απλών πολιτών, οι οποίοι τη χρησιμοποιούν για να προφυλαχθούν απέναντι σε πιθανές παραβιάσεις[44]. Μέσω φορητών ηλεκτρονικών συσκευών (π.χ. ‘έξυπνα’ κινητά τηλέφωνα) και εφαρμογών γεωεντοπισμού (location-based services apps)[45] οι πολίτες μπορούν να παρατηρούν, κι εν τέλει, να καταγγέλλουν στην αστυνομία ή/και σε άλλους συμπολίτες τους πιθανά ύποπτα περιστατικά, να προειδοποιούν για την ύπαρξη κινδύνου σε κάποιες περιοχές, να απευθύνουν επείγουσα έκκληση για βοήθεια εάν πέσουν οι ίδιοι θύματα εγκληματικών ενεργειών, να καταγράφουν άλλους συμπολίτες τους ή ακόμη και αυτούς που τους επιτηρούν[46], ενώ η πληροφορία δεν περιορίζεται σε τοπικό επίπεδο, αφού διαχέεται τάχιστα παντού[47]. Πρόκειται για μία νέα κοινωνική πρακτική, ένα ψηφιακό εργαλείο αντιμετώπισης της παρέκκλισης στην κοινότητα, την οποία ο Steve Mann (1998) ονομάζει sousveillance[48].

Στόχος αυτής της νέας μορφής επιτήρησης ‘από κάτω’ και των εφαρμογών που την υποστηρίζουν, είναι η αποτροπή εγκληματικών ενεργειών και η ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας των περιοχών στις οποίες ζουν και εργάζονται οι χρήστες τους, ενώ βλέπουμε σε πολλές περιπτώσεις να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο προγραμμάτων «Επαγρύπνησης στις Γειτονιές» (Neighborhood Watch Schemes). Οι χρήστες των εφαρμογών αυτών είναι ενεργά μέλη της κοινότητας, με αυξημένη την αίσθηση της εντοπιότητας και της κοινοτικής αλληλεγγύης, διατεθειμένα ακόμη και να παρέμβουν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης[49].

Πιο συγκεκριμένα, η επιτήρηση ‘από κάτω’ εμπλέκει έναν τεράστιο αριθμό ατόμων που αναλαμβάνουν συχνά δράση εθελοντικά και από απόσταση, κατά τη διάρκεια ενός περιστατικού (π.χ. έκκληση στην αστυνομία για βοήθεια). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υπευθυνότητα για τη δυνατότητα παρέμβασης σε περίπτωση παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, μετατοπίζεται από το ατομικό επίπεδο στο συλλογικό. Αντίθετα, στην περίπτωση της ‘άνωθεν’ επιτήρησης με την οποία είμαστε περισσότερο εξοικειωμένοι (δηλ. της καταγραφής του γεγονότος από κάμερες ασφαλείας που είναι εγκατεστημένες κοντά στο συμβάν), ο ίδιος ο εμπλεκόμενος (π.χ. θύμα, αυτόπτης μάρτυρας) αναλαμβάνει μόνος του επί τόπου δράση. Επιπρόσθετα, στην περίπτωση της βιντεοεπιτήρησης, το περιστατικό βιώνεται από τους συμμετέχοντες σε ‘πραγματικό χρόνο’ (real time) και συγκεκριμένο τόπο, εν αντιθέσει με την αναμετάδοση του γεγονότος μέσω εφαρμογών των ‘έξυπνων’ συσκευών, η οποία ‘σχετικοποιείται’ τοπικά και χρονικά, αφού το γεγονός έχει αναδρομική ισχύ μέσα σε ένα εικονικό ψηφιοποιημένο περιβάλλον (των μέσων κοινωνικής δικτύωσης). Έτσι, η παρέμβαση στην περίπτωση αυτή μπορεί να είναι πολύ-επίπεδη και να ξεφεύγει από το τοπικό επίπεδο (π.χ. γειτονιά) όπου διαδραματίζεται η πράξη[50].

