ΤΕΥΧΟΣ #3 ΙΟΥΛΙΟΣ 2017

Γιατροί στο εδώλιο για ιατρική αμέλεια

Φωτεινή Ντούρα

Υπολογίζεται ότι τα ιατρικά λάθη στη χώρα μας αγγίζουν τα 6.000 ετησίως, χωρίς φυσικά όλα να φτάνουν στη δικαιοσύνη. Ωστόσο η αλλοίωση της σχέσης γιατρού - ασθενούς μέσα από την γενική εικόνα διαφθοράς, εμπορευματοποίησης και έλλειψης ενδιαφέροντος κατά την παροχή ιατρικών υπηρεσιών, η καλύτερη ενημέρωση των ασθενών αλλά και το πέρασμα μέσα από την ποινική διαδικασία προκειμένου να διεκδικηθούν στην συνέχεια αποζημιώσεις από τα αστικά δικαστήρια, οδήγησε τα τελευταία χρόνια σε ολοένα αυξανόμενο αριθμό μηνύσεων κατά γιατρών για ιατρικά σφάλματα[i].

Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Πειραιά[ii], στην οποία αναλύθηκαν 259 περιπτώσεις ιατρικής αμέλειας που έφτασαν στα δικαστήρια, το 73,7% των περιπτώσεων είχε ως συνέπεια τη μόνιμη αναπηρία ή το θάνατο. Οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούν τις επεμβατικές ειδικότητες, με τη γενική χειρουργική να βρίσκεται στην πρώτη θέση (20%) και τη μαιευτική-γυναικολογία στη δεύτερη (15,4%). Ακολουθούν η ορθοπεδική, η εσωτερική παθολογία, η αναισθησιολογία και η μικροβιολογία.

Ποινική ευθύνη γιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια εις βάρος ασθενούς γίνεται δεκτό ότι υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες που το σχετικό αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση από τον γιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και εφόσον η σχετική ενέργεια ή παράλειψή του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματος του και ανάγεται σε νομική υποχρέωση αυτού από επιτακτικούς νομικούς κανόνες (όπως είναι ο α.ν. 1565/1939 "περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος" και το β.δ. 156/6-7-1955 "περί κανονισμού ιατρικής δεοντολογίας”) αλλά και από την εγγυητική θέση που θεωρείται ότι έχει ο γιατρός απέναντι στην ασφάλεια της ζωής και της υγείας του ασθενούς κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης.

Ο γιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική συνδρομή του, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της επαγγελματικής πείρας που έχει αποκτήσει. Επίσης ο γιατρός δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε οποιαδήποτε μη ενδεδειγμένη θεραπευτική ή χειρουργική επέμβαση ή πειραματισμό, που μπορεί να θίξει το αίσθημα της προσωπικής ελευθερίας του ασθενούς. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι ο γιατρός ενεργεί με αμέλεια, αν από επιπολαιότητα ή άγνοια των πραγμάτων που όφειλε να γνωρίζει ή από απρονοησία δεν ενήργησε σύμφωνα με τις γενικά παραδεκτές αρχές της ιατρικής επιστήμης ή με τις σύγχρονες μεθόδους και η σχετική επιπολαιότητα, άγνοια ή απρονοησία τον οδήγησαν σε μη ενδεδειγμένη αντιμετώπιση ιατρικών περιστατικών ή σε εσφαλμένη διάγνωση ή θεραπευτική αγωγή ή επέμβαση για την αποτροπή προσβολών ή κινδύνων κατά της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας ή της ζωής του ασθενούς που τον εμπιστεύτηκε.

Δεδομένης της πολυπλοκότητας των ιατρικών θεμάτων και των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται προκειμένου να αξιολογηθούν και να κριθούν οι πράξεις και οι παραλείψεις ενός γιατρού κατά την άσκηση των καθηκόντων του, είναι επόμενο η συμπεριφορά κάθε εμπλεκόμενου προσώπου να αξιολογείται αυτοτελώς από την νομολογία. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν στις σχετικές διαδικασίες οι μαρτυρίες ειδικών – πραγματογνωμόνων, οι οποίοι είναι οι μόνοι που μπορούν να βεβαιώσουν τις δικαστικές αρχές για τις ενδεδειγμένες ιατρικές ενέργειες σε κάθε περιστατικό και την σύνδεση των τυχών αποκλίσεων από αυτές με τα ζημιογόνα για τον ασθενή αποτελέσματα[iii].

Στην συνέχεια αναφερόμαστε σε πέντε περιστατικά ιατρικής αμέλειας, που έφθασαν στα ακροατήρια των ελληνικών δικαστηρίων και το ιστορικό τους αποτυπώθηκε σε αποφάσεις του Αρείου Πάγου την τελευταία πενταετία.

Καταδίκη μαιευτήρα γυναικολόγου που δεν συμμετείχε σε τοκετό, αλλά ανέθεσε αυτόν εξ ολοκλήρου σε ειδικευόμενο γιατρό, ο οποίος λόγω έλλειψης πείρας προκάλεσε βλάβη στο βρέφος[iv]:

H επίτοκος μητέρα, αφού ένοιωσε τους πρώτους πόνους που προμήνυαν τον τοκετό και μετέβη στην Μαιευτική Γυναικολογική Κλινική, εξετάσθηκε από την εφημερεύουσα (μόνη ειδικό) μαιευτήρα, η οποία λόγω των συγκεκριμένων καθηκόντων κρίθηκε ότι είχε θέση εγγυητή της ζωής και της υγείας του εμβρύου και της μητέρας. Η μαιευτήρας εσφαλμένα έκρινε ότι δεν απαιτούνταν η άμεση παρακολούθηση της επιτόκου και η διενέργεια του τοκετού από την ίδια, παρόλο που αυτό ήταν υποχρέωσή της και αποφάσισε να διενεργηθεί ο τοκετός από ειδικευόμενο γιατρό. Ο τοκετός, που διενεργήθηκε τελικά αποκλειστικά και μόνο με την παρουσία ειδικευόμενου γιατρού και μαίας, δεν εξελίχθηκε ομαλά, καθώς υπήρξε ενσφήνωση του ώμου του εμβρύου. Ο ειδικευόμενος γιατρός δεν είχε τις γνώσεις να αντιμετωπίσει μια τέτοια εξέλιξη και  - αφού δεν στάθηκε δυνατό να ειδοποιηθεί τηλεφωνικά η υπεύθυνη εφημερεύουσα γιατρός – προκειμένου να μην κινδυνέψει η ζωή του εμβρύου από την καθυστέρηση της οξυγόνωσης του εγκεφάλου, συνέχισε μόνος του τον τοκετό και με βιαιότητα άρχισε να τραβάει το νεογνό, χρησιμοποιώντας τις μυϊκές του δυνάμεις, ώστε να δημιουργήσει αντίσταση και τελικά βγήκαν οι ώμοι του εμβρύου και ο τοκετός ολοκληρώθηκε.

Ωστόσο, εξαιτίας της ανωτέρω επιπλοκής που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια του τοκετού, το θήλυ βρέφος παρουσίασε παράλυση του βραχιόνιου πλέγματος, τραυματική βλάβη της πέμπτης και της έκτης αυχενικής ρίζας και έκτοτε το ανωτέρω τέκνο υποβάλλεται σε φυσικοθεραπείες και εργοθεραπείες, καθώς η κατάσταση της υγείας του δεν έχει αποκατασταθεί. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η κατηγορουμένη είναι υπαίτια της σωματικής κάκωσης και βλάβης της υγείας που προκλήθηκε στο ανωτέρω έμβρυο, καθώς από αμέλειά της, ήτοι από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης της (άνευ συνειδήσεως αμέλεια) και προκάλεσε την σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του ως άνω τέκνου.

Συγκεκριμένα δεν είχε άμεση αντίληψη της κατάστασης της επιτόκου και του εμβρύου, δεν αντιλήφθηκε την επιπλοκή που παρουσιάστηκε, ώστε έγκαιρα ενεργώντας με τις ικανότητές της, τις γνώσεις και την εμπειρία που διέθετε ως μαιευτήρας/γυναικολόγος ιατρός πλέον των είκοσι (20) ετών, να αντιμετωπίσει την έκτακτη αυτή κατάσταση, όπως είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν εφαρμόζοντας τους κοινούς αναγνωρισμένους κανόνες της επιστήμης και δη κάνοντας αρχικά ευρεία περινεοτομία και εφαρμογή έλξης της κεφαλής προς τα κάτω με ταυτόχρονη πίεση του πυθμένα της μήτρας από τα κοιλιακά τοιχώματα. Η γιατρός καταδικάσθηκε σε 18 μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή για σωματική βλάβη από αμέλεια.

Καταδίκη χειρούργου οφθαλμιάτρου για λανθασμένη φαρμακευτική αγωγή μετά από επέμβαση, που προκάλεσε απώλεια όρασης του ασθενούς[v]:  

Ο ασθενής σε συνέχεια επέμβασης διόρθωσης μυωπίας με τη μέθοδο φωτοδιαθλαστικής κερατοκτομής και στα δύο μάτια του, λάμβανε με σύσταση του θεράποντος ιατρού –χειρούργου οφθαλμιάτρου (στρατιωτικού ιατρού) αγωγή κορτιζόνης με συντηρητικά. Ο ασθενής σε τηλεφωνικές επικοινωνίες ανέφερε επανειλημμένως στον γιατρό ενοχλήσεις κατά την μετεγχειρητική περίοδο, ενώ εξετάσθηκε και δυο φορές εκ του σύνεγγυς και εντοπίσθηκε κεντρική απόπτωση επιθηλίου κερατοειδούς λόγω κεντρικής τοξικής κερατοπάθειας. Ο γιατρός, ενώ αντιλαμβανόταν την κρισιμότητα της κατάστασης και ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα, αδιαφόρησε και δεν παρέπεμψε τον ασθενή έγκαιρα είτε σε κάποιο νοσοκομείου είτε σε άλλον γιατρό. Συνέχισε να συστήνει την προφανώς λανθασμένη αγωγή, η οποία αποδεδειγμένα ήταν αυτή που προκάλεσε βλάβη στα μάτια του ασθενούς. Αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής του γιατρού ήταν να δημιουργηθούν και να εγκατασταθούν πλήρως καταρράκτης και γλαύκωμα και στους δύο οφθαλμούς του ασθενούς και να υποστεί τελικά μόνιμη αναπηρία και, ειδικότερα, σχεδόν πλήρη απώλεια όρασης από το δεξιό οφθαλμό και μερική απώλεια όρασης από τον αριστερό οφθαλμό. Ο γιατρός καταδικάσθηκε σε 10 μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή για σωματική βλάβη από αμέλεια.

Καταδίκη αναισθησιολόγου για διενέργεια της επισκληριδίου ένεσης σε λάθος σημείο με αποτέλεσμα βαριά εγκεφαλοπάθεια της ασθενούς[vi]

Ο αναισθησιολόγος κατά τη διαδικασία επισκληρίδιου οσφυϊκής αναισθησίας, στην οποία υπέβαλε επίτοκο μητέρα κατά την διάρκεια προγραμματισμένου τοκετού με καισαρική τομή,  τοποθέτησε τον επισκληρίδιο καθετήρα μέσω ειδικής βελόνης στο μεσοσπονδύλιο διάστημα κατά τρόπο μη ενδεδειγμένο, χωρίς σταδιακές και σχολαστικές κινήσεις, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει καταγράφοντας το βάθος τοποθέτησης του καθετήρα και μη εκτελώντας δοκιμασία αναρρόφησης με αρνητικό περιεχόμενο, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό τρώση της σκληρός μήνιγγας με αποτέλεσμα ο άνω καθετήρας να μεταναστεύσει στον υποσκληρίδιο χώρο της παθούσας. Λόγω της ενέργειας του αυτής και της εσφαλμένης τοποθέτησης του καθετήρα, μέλος του νοσηλευτικού προσωπικού ενεργώντας κατόπιν εντολής του προέβη στη χορήγηση μέσω αυτού της τρίτης αναμνηστικής δόσης αναλγησίας του τοπικού αναισθητικού, το οποίο εγχύθηκε στον υποσκληρίδιο χώρο αντί του επισκληρίδιου για τον οποίο προορίζονταν, με αποτέλεσμα η ασθενής να υποστεί αναπνευστική καταστολή και κατόπιν καρδιακή ανακοπή, εξαιτίας δε της επακόλουθης ελλιπούς οξυγόνωσης υπέστη αυτή περαιτέρω σοβαρή και μη αναστρέψιμη (ισχαιμική - υποξαιμική) εγκεφαλοπάθεια.

Τα ανωτέρω κρίθηκε ότι οφείλονται τόσο στην εκ μέρους του αναισθησιολόγου εσφαλμένη τοποθέτηση του επισκληρίδιου καθετήρα όσο και στην παράλειψη του παροχής ρητών εντολών στο νοσηλευτικό προσωπικό για την παρακολούθηση της πορείας της παθούσας, προς εξάλειψη των γνωστών σε αυτόν επιπλοκών καίτοι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να μεριμνήσει ο ίδιος ώστε να αποφευχθεί οποιοδήποτε δυσμενές για την υγεία της περιστατικό, όπως η βαρύτατη σωματική ως άνω βλάβη της. Συγκεκριμένα, παρέλειψε να δώσει στο μέλος του νοσηλευτικού προσωπικού ρητές οδηγίες για σταδιακή δοκιμαστική έγχυση μικρής ποσότητας λίγων κυβικών εκατοστών αναλγητικού φαρμάκου και μετά πάροδο ελάχιστου χρόνου ενός ή δύο λεπτών, αφού διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, να συνεχιστεί η ολοκληρωτική έγχυση, καθώς και να δώσει οδηγίες, για να παραμείνει η αρμόδια νοσηλεύτρια -που επιλήφθηκε για ελάχιστο χρόνο πέντε λεπτών- και ακολούθως να προβεί στη λήψη και μέτρηση των ζωτικών σημείων αυτής (αρτηριακή πίεση, σφύξεις, θερμοκρασία). Ο  αναισθησιολόγος καταδικάσθηκε σε 12 μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή για σωματική βλάβη από αμέλεια.

Καταδίκη νευροχειρουργού για τραυματισμό του νωτιαίου μυελού που προκάλεσε παραπληγία της ασθενούς[vii].

Κατά την διάρκεια επέμβασης που έγινε για να αντιμετωπισθεί αυχενικό πρόβλημα της ασθενούς που εμφάνιζε άλγος στο δεξιό άκρο που δεν στάθηκε δυνατό να αντιμετωπισθεί με φαρμακευτική αγωγή, ο νευροχειρουργός τραυμάτισε τον νωτιαίο μυελό, ο οποίος υπέστη μικροκυστική εκφύλιση. Εξαιτίας του τραυματισμού αυτού, μετά το πέρας της επέμβασης και την αποσωλήνωση της ασθενούς, η νευρολογική εξέταση αποκάλυψε βαριά νευρολογική βλάβη-παραπληγία (παράλυση των κάτω άκρων και μερική παράλυση των άνω άκρων).

Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι ο τραυματισμός αυτός δεν ήταν διεγχειρητική ατυχής επιπλοκή, η οποία συμβαίνει γενικά σπανίως και έχει περιγραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία σε ποσοστό μέχρι και 1% στο πλαίσιαο ασυνήθιστων χειρουργικών ευρημάτων, αλλά προκλήθηκε μετά βεβαιότητας εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς του κατηγορούμενου γιατρού, δεδομένου ότι με βάση τα ιατρικά έγγραφα, δεν υπήρχαν τέτοιες ασυνήθιστες συνθήκες που να δικαιολογούν τη σοβαρή αυτή νευρολογική βλάβη, η οποία ήταν απότοκος λανθασμένων και ανεπιτήδειων χειρισμών και κακών τεχνικών κατά τη διαδικασία αφαιρέσεως του μεσοσπονδύλιου δίσκου. Ο  νευροχειρούργος καταδικάσθηκε σε 12 μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή για σωματική βλάβη από αμέλεια.

Καταδίκη μαιευτήρα που κατέλειπε γάζα στο σώμα μητέρας και παρά τις διαμαρτυρίες της δεν μπορούσε να εντοπίσει το λάθος του, ενώ μεσολάβησε και δεύτερος τοκετός[viii]:

Ο μαιευτήρας  ήταν προσωπικός θεράπων γιατρός  της ασθενούς σε δύο τοκετούς. Κατά τον πρώτο τοκετό, αμέσως μετά την εξαγωγή του παιδιού, εμφανίστηκε μεγάλη αιμορραγία σε αρτηρία του κόλπου, με αποτέλεσμα να χρειασθεί για την αντιμετώπισή της άμεση μετάγγιση αίματος και να απαιτηθεί μεγαλύτερος του προβλεπόμενου χρόνος παραμονής και νοσηλείας της εγκαλούσας στο μαιευτήριο. Μετά από ειδική φαρμακευτική αγωγή και συρραφή, η αιμορραγία έπαυσε, πλην όμως για πενήντα περίπου ημέρες μετά τον τοκετό η εγκαλούσα εξακολουθούσε να έχει έντονους πόνους στη περιοχή του κόλπου, χωρίς να της παρέχεται από τον θεράποντα καμία πειστική εξήγηση. Έκτοτε οι πόνοι μειώθηκαν, χωρίς όμως να παύσουν και επιτείνονταν κυρίως κατά το σκύψιμο για την εκτέλεση διαφόρων εργασιών, καθώς και κατά τη διάρκεια των συνευρέσεών της με το σύζυγό της, τους αντιμετώπιζε δε η εγκαλούσα με τη λήψη διαφόρων αναλγητικών φαρμάκων.

Δυο χρόνια αργότερα οι πόνοι της εγκαλούσας στην περιοχή του κόλπου και χαμηλά στην κοιλιά έγιναν πλέον εντονότεροι και υποχρεώθηκε να επισκεφθεί για την αντιμετώπισή τους τον κατηγορούμενο, ο οποίος την εξέτασε και της υπέδειξε τη διενέργεια υπερήχου μήτρας. Ούτε όμως από την προσωπική εξέταση της εγκαλούσας ούτε από τα ευρήματα του υπερήχου ο κατηγορούμενος κατάφερε να εντοπίσει και να αντιμετωπίσει την αιτία των πόνων και υπέδειξε στην ασθενή να επισκεφθεί ιατρό γαστρεντερολόγο. Πράγματι η ασθενής επισκέφθηκε ιατρό γαστρεντερολόγο, πλην όμως η περαιτέρω ενδεικνυόμενη εξέταση δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί διαπιστώθηκε ότι η γυναίκα ήταν ήδη έγκυος στο δεύτερο παιδί της και υπήρχε κίνδυνος για το έμβρυο.

Καθ` όλη τη διάρκεια και της  δεύτερης εγκυμοσύνης η ασθενής εξακολουθούσε να έχει αφόρητους πόνους, τους οποίους με σύσταση του κατηγορούμενου αντιμετώπιζε με αναλγητικά.  Μετά την γέννηση και του δεύτερου παιδιού οι πόνοι στο υπογάστριο και στον κόλπο έγιναν εντονότεροι. Ο μαιευτήρας καθησύχαζε την ασθενή χωρίς να της παρέχει κάποια πειστική δικαιολογία, εξέφραζε δε την άποψη ότι μπορούσε η αιτία των πόνων να είναι ψυχοσωματική και προσπαθούσε να προϊδεάσει την απελπισμένη γυναίκα ότι μπορεί να πονά και εφόρου ζωής. Η ασθενής τελικά κατέφυγε και πάλι σε γαστρεντερολόγο, ο οποίος, αφού δεν διαπίστωσε κάποιο παθολογικό πρόβλημα με τη λειτουργία των εντέρων, υπέδειξε διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας, στην οποία διαπιστώθηκε η απεικόνιση κυστικού μορφώματος διαστάσεων 5,8 χ 4,7 cm περίπου. Κατόπιν τούτου η ασθενής αναγκάστηκε για την αντιμετώπιση του προβλήματος να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, όπου αφαιρέθηκε το παραπάνω μόρφωμα. Μετά την εξέταση της μάζας αυτής διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για γάζα που ο μαιευτήρας είχε καταλείψει στο χώρο της ελάσσονος πυέλου της εγκαλούσας, τέσσερα χρόνια πριν, κατά τον πρώτο τοκετό. Η ευθύνη του μαιευτήρα εντοπίσθηκε από το Δικαστήριο κυρίως στο γεγονός ότι δεν συνέστησε ποτέ την διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας. Ο μαιευτήρας καταδικάσθηκε σε 12 μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή για σωματική βλάβη από αμέλεια.


*Η Φωτεινή Ντούρα είναι δικηγόρος Αθηνών με ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου

[i] Βλ. «Η ποινική ευθύνη των γιατρών για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια», Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου: http://www1.med.auth.gr/depts/bpp/lessons/2013-2014/Kastanidou_19-2-2014.pdf

[ii] «Ποιοτικά Χαρακτηριστικά των Ιατρικών Σφαλμάτων: Ερευνητικά ευρήματα από την Ελλάδα», Καθηγητής Γιάννης Πολλάλης, Επίκ. Καθηγητής Αθανάσιος Βοζίκης, Δρ Μαρίνα Ρήγα: http://www.vima-asklipiou.gr/volumes/2012/VOLUME%2004_12/VA_OP_4_11_04_12.pdf

[iii] Βλ. έρευνα σε δικηγορικά γραφεία της Κύπρου από το Κωνστάντειο Κέντρο Εγκληματολογίας και Δικανικών Επιστημών, όπου αναφέρεται ως συμπέρασμα ότι αρκετές υποθέσεις δεν φτάνουν στα ακροατήρια ελλείψει προθυμίας των γιατρών να καταθέσουν ως μάρτυρες: http://www.sigmalive.com/simerini/news/129281/efarmozoun-ton-nomo-tis-siopis

[iv] ΑΠ 37/2017 - Βάση Νομικών Δεδομένων Nomos

[v] ΑΠ 1050/2016 - Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ Ισοκράτης

[vi] ΑΠ 1114/2016 - Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ Ισοκράτης

[vii] ΑΠ 1167/2016 - Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ Ισοκράτης

[viii] ΑΠ 1350/2013 - Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ Ισοκράτης