Σεχίδης ΤΕΥΧΟΣ #9 ΜΑΙΟΣ 2019

Θεόφιλος Σεχίδης: Πώς τα ΜΜΕ «κανιβάλισαν» την υπόθεση του «κανίβαλου που άκουγε Τσαϊκόφσκι»

Βαρβάρα Βαγιανού, Δέσποινα Τζάνη

Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή. Τα ΜΜΕ φρόντισαν να μας την αποδώσουν με κάθε λεπτομέρεια από την πρώτη μέρα που αποκαλύφθηκε το έγκλημα. Το οικογενειακό σπίτι στο Λιμένα Θάσου που έγινε το φονικό, η φιλήσυχη οικογένεια που ξεκληρίστηκε, οι κάτοικοι που έπεσαν από τα σύννεφα και ο «τρελός» που τους σκότωσε. Δεν ήταν όμως αρκετά. Η ιστορία έχει τρία μέρη και έναν πρωταγωνιστή.

Aύγουστος 1996: Ο «Δαίμονας εξολοθρευτής», «Ο γιος του Φρανκενστάιν» που σκότωσε 5 μέλη της οικογένειας του πήρε μορφή μέσα από τον Τύπο της εποχής, γιατί έπρεπε να γνωρίσουμε το «τέρας» ώστε να μην του μοιάσουμε.  Ο Θεόφιλος Σεχίδης -εκτός από ονοματεπώνυμο- είχε αγαπημένο είδος μουσικής, αφού «τους τεμάχιζε ακούγοντας Τσαϊκόφσκι», έπινε μόνο γάλα και σπούδαζε Nομική. Ήταν ένα «ήρεμο και φαινομενικά νηφάλιο πρόσωπο», ένα «μοναχικό παιδί που έκρυβε το χαμόγελο του θανάτου», το οποίο απ’ ότι φαίνεται φανέρωσε σε όλο του το μεγαλείο στις 19 και 20 Μαίου. Τότε έγινε ένας «παρανοϊκά ψύχραιμος», «διαβολικά έξυπνος» δολοφόνος με «τάσεις κανιβαλισμού», γιατί πως αλλιώς θα διαχειριζόμασταν ένα νεαρό οικογενειοκτόνο; Τέλη της δεκαετίας του ’90 και η ελληνική κοινωνία χρειάστηκε ένα ακατανόητο για εκείνη έγκλημα, ώστε να γυρίσει σε μεσαιωνικές αντιλήψεις, όπου ο δολοφόνος είναι τρελός και ο τρελός είναι κακός.

«Ένας serial killer χωρίς προηγούμενο για τα ελληνικά ποινικά χρονικά, αβίαστα ομολόγησε τα πάντα στο δικαστήριο», «με τεράστια ψυχολογικά προβλήματα», «κυνικός, αμετανόητος και αδιαφορώντας για τον κόσμο που τον αποδοκίμαζε», ο Θεόφιλος παρευρέθηκε στη δίκη και καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια. Η απόφαση βασίστηκε και στην ιατρική πραγματογνωμοσύνη των ψυχιάτρων που τον είχαν εξετάσει κι έτσι του καταλογίστηκε πλήρης επίγνωση των πράξεων του. Έπασχε από σχιζότυπη διαταραχή, όχι όμως από σχιζοφρένεια και δεν έχρηζε θεραπευτικής αγωγής. Το προφίλ του όμως είχε ήδη δομηθεί: ένας ψυχικά ασθενής, που δεν έτυχε ιατρικής αντιμετώπισης και η κατάληξη ήταν να γίνει οικογενειοκτόνος.