Τέλος, στην ψηφιοποιημένη επιτήρηση που ασκούν οι πολίτες, αισθητές είναι και άλλες αισθήσεις, πέραν της όρασης, όπως της αφής (της οθόνης) και της ακοής (φωνητικό μήνυμα στο κινητό). Στην ουσία πρόκειται για την ψηφιακή μορφή της παραδοσιακής βιντεοεπιτήρησης, ένα είδος ‘κυβερνο-επιτήρησης’ (cyber-surveillance)[51]. Γίνεται κατανοητό, στο σημείο αυτό, πως η νομιμότητα, τα όρια χρήσης και οι τεχνικές στην περίπτωση των ‘έξυπνων’ εφαρμογών καταγραφής και γεωεντοπισμού, θέτουν σημαντικούς προβληματισμούς, οι οποίοι όμως δεν είναι δυνατό να αναλυθούν περαιτέρω εδώ.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως το πλαίσιο μέσα στο οποίο βλέπουμε να υιοθετούνται τα νέα τεχνολογικά μέσα από τον επίσημο ή/και ανεπίσημο κοινωνικό έλεγχο του εγκλήματος, προσδιορίζεται από έναν συνδυασμό παραγόντων και δυναμικών[52]. Κοινή, πάντως, είναι η διαπίστωση πως η τεράστια εξάπλωση των ηλεκτρονικών συστημάτων παρακολούθησης έχει κατορθώσει να διασπάσει το ‘Μεγάλο Αδελφό’ σε πολλαπλούς ‘μικρότερους αδελφούς’, οι οποίοι παίρνουν διαφορετική μορφή κάθε φορά (τον ρόλο του επιτηρητή παίζει άλλοτε το κράτος και άλλοτε οι απλοί πολίτες). Αυτό είναι κάτι που προστάζει άλλωστε και η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που επικρατεί στις δυτικές κοινωνίες[53], στο πλαίσιο της σύγχρονης διακυβέρνησης της ασφάλειας[54].

Εριφύλη Μπακιρλή 

Δρ. Εγκληματολογίας Παντείου Παν/μίου

[1] Για μία διεξοδική παρουσίαση του θέματος, βλ. Μπακιρλή 2011: 775-787 και της ιδίας 2019.

[2] Ceccato 2019α: 5.

[3] Από την πρώτη φορητή βιντεοκάμερα που δημιουργήθηκε το 1978 με σκοπό την αντικατάσταση του ανθρώπου στις πρακτικές αστυνόμευσης, έχουμε φθάσει στη δημιουργία των ‘έξυπνων’ καμερών (IP κάμερες), οι οποίες μπορούν να καθοδηγούνται και να ελέγχονται από οποιοδήποτε σημείο του κόσμου, αφού είναι συνδεδεμένες με έναν κεντρικό υπολογιστή. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι ψηφιοποιούν όλες τις εικόνες που καταγράφουν, ενώ σε αυτό το βίντεο έχουν πρόσβαση μέσω Internet ακόμη και κινητά τηλέφωνα, Παπαθεοδώρου 2009: 19-20.

[4] Lyon 1988: 3.

[5] Κι εδώ να αναφέρουμε ότι οι κάμερες παρακολούθησης, είτε είναι τοποθετημένες σε ιδιωτικούς, είτε σε δημόσιους χώρους, αποτελούν πρότυπο παράδειγμα περιστασιακής πρόληψης του εγκλήματος, Fussey 2007: 171-192, Welsh & Farrington 2009: 717.

[6] Rosenkrantz Lindegaard & Bernasco 2018: 159-161, Crawford 2003: 484, Newburn 2007: 578, Hughes 1998: 61.

[7] H στρατηγική που έχει κατά καιρούς εφαρμοστεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, γνωστή και ως ‘Deterrence by design’, στηρίζεται στην αποτροπή από το έγκλημα διαμέσου του χωροταξικού σχεδιασμού, Doherty et al. 2008: 301.

[8] Parnaby 2007: 2, Robinson 1999: 450-452. Εντούτοις, η κριτική που ασκείται συχνά σε αυτή την προσέγγιση είναι το πρόβλημα της μετατόπισης της εγκληματικότητας τοπικά και χρονικά, αλλά και όσον αφορά την αλλαγή στα μέσα και τους στόχους της εγκληματικής δραστηριότητας, Muncie 2006: 116, Newburn 2007: 582. 

[9] Rosenkrantz Lindegaard & Bernasco 2018: 160.

[10] Newman 1972: 3.

[11] Crawford 2003: 484.

[12] Sheptycki 1999: 220-221.

[13] Lyon 2003α: 62-63.

[14] Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικές από τις πιο μεγάλες εμπορικές εταιρείες διακίνησης τεχνολογικών προϊόντων ασφαλείας στις ΗΠΑ, όπως είναι οι Hewlett-Packard, AOL-Time-Warner και AT&T, ενώ η κυβέρνηση Bush ξόδεψε 38 δισ. δολάρια μόνο το 2003 για την επένδυση σε τεχνοπροληπτικά μέτρα ασφαλείας,  Lyon 2003α: 66-67.

[15] Lyon 2003α: 63, Lyon 2004: 136, 143. Η τεχνολογία έχει τεθεί στη υπηρεσία της ασφάλειας στις ΗΠΑ πολύ πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, ήδη από τη δεκαετία του ’80, στον αγώνα κατά των ναρκωτικών και της λαθρομετανάστευσης. Μην ξεχνάμε την υιοθέτηση από τις αμερικανικές αρχές (και συγκεκριμένα από την Border Patrol), στα μέσα της δεκαετίας του ’70, διαφόρων τεχνικών επιτήρησης οι οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά στον πόλεμο του Βιετνάμ, με σκοπό τον έλεγχο των εσωτερικών συνόρων των ΗΠΑ με το Μεξικό, Ceyhan 2006: 5-6 και του ιδίου 2001: 117-133.

[16] Lyon 2003α: 4 και του ιδίου 2007β: 161.

[17] Ως ‘κοινωνία της επιτήρησης’, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, ορίζεται η κοινωνία της οποίας η οργάνωση, δομή και λειτουργία βασίζεται στη χρήση τεχνικών μέσων επιτήρησης της καθημερινής ζωής των πολιτών, Lyon 2007α: 4.

[18] Ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη ‘τηλε’ που σηματοδοτεί την ‘απόσταση’ (στον τρόπο με τον οποίο ασκείται ο σύγχρονος κοινωνικός έλεγχος εν προκειμένω), Bogard 1996: 9.

[19] Τους οποίους ο Lyon ονομάζει ‘κυβερνο-πολίτες’ (‘cyber-citizens’), Lyon 2009: 47, 90, 134 και του ιδίου 2010: 37-38. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι «κυβερνούμαστε διαμέσου της ηλεκτρονικής ταυτοποίησης των προσωπικών μας στοιχείων σε τέτοιο βαθμό, που κανείς εργαζόμενος δεν έχει πρόσβαση στο γραφείο του χωρίς να επιδείξει την ‘έξυπνη’ κάρτα του (‘smart’ card), κανείς επιβάτης δεν ταξιδεύει αν δεν κατέχει το βιομετρικό διαβατήριο και κανείς ασθενής δεν νοσηλεύεται αν δεν επιδείξει την ηλεκτρονική κάρτα υγείας του», Lyon 2011: 348.

[20] Lyon 2001α: 15-16, του ιδίου 2003α: 65, 94, του ιδίου 2003β: 21 και του ιδίου 2004: 139.

[21] Lyon 2007α: 4.

[22] Βλ. Μπακιρλή 2018.

[23] Gill 2006: 27, Lyon 2001α: 2, Ball & Webster 2003: 1, Haggerty & Ericson 2006: 3, Bloss 2007: 209.

[24] Koskela 2003: 304, Haggerty 2009: 160.

[25] Lyon 1994: 47, του ιδίου 2001α: 143, του ιδίου 2001γ: 171 (υποσημ. 1), Kim 2004: 199.

[26] Βλ. http://www.anu.edu.au/people/Roger.Clarke/DV/, σύμφωνα με Levi & Wall 2004: 200 (υποσημ. 22), Lyon 2009: 50.

[27] Lyon 2007δ: 14.

[28] Haggerty & Ericson 2006: 3.

[29] Ο Lyon (2001α) αναφέρει χαρακτηριστικά το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου ήδη από τον 17ο αιώνα είχε θεσπίσει ένα ‘νέο’ για την εποχή αστυνομικό σώμα, αυτό των ‘επιθεωρητών φωτισμού’ (‘lighting inspectors’), με την παράλληλη εγκατάσταση στο Παρίσι περισσοτέρων από 6.500 λαμπτήρων, Lyon 2001α: 52.

[30] Lyon 2003α: 24.

[31] Με την έννοια ότι η σύγχρονη κρατική επιτήρηση δεν επικεντρώνεται ως επί το πλείστον σε μεμονωμένους υπόπτους εγκληματικών δράσεων, αλλά επεκτείνεται στο σύνολο του πληθυσμού, Maras 2009: 78.

[32] Πρόκειται για χαρακτηρισμό κατά το πρότυπο που είχε αποδοθεί και στη νεωτερικότητα από τον Bauman (‘liquid modernity’) και αναφέρεται σε κάποια από τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης επιτήρησης, όπως το γεγονός ότι μεταμορφώνεται, ελίσσεται κι εν τέλει ‘χωράει παντού’. Βλ. σχετικά Bauman & Lyon 2013.

[33] Marx 2002: 10, Loftus & Goold 2012: 275-276.

[34] Lyon 2003α: 142, του ιδίου 2007γ: 368, Marx 2006: 58.

[35] Βλ. Haggerty 2009:159-177.

[36] Brayne 2017: 996.

[37] Cohen 1985.

[38] Lyon 2001β: 172 και του ιδίου 2003γ: 13, 20-22.

[39] Kim 2004: 199.

[40] Marx 2002: 11-12, Ceccato 2019 α, β.

[41] Ball &Wood 2006: 4-5.

[42] Πρόκειται γι’ αυτό που οι Haggerty και Ericson (2000) ονομάζουν ‘the surveillant assemblage’, Haggerty & Ericson 2000: 605-622 και τωνιδίων 2007: 104-116.

[43] Loftus & Goold 2012: 276.

[44] Marx 2007: 50.

[45] Ceccato 2019β: 26.

[46] Για παράδειγμα υπάρχουν περιπτώσεις που οι πελάτες φωτογραφίζουν τους ιδιοκτήτες ενός καταστήματος, επιβάτες ταξί που φωτογραφίζουν τους οδηγούς, πολίτες που καταγράφουν τους αστυνομικούς που τους σταματούν για έλεγχο στον δρόμο, κ.ο.κ..

[47] Ceccato 2019β: 35.

[48] Ο όρος ‘surveillance’ προέρχεται από τις γαλλικές λέξεις ‘veiller’ που σημαίνει κοιτάζω, παρακολουθώ, παρατηρώ, προσέχω και ‘sur’ που σημαίνει ‘πάνω’. Δηλ. παρακολουθώ από πάνω, Gilliom 2008: 321, Lyon 2007δ: 13. Αντιθέτως, ‘sousveillance’ σημαίνει να παρακολουθείς από ‘κάτω’ (‘sous’). Για τη νέα αυτή μορφή επιτήρησης, βλ. εκτενώς Mann 1998: 93-102, καθώς επίσης, Mann et al. 2003: 331-355.

[49] Ceccato 2019β: 33, 35.

[50] Ceccato 2019β: 29.

[51] Ceccato 2019β: 29-30.

[52] Ceccato 2019β: 28.

[53] Βλ. Coleman 2004: 293-309. Αν και τα συστήματα βιντεοεπιτήρησης εξαπλώνονται τάχιστα παγκοσμίως, ακόμη και σε χώρες που δεν είναι νεοφιλελεύθερες, όπως στη Ν. Αφρική, τη Ρωσία, την Κίνα, τη Σαουδική Αραβία, το Ιράν, και αλλού.

[54] Για μια αναλυτική παρουσίαση του θέματος, βλ. Μπακιρλή 2018.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ball, K. & Webster, F. (2003) «The Intensification of Surveillance». Στο: Ball, K. & Webster, F. (εκδ.), The Intensification of Surveillance. Crime, Terrorism and Warfare in the Information Age. Pluto Press, London, 1-15.

Ball, K. & Wood, D. (2006) «Un rapport sur la société de la surveillance: rapport de synthèse». Rapport préparé par le Surveillance Studies Network à l'intention du Commissaire à l'information, 1-26.

Bartley, T. (2019) «The Digital Surveillance Society». Contemporary Sociology 48 (6), 622-627.

Bauman, Z & Lyon, D. (2013) Liquid Surveillance. Polity Press, Cambridge.

Bloss, W. (2007) «Escalating U.S. Police Surveillance after 9/11: an Examination of Causes and Effects». Surveillance & Society 4 (3), 208-228.

Bogard, W. (1996) The simulation of surveillance. Hypercontrol in telematic societies. Cambridge University Press, Cambridge.

Brayne, S. (2017) «Big Data Surveillance: The Case of Policing». American Sociological Review 82 (5), 977-1008.

Ceccato, V. (2019α) «Introduction to the Special Issue: Crime and Control in the Digital Era». Criminal Justice Review 44 (1), 5-10.

Ceccato, V. (2019β) «Eyes and Apps on the Streets: From Surveillance to Sousveillance Using Smartphones». Criminal Justice Review 44 (1), 25-41.

Ceyhan, A. (2001) «Terrorisme, Immigration et Patriotisme. Les Identités sous Surveillance». Cultures & Conflits 44, 117-133.

Ceyhan, A. (2006) «Technologie et Sécurité : Une Gouvernance Libérale dans un Contexte d’Incertitudes». Cultures & Conflits 64, 1-18.

Cohen, S. (1985) Visions of Social Control: Crime, Punishment, and Classification. Polity Press, Cambridge.

Coleman, R. (2004) «Reclaiming the Streets: Closed Circuit Television, Neoliberalism and the Mystification of Social Divisions in Liverpool, UK». Surveillance & Society 2 (2-3): 293-309.

Crawford, A. (2003) «“Contractual Governance” of Deviant Behaviour». Journal of Law and Society 30 (4), 479-505.

Doherty, J., Busch-Geertsema, V., Karpuskiene, V., Korhonen, J., O'Sullivan, E., Sahlin, I., Tosi, A., Petrillo, A. & Wygnanska, J. (2008) «Homelessness and Exclusion: Regulating Public Space in European Cities». Surveillance & Society 5 (3), 290-314.

Fussey, P. (2007) «Observing Potentiality in the Global City: Surveillance and Counterterrorism in London». International Criminal Justice Review 17 (3), 171-192.

Gill, P. (2006) «Not Just Joining the Dots But Crossing the Borders and Bridging the Voids: Constructing Security Networks after 11 September 2001». Policing & Society 16 (1), 27-49.

Gilliom, J. (2008) «Surveillance and Educational Testing: No Child Left Behind and the Remaking of American Schools». Στο: Deflem, M., Ulmer, J. (εκδ.), Surveillance and Governance: Crime Control and Beyond (Sociology of Crime Law and Deviance, Volume 10). Emerald Group Publishing Limited, 305-325.
Haggerty, K. (2009) «‘Ten Thousand Times Larger…’. Anticipating the Expansion of Surveillance». Στο: Goold, B. & Neyland, D. (εκδ.), New Directions in Surveillance and Privacy. Willan Publishing, Cullompton, 159-177.
Haggerty, K. & Ericson, R. (2000) «The Surveillant Assemblage». The British Journal of Sociology 51 (4), 605-622.

Haggerty, K. & Ericson, R. (2006) «The New Politics of Surveillance and Visibility». Στο: Haggerty, K. & Ericson, R. (εκδ.), The New Politics of Surveillance and Visibility. University of Toronto Press, Toronto, 3-25.

Haggerty, K. & Ericson, R. (2007) «The Surveillant Assemblage». Στο: Hier, S. & Greenberg, J. (εκδ.), The Surveillance Studies Reader. Open University Press, Maidenhead, 104-116.

Hughes, G. (1998) Understanding Crime Prevention. Social Control, Risk and Late Modernity. Open University Press, Buckingham.

Kim, M-C. (2004) «Surveillance Technology, Privacy and Social Control With Reference to the Case of the Electronic National Identification Card in South Korea». International Sociology 19 (2), 193-213.

Koskela, H. (2003) «‘Cam Era’ – the Contemporary Urban Panopticon». Surveillance & Society 1 (3), 292-313.

Levi, M. & Wall, D. S. (2004) «Technologies, Security, and Privacy in the Post-9/11 European Information Society». Journal of Law and Society 31 (2), 194-220.

Loftus, B. & Goold, B. (2012) «Covert Surveillance and the Invisibilities of Policing». Criminology & Criminal Justice 12 (3), 275-288.

Lyon, D. (1988) The Information Society: Issues and Illusions. Polity Press. Cambridge.

Lyon, D. (1994) The Electronic Eye. The Rise of Surveillance Society. Polity Press, Cambridge.

Lyon, D. (2001α) Surveillance Society. Monitoring Everyday Life. Open University Press, Buckingham.

Lyon, D. (2001β) «Facing the Future: Seeking Ethics for Everyday Surveillance». Ethics and Information Technology 3 (3), 171–181.

Lyon, D. (2003α) Surveillance after September 11. Polity Press, Cambridge.

Lyon, D. (2003β) «Surveillance after September 11, 2001». Στο: Ball, K. & Webster, F. (εκδ.), The Intensification of Surveillance. Crime, Terrorism and Warfare in the Information Age. Pluto Press, London, 16-25.

Lyon, D. (2003γ) «Surveillance as Social Sorting. Computer Codes and Mobile Bodies». Στο: Lyon, D. (εκδ.), Surveillance as Social Sorting. Privacy, Risk, and Digital Discrimination. Routledge, London, 13-30.

Lyon, D. (2004) «Globalizing Surveillance: Comparative and Sociological Perspectives». International Sociology 19 (2), 135-149.

Lyon, D. (2007α) «How Did We Get Here? David Lyon Examines the Background to Our Surveillance Society and Calls for Vigilance to Keep it Under Control». Criminal Justice Matters (68), 4-5.

Lyon, D. (2007β) «Surveillance, Security and Social Sorting: Emerging Research Priorities». International Criminal Justice Review 17 (3), 161-170.

Lyon, D. (2007γ) «Resisting Surveillance». Στο: Hier, S. & Greenberg, J. (εκδ.), The Surveillance Studies Reader. Open University Press, Maidenhead, 368-377.

Lyon, D. (2007δ) Surveillance Studies. An Overview. Polity Press, Cambridge.

Lyon, D. (2009) Identifying Citizens. ID Cards as Surveillance. Polity Press, Cambridge.

Lyon, D. (2010) «Identification, Surveillance and Democracy». Στο: Haggerty, K. & Samatas, M. (εκδ.), Surveillance and Democracy. Routledge, Oxfordshire, 34-50.

Lyon, D. (2011) «Les Insignes Corporels: La Biométrie Comme Perte de l’Histoire Personnelle». Στο: Ceyhan, A. & Piazza, P. (εκδ.), L’Identification Biométrique. Champs, Acteurs, Enjeux et Controverses. Editions de la Maison des Sciences de l’Homme, Paris, 347-373.

Mann, S. (1998) «‘Reflectionism’ and ‘Diffusionism’: New Tactics for Deconstructing the Video Surveillance Superhighway». Leonardo 31 (2), 93-102.

Mann, S., Nolan, J. & Wellman, B. (2003) «Sousveillance: Inventing and Using Wearable Computing Devices for Data Collection in Surveillance Environments». Surveillance & Society 1 (3), 331-355.

Maras, M.-H. (2009) «From Targeted to Mass Surveillance: Is the EU Data Retention Directive a Necessary Measure or an Unjustified Threat to Privacy?». Στο: Goold, B. & Neyland, D. (εκδ.), New Directions in Surveillance and Privacy. Willan Publishing, Cullompton, 74-103.

Marx, G. (2002) «What’s New About the “New Surveillance”? Classifying for Change and Continuity». Surveillance & Society 1 (1), 9-29.

Marx, G. (2006) «Mots et Mondes de Surveillance. Contrôle et Contre-contrôle à l’Ere Informatique». Criminologie 39 (1), 43-62.

Marx, G. (2007) «The Engineering of Social Control: Policing and Technology». Policing 1 (1), 46-56.

Muncie, J. (2006) «Defensible Space». Στο: McLaughlin, E. & Muncie, J. (εκδ.), The Sage Dictionary of Criminology. 2nd Edition, Sage, London, 115-116.

Newburn, T. (2007) Criminology. Willan Publishing, Cullompton.

Newman, O. (1972) Defensible Space: Crime Prevention Through Urban Design. Macmillan, New York.

Parnaby, P. (2007) «Crime Prevention Through Environmental Design: Financial Hardship, the Dynamics of Power, and the Prospects of Governance». Crime, Law and Social Change: An Interdisciplinary Journal 48 (3-5), 1-16.

Robinson, M. (1999) «The Theoretical Development of ‘CPTED’. Twenty-five Years of Responses to C. Ray Jeffery». Στο: Laufer, W. & Adler, F. (εκδ.), The Criminology of Criminal Law. Transaction Publishers, New Brunswick, 427-462.

Rosenkrantz Lindegaard, Μ. & Bernasco, W. (2018) «Lessons Learned from Crime Caught on Camera». Journal of Research in Crime and Delinquency 55 (1), 155-186.

Sheptycki, J.W.E. (1999) «Policing, Postmodernism and Transnationalization». Στο: Smandych, R. (εκδ.), Governable Places. Readings on Governmentality and Crime Control. Ashgate-Dartmouth, Aldershot, 215-238.

Welsh, B. & Farrington, D. (2009) « Public Area CCTV and Crime Prevention: An Updated Systematic Review and Meta-Analysis». Justice Quarterly 26 (4), 716-745.

Μπακιρλή, Ε. (2011) «Η Σύγχρονη Τεχνολογία στην Υπηρεσία του Κοινωνικού Ελέγχου του Εγκλήματος, υπό το Πρίσμα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Στο: Χαλκιά, Α. (επιμ.), Η Σύγχρονη Εγκληματικότητα, η Αντιμετώπισή της και η Επιστήμη της Εγκληματολογίας. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Ιάκωβο Φαρσεδάκη (Τόμος Ι). Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 775-787.

Μπακιρλή, Ε. (2018) Σύγχρονη Διακυβέρνηση και Έλεγχος του Εγκλήματος. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Μπακιρλή, Ε. (2019) Σύγχρονη Τεχνολογία και Αντεγκληματική Πολιτική. Νομική Βιβλιοθήκη. Αθήνα.

Παπαθεοδώρου, Θ. (2009) Επιτηρούμενη Δημοκρατία. Η Ηλεκτρονική Παρακολούθηση των Πολιτών στην Κοινωνία της Διακινδύνευσης. Βιβλιόραμα, Αθήνα.