ΤΕΥΧΟΣ #3 ΙΟΥΛΙΟΣ 2017

Αποδομώντας 3+1 μύθους για τους serial killers. (Μέρος Α΄)

Μάρθα Λεμπέση

Ουδέποτε, στα χρονικά της Χριστιανοσύνης όλης, εμπήκε σ’ ενέργεια τέτοια πράξη από ένα μοναχικό και μεμονωμένο άτομο, οπλισμένο με τόση αποτρόπαιη εξουσία πάνω στις καρδιές των ανθρώπων όπως  η εξολοθρευτική δολοφονία....με την οποία επέβαλε την υπεροχή του απέναντι σ’ όλα τα  τέκνα του Κάιν.[i]

T. De Quincey

Το ρίγος του λαϊκού θαυμασμού μπροστά στον «μεγάλο εγκληματία» απευθύνεται στο άτομο που φέρει πάνω του, όπως στις αρχαϊκές εποχές, τα στίγματα του νομοθέτη ή του προφήτη.[ii]

J. Deridda

H ανθρωποκτονία είναι ένα μοναδικό έγκλημα, καθώς, όποιος στερεί τη ζωή κάποιου διαταράσσει τη φυσική τάξη[1] και αποδεικνύει ακραία αδιαφορία για τη αξία της ανθρώπινης ζωής,[2] κατά, δε, τον Π.Κ. θεωρήθηκε ανέκαθεν ως ένα από τα σοβαρότερα εγκλήματα εβρισκόμενη στο κομβικό σημείο της ιστορίας του εγκλήματος, καθιστώντας ήρωες τους πολεμιστές και διάσημους τους κακοποιούς.[3] 

Μεταξύ των εγκλημάτων εναντίον φυσικών προσώπων, η ανθρωποκτονία είναι αναμφισβήτητα αυτή που προκαλεί τη μεγαλύτερη κοινωνική αντίδραση και αποστροφή.