Μία υπόθεση σαν κι αυτή δεν είναι, βέβαια, εύκολη να την διαχειριστεί και να την χωνέψει οποιαδήποτε κοινωνία. «Η βία ως υπερβολή, η βία ως παραβίαση κοινά αποδεκτών κανόνων συμπεριφοράς, φοβίζει αλλά και γοητεύει, απωθεί αλλά και σαγηνεύει, ελκύει αλλά και απομακρύνει[1]», με αποτέλεσμα ένα αποτρόπαιο έγκλημα να προκαλεί αμηχανία στο κοινό. Η απόδοση του εγκλήματος σε κάποιον που δεν έχει σώας τας φρένας, στη συνέχεια η περιθωριοποίηση και ο στιγματισμός του, βοηθάει να ξορκίσουμε το κακό και να χαρούμε που δεν αφορά εμάς, δεν συνέβη σ’ εμάς. Τα ΜΜΕ της εποχής με τα εντυπωσιακά αφιερώματα στον «μακελάρη της Θάσου» κατάφεραν να συντηρήσουν τη στάση αυτή, που ήρθε με την ανακουφιστική απόφαση της καταδίκης και του εγκλεισμού του. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα είχε αποκατασταθεί και ο «τρελός» δεν αποτελούσε πια κίνδυνο.

Οκτώβριος 2017:  «Αποφυλακίζεται ο κανίβαλος που άκουγε Τσαϊκόφκσι», «επιστρέφει στη Θάσο ο γιος του Φρανκενστάιν» και πολλές ακόμη ειδήσεις, που σε τίποτα δεν διέφεραν από τα εξώφυλλα των εφημερίδων της δεκαετίας του ’90, όταν το έγκλημα είχε αποκαλυφθεί. Αυτή τη φορά η κοινωνική ειρήνη είχε διαταραχθεί, γιατί ο άρρωστος δολοφόνος θα επέστρεφε ξανά στον τόπο του εγκλήματος και τα ΜΜΕ όφειλαν να ενημερώσουν για τον επικείμενο κίνδυνο.

Αφορμή για την αναζωπύρωση της ιστορίας, αποτέλεσε ένα ρεπορτάζ που είχαμε κάνει τον Δεκέμβρη του 2016 «Θεόφιλος Σεχίδης: Επιστροφή στην «ελεύθερη κοινωνία» το 2017;», στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέραμε πως ο Σεχίδης δικαιούταν αίτηση αποφυλάκισης που ενδεχομένως να γινόταν δεκτή. Ένα χρόνο μετά, το ρεπορτάζ θεωρήθηκε είδηση και η πιθανότητα έγινε σιγουριά: θα άφηναν ελεύθερο τον σφαγέα της Θάσου.

Κι όμως δεν ήταν έτσι. Η αίτηση αποφυλάκισης, η έγκριση της από το συμβούλιο της φυλακής και η επιστροφή του ενδιαφερόμενου στην ελεύθερη κοινωνία είναι τρία διαφορετικά στάδια, καθένα από τα οποία έχει ορισμένες προϋποθέσεις. Στο άρθρο μας επιβεβαιώναμε το πρώτο στάδιο, δηλαδή το δικαίωμα του Σεχίδη να αιτηθεί την υφ’ όρων απόλυση από τη φυλακή[2].

Τα ελληνικά ΜΜΕ διαστρεβλώνοντας τα λεγόμενα του άρθρου κατέληξαν λανθασμένα στην πρόωρη αποφυλάκιση του Σεχίδη, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις από όλους όσους διάβασαν τότε την είδηση και έσπευσαν να το σχολιάσουν αρνητικά: «Στη φυλακή μέχρι να πεθάνει! Δεν τολμούν να αποφυλακίσουν τον «Χάνιμπαλ» της Ελλάδας που πετσόκοψε την οικογένειά του», «Θεόφιλος Σεχίδης: Αποφυλακίζεται «ο κανίβαλος που άκουγε… Τσαϊκόφκσι;», «Σεχίδης: Προς αποφυλάκιση 21 έτη μετά το ξεκλήρισμα της οικογένειάς του», «Λίγο πριν την αποφυλάκιση ο Θεόφιλος Σεχίδης που κατέσφαξε την οικογένειά του». Mπορεί να είχαν περάσει δύο δεκαετίες, ο Θεόφιλος να είχε διαγνωστεί επισήμως με σχιζοφρένεια και να ζούσε με χάπια, όμως η στερεοτυπική «κανιβαλιστική» του απεικόνιση είχε ριζώσει καλά στη συλλογική συνείδηση και δεν επρόκειτο να αλλάξει.

Φεβρουάριος 2019: «Πέθανε ο σφαγέας της Θάσου», «Πέθανε ο Έλληνας Χάνιμπαλ Θεόφιλος Σεχίδης». Οι επαναλαμβανόμενοι τίτλοι οι οποίοι τον ανέφεραν ως Χάνιμπαλ και σφαγέα ήδη από την αποκάλυψη της εγκληματικής του ενέργειας μέχρι και την είδηση του θανάτου του συνέχισαν ακριβώς στο ίδιο μοτίβο ενάμιση χρόνο μετά.

H ξαφνική είδηση του θανάτου του 46χρονου Θεόφιλου Σεχίδη γέμισε ένα γενναίο κομμάτι των πρωτοσέλιδων του Τύπου και των δελτίων ειδήσεων της τηλεόρασης, εφόσον τους έδωσε την ευκαιρία να θυμηθούν την ιστορία που «είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο». Τα site το ένα μετά το άλλο σχολίαζαν τον θάνατο του που τόσο αναπάντεχα συνέβη μέσα στη φυλακές Κορυδαλλού, όπου ο Σεχίδης κρατούνταν τα τελευταία 22 χρόνια. Είχαν πέσει έξω με την αποφυλάκιση, όμως πλέον δεν υπήρχε καμία αμφιβολία: το κακό είχε πεθάνει και δεν θα αποτελούσε πια απειλή.

Τα ιδιώνυμα προσωνύμια που αποδίδουν τα ΜΜΕ σε ανθρωποκτόνους και πολυανθρωποκτόνους, όπως «μακελάρης», «σφαγέας», «Χάνιμπαλ», «Φρακενστάιν» είναι ένα πάγιο τέχνασμα. Αφενός, «στοχεύουν στο να απορροφηθούν από το κοινό οι ειδήσεις», αφετέρου «χτίζουν άκαμπτα στερεότυπα για το έγκλημα, την επικινδυνότητα, τον αναμενόμενο ρόλο των αρχών, ακόμη και για τον «δίκαιο» χαρακτήρα της ποινής»[3]. Επιπλέον,  ανάμεσα σε ΜΜΕ και κοινό αναπτύσσεται μια αμφίδρομη σχέση που στη συγκεκριμένη περίπτωση εκφράζεται ως εξής: τα μέσα οφείλουν να ενημερώσουν διεξοδικά τον κόσμο για το έγκλημα και ο κόσμος με τη σειρά του, οφείλει να ζητήσει προστασία από την απειλή και απονομή της δικαιοσύνης. Η παρουσίαση του Θεόφιλου Σεχίδηως «τρελού» έκανε πιο εύκολη την παρουσίαση της υπόθεσης, την εξήγηση του εγκλήματος και την χώνεψη του από το κοινό. Αποκαλώντας τον σχιζοφρενή, εξασφαλίσαμε τη δική μας ομαλότητα. Μαθαίνοντας για το θάνατό του, αποκαταστήσαμε οριστικά τη δική μας τάξη πραγμάτων.

Bαγιανού Βαρβάρα, δημοσιογράφος.

Τζάνη Δέσποινα, δημοσιογράφος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια Εγκληματολογίας.

[1] Τσαλίκογλου Φ.(1987), Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή, Αθήνα: Παπαζήση, σελ.22.
[2] Όπως μας είχε ενημερώσει τότε ο δικηγόρος -εγκληματολόγος Διονύσης Χιόνης, «ο Ποινικός Κώδικας ορίζει ότι σε περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά δύο ή τρεις ποινές ισόβιας κάθειρξης, ο κρατούμενος πρέπει για κάθε μία από αυτές να παραμείνει πραγματικά 15 χρόνια στην φυλακή. Για να απολυθεί, υπό όρους ο κατάδικος αυτός, πρέπει να έχει εκτίσει το άθροισμα των ποινών αυτών, όχι όμως πάνω από 25 χρόνια. Από τα 25 χρόνια πρέπει να έχει εκτίσει πραγματικά τα 19 χρόνια. Ο Σεχίδης τα είχε συμπληρώσει».
[3] Παπαϊωάννου Π.(2013), Ανθρωποκτόνοι κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, Αθήνα: Nομική Βιβλιοθήκη, σελ. 451.