ΤΕΥΧΟΣ #7 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2018

Επανένταξη και Κοινωνικός Αποκλεισμός: Έννοιες και Αντιμετώπιση

Χρήστος Γ. Μακρυνιώτης

«Υπάρχουν ακόμα κάτι τέτοιοι, που κάνουν επίτηδες εγκλήματα,

 μόνο και μόνο για να τους πάνε στο κάτεργο και να γλιτώσουν έτσι

 απ’ το χειρότερο κάτεργο της λεύτερης ζωής.»

Φιόντορ Ντοστογιέβσκη, Αναμνήσεις από το Σπίτι των Πεθαμένων, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ, Αθήνα, 2014, σελ. 68

         Αναλογιζόμενος κανείς, επιστημονικά ή μη, το μείζον ζήτημα της επανένταξης των αποφυλακισμένων δεν μπορεί να μην το εντάξει στον γενικότερο προβληματισμό – επιστημονικό αντικείμενο του κοινωνικού αποκλεισμού. Ο τελευταίος υποκατέστησε ως ένα σημείο την έννοια της φτώχειας[1] και άρχισε να εγκλείει στους κόλπους του όλο και περισσότερα μέρη της κοινωνίας. Η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού εντάσσεται στο πλαίσιο ερμηνείας και ανάλυσης κοινωνικών ζητημάτων των σύγχρονων κοινωνιών και χαρακτηρίζεται ως «δυναμικός και όχι στατικός όρος, ο οποίος αναφέρεται σε μια κατάσταση μη – ενσωμάτωσης, αλλά και στους μηχανισμούς που οδηγούν σε αυτήν ή αναπαράγονται από αυτήν»[2].

Στη σύγχρονη εκδοχή της, η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζεται για πρώτη φορά σε επιστημονικό κείμενο τη δεκαετία του 60’ στο έργο του Pierre Masse, γενικού γραμματέα του Υπουργείου Σχεδιασμού της Γαλλίας, «Les dividendes du progres» και λίγο αργότερα, το 1965, στο έργο ενός άλλου Γάλλου, του J. Klanfer, με τον τίτλο «L’ exclusion sociale». Ωστόσο, η πατρότητα του όρου αποδίδεται στον Rene Lenoir, ανώτατο στέλεχος της γαλλικής κρατικής διοίκησης, που το χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το 1974, αναφερόμενος σε διάφορες κατηγορίες πληθυσμού που δεν καλύπτονταν από την κοινωνική ασφάλιση όπως τα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες, οι ηλικιωμένοι, οι μονογονεϊκές οικογένειες κλπ.[3]

Ο κοινωνικός αποκλεισμός προσδιορίζεται, από την εμφάνισή του ως επιστημονικού αντικειμένου, ως αποκλεισμός από την ανάπτυξη όπως και από τις οικονομικές και κοινωνικές ανταλλαγές και παραπέμπει σε μια ρευστή διάκριση της κοινωνίας σε εκείνους που είναι εντός και σε εκείνους που είναι εκτός[4]. Ο κοινωνικός αποκλεισμός, λοιπόν, προσιδιάζει περισσότερο σε διαδικασία παρά σε κατάσταση. Είναι μια διαδικασία έκπτωσης, συνδεδεμένη με την ανισότητα και τη φτώχεια[5].

Ο ακριβής ορισμός του κοινωνικού αποκλεισμού είναι δύσκολο να δοθεί, καθώς αυτός μεταβάλλεται ανάλογα με την ιδιότητα αυτού που τον χρησιμοποιεί – προσεγγίζει, το αντικείμενο το οποίο προσδιορίζει, τις συνθήκες που επικρατούν, τον χρόνο, αλλά και τον τόπο. Όπως σημειώνει ο Paugam (1996): «Καθώς γενικεύεται, η έννοια του αποκλεισμού γίνεται πιο ασαφής και διφορούμενη ως κατηγορία επιστημονικής σκέψης. Έχει γίνει τόσο τρέχουσα, ώστε όλοι τη χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν ένα πλήθος καταστάσεων ή πληθυσμών των οποίων συχνά αντιλαμβάνεται κανείς τα κοινά σημεία με δυσκολία[6].

Ένας από τους επιστημονικά τεκμηριωμένους ορισμούς δίδεται από τον  Strobel (1994), ο οποίος αναφέρει τα εξής:

«Η επιτυχία του όρου κοινωνικός αποκλεισμός πιθανόν να οφείλεται εν  μέρει στο γεγονός ότι έχει υποστεί μια αλλαγή στη σημασία του και έχει μετατραπεί σε ευφημισμό. Ενώ αρχικά αναφερόταν στην πράξη της απόρριψης κάποιου από μια ομάδα, από ένα θεσμό ή από έναν κοινωνικό χώρο (ή της απαγόρευσης να συμμετέχει σε αυτά), τώρα αναφέρεται στο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, στην κατάσταση αυτών που αποκλείονται, χωρίς ένδειξη σχετικά με το "από πού αποκλείονται" και "ποιος τους αποκλείει".»[7] Στο σημείο αυτό, και με έναυσμα τον προαναφερόμενο ορισμό, ο καθένας αντιλαμβάνεται τη συνάφεια του περιεχομένου του κοινωνικού αποκλεισμού με τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνικής ομάδας των αποφυλακισμένων.

Όπως προαναφέρθηκε, ο κοινωνικός αποκλεισμός νοείται ως μια διαδικασία τα στάδια της οποίας μας βοηθούν να αντιληφθούμε πληρέστερα τη δομή και τα χαρακτηριστικά αυτού. Ο Olivier Mazel (1996) συγκρότησε τις διαβαθμίσεις / τα στάδια της διαδικασίας του κοινωνικού αποκλεισμού ως εξής:

Το πρώτο στάδιο είναι ο βαθμός κινδύνου που αντιμετωπίζουν οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Το δεύτερο στάδιο αποτελείται από τον βαθμό της απειλής που στρέφεται εναντίων των ομάδων αυτών. Το τρίτο στάδιο έχει  να κάνει με τον βαθμό της αποσταθεροποίησης που βαραίνει το κάθε ένα μέλος της μειονεκτικής ομάδας, ανάλογα με το πρόβλημα το οποίο έχει. Το τέταρτο στάδιο είναι αυτό της έκπτωσης του ατόμου από τον κοινωνικό ιστό, στο οποίο συγκαταλέγεται και η αδυναμία επανένταξης. Τέλος, το πέμπτο στάδιο της διαδικασίας του κοινωνικού αποκλεισμού αναφέρεται στον βαθμό του πραγματικού αποκλεισμού που συνίσταται στην πλήρη ρήξη κοινωνικών δεσμώνκαι δεσμών που συνδέονται ειδικότερα με την απασχόληση, την οικογένεια και την κατοικία.[8]

Αναφορικά με τα δεδομένα της Ελλάδας και τις προσπάθειες για καταγραφή, έλεγχο και αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού χρήζει σημείωσης πως στις 21/7/1996 δημοσιεύεται στην Εφημερίδα «Καθημερινή» ο «χάρτης των κοινωνικά αποκλεισμένων» στην Ελλάδα. Το δημοσίευμα αναφέρει πως οι κοινωνικά αποκλεισμένοι «είναι αυτοί που η ζωή τούς οδηγεί στο περιθώριο, εκεί όπου τα κοινωνικά δικαιώματα καταργούνται στην πράξη και η κοινωνική προκατάληψη τους στιγματίζει ανεξίτηλα. Αυτοί, αποκλεισμένοι από κάθε είδους αγαθά και κοινωνικές υπηρεσίες, στερούνται οτιδήποτε απολαμβάνει η πλειοψηφία των πολιτών.»[9] Οι κατηγορίες των πολιτών αυτών, βάσει του δημοσιεύματος της εφημερίδας, είναι οι «φτωχοί, άνεργοι, κάτοικοι των αποβιομηχανοποιημένων περιοχών, ηλικιωμένοι, γυναίκες στην αγορά εργασίας, αποκλεισμένοι από τη μόρφωση, παράνομοι μετανάστες, παλιννοστούντες πρόσφυγες από την πρώην ΕΣΣΔ, τοξικομανείς, φορείς του AIDS, τσιγγάνοι, αποφυλακισμένοι, χρονίως πάσχοντες, άτομα με ειδικές ανάγκες, άστεγοι.»[10]

Σε συνέχεια των ορισμών και των εκφάνσεων του κοινωνικού αποκλεισμού, θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθούν, τουλάχιστον, ορισμένα μέσα ή προσπάθειες για τον περιορισμό ή και την οριστική καταπολέμηση αυτού. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Χ. Τσιρώνης (2005): «Η έρευνα έχει σήμερα ένα τρισυπόστατο χρέος: να αποκωδικοποιήσει τις αλλαγές του σύγχρονου κόσμου και να κατανοήσει κατά τον δυνατόν το σύνθετο πλέγμα του κοινωνικού βίου, να ανακαλύψει τα ιδιαίτερα εκείνα στοιχεία των σημερινών κοινωνικών μορφωμάτων που ευνοούν τη γέννηση του φαινομένου, αλλά και να προχωρήσει στην ανάλυση των μηχανισμών που διασφαλίζουν την αναπαραγωγή του, ώστε να είναι δυνατή η πρόταξη λυσιτελών πρακτικών.»[11]

Οι προσπάθειες που γίνονται ποικίλουν και ο χαρακτήρας τους δύναται να είναι τόσο εθνικός όσο και υπερεθνικός. Ο πολυδιάστατος χαρακτήρας του κοινωνικού αποκλεισμού απαιτεί και πολυδιάστατες λύσεις – πολιτικές για την καταπολέμησή του. Είναι πολύ σημαντικό, λοιπόν, «να δημιουργηθούν συνεργασίες ανάμεσα σε επιμέρους φορείς που έχουν ασκήσει μονοδιάστατες, τομεακές πολιτικές ή να αναλάβουν υπάρχοντες ή καινούργιοι φορείς την εφαρμογή σύγχρονων πολυδιάστατων τεχνικών».[12]

Κάθε ένα κράτος, αναλόγως του ιδεολογικού μανδύα της εκάστοτε κυβέρνησής του, αποφασίζει να αναμετρηθεί με το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού ή και να παραμείνει θεατής των κοινωνικών και όχι μόνο ανισοτήτων της κοινωνίας. Η αντιμετώπιση του αποκλεισμού μπορεί να εξεταστεί, να συγκροτηθεί και να πραγματοποιηθεί μέσω ποικίλων πολιτικών και κρατικών μηχανισμών.

Έτσι λοιπόν, σε μια χώρα στην οποία επικρατεί και κυριαρχεί το Κράτος Πρόνοιας θα υιοθετηθούν στρατηγικές κοινωνικής πολιτικής στοχεύοντας σε μια αναδιανομή του εισοδήματος για τον όσο το δυνατό εντονότερο περιορισμό των μεγάλων οικονομικών ανισοτήτων. Η πολιτική αυτή διάσταση στην αντιμετώπιση του αποκλεισμού δύσκολα μπορεί να παρακαμφθεί λόγω της νομικής και θεσμικής χροιάς της παρέμβασης αυτής. Πιο συγκεκριμένα, τα πολιτικά συστήματα είναι που υιοθετούν ή όχι το μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό παρέμβασης του κράτους για την εξασφάλιση μιας στοιχειώδους τελικά ισορροπίας ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα και όχι μόνο από οικονομική άποψη αλλά και από άποψη κοινωνικών δικαιωμάτων[13].

Εκτός όμως από τις εθνικές παρεμβάσεις και πολιτικές για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, δράσεις προέρχονται και από υπερεθνικά όργανα όπως αυτά της ΕΕ. Το πρώτο ευρωπαϊκό κείμενο στο οποίο εισάγεται επίσημα ο όρος του κοινωνικού αποκλεισμού δημοσιεύεται από την Επιτροπή εν έτη 1988 και αναφέρεται στον κοινωνικό αποκλεισμό, την περιθωριοποίηση και τις νέες μορφές φτώχειας [ (Comission E. C, 1988)]. Έναν χρόνο αργότερα, το 1989, σε μια απόφαση του Συμβουλίου αναφέρεται πως «η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού πρέπει να θεωρείται ως ένα σημαντικό μέρος της κοινωνικής διάστασης της κοινής αγοράς [ (Συμβούλιο Ε.Κ., 1989)].»[14]

Αργότερα, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μέσω της Πράσινης Βίβλου για Ισότητα και µη Διακριτική Μεταχείριση στη Διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, πήρε επίσης θέση για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού οριοθετώντας τον τελευταίο και εξετάζοντας το φαινόμενο αυτό υπό ποικίλα πρίσματα και οπτικές. Αρχικά, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παραδέχθηκε την ποικιλομορφία του κοινωνικού αποκλεισμού και τη δυσκολία οροθέτησής του και παράλληλα εντόπισε τις ρίζες αυτού, τις οποίες και αναφέρει στο προαναφερθέν έγγραφο. Οι ρίζες, λοιπόν, του κοινωνικού αποκλεισμού εντοπίζονται «στη μόνιμη ή μακροχρόνια ανεργία, στον αντίκτυπο της βιομηχανικής αλλαγής σε μη ειδικευμένους εργαζόμενους, στην εξέλιξη των οικογενειακών δομών, στην παρακμή των παραδοσιακών μορφών αλληλεγγύης, στην αύξηση του ατομικισμού και στη χαλάρωση των παραδοσιακών αντιπροσωπευτικών θεσμών, στις νέες μορφές μετανάστευσης και στις μετακινήσεις των πληθυσμών.»[15]

Τέλος, όπως ήδη έχει γίνει σαφές, ο ορισμός του κοινωνικού αποκλεισμού είναι τόσο δύσκολος, όσο και η επιλογή των μέσων για την αντιμετώπισή του. Αυτό εύκολα εξηγείται λόγω των τεράστιων μεταβολών που έχουν λάβει χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία τριάντα χρόνια. Έτσι λοιπόν, ακόμα και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα όργανα αυτής εξετάζουν συνεχώς το φαινόμενο του αποκλεισμού και εναλλάσσουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα το οπλοστάσιό τους για τη μείωσή του ή ακόμα και την ολική εξάλειψή του.

Όπως υπογραμμίζει ο Strobel (1996), υπήρξαν δυο βασικές διατυπώσεις ως ορόσημα των αλλαγών στη θεώρηση του κοινωνικού αποκλεισμού από πλευράς της  Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρώτη διατύπωση εκλαμβάνει τους κοινωνικά αποκλεισμένους πολίτες ως «άτομα ή οικογένειες των οποίων οι πόροι είναι τόσο μικροί, ώστε να αποκλείονται από το ελάχιστο αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης της χώρας στην οποία ζουν.» Η δεύτερη – και επικρατέστερη – διατύπωση εννοεί τους κοινωνικά αποκλεισμένους ως ανθρώπους που δεν απολαμβάνουν ουσιαστικά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτή η μετακίνηση από έναν ορισμό που θεμελιώνεται αποκλειστικά σε οικονομικά δεδομένα προς έναν ορισμό που θεμελιώνεται με αναφορά στα δικαιώματα, και πιο συγκεκριμένα, στα κοινωνικά δικαιώματα.[16]

* Ο Χρήστος Γ. Μακρυνιώτης είναι Πολιτικός Επιστήμονας.


 

[1]Κούλα Κασιμάτη (Επιμ.), Κοινωνικός αποκλεισμός: Η  ελληνική εμπειρία, Gutenberg, Αθήνα, 2002, σελ. 13

[2]Γ. Ο. Τσομπανόγλου, Γ. Κορρές, Ι. Γιαννοπούλου (Επιμ.), Κοινωνικός αποκλεισμός και πολιτικές ενσωμάτωσης, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2005, σελ. 254

[3]ό.π., σελ. 293

[4]Κούλα Κασιμάτη (Επιμ.), Κοινωνικός αποκλεισμός: Η  ελληνική εμπειρία, Gutenberg, Αθήνα, 2002, σελ. 68-69

[5]ό.π., σελ. 69

[6]ό.π., σελ. 68

[7]ό.π., σελ. 47

[8]ό.π., σελ. 70-72

[9]ό.π., σελ. 47-48

[10]ό.π., σελ. 48

[11]Γ. Ο. Τσομπανόγλου, Γ. Κορρές, Ι. Γιαννοπούλου (Επιμ.), Κοινωνικός αποκλεισμός και πολιτικές ενσωμάτωσης, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2005, σελ. 256

[12]ό.π., σελ. 299

[13]Κούλα Κασιμάτη (Επιμ.), Κοινωνικός αποκλεισμός: Η  ελληνική εμπειρία, Gutenberg, Αθήνα, 2002, σελ. 20

[14]Γ. Ο. Τσομπανόγλου, Γ. Κορρές, Ι. Γιαννοπούλου (Επιμ.), Κοινωνικός αποκλεισμός και πολιτικές ενσωμάτωσης, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2005, σελ. 293-294

[15]Κούλα Κασιμάτη (Επιμ.), Κοινωνικός αποκλεισμός: Η  ελληνική εμπειρία, Gutenberg, Αθήνα, 2002, σελ. 17

[16]ό.π., σελ. 54-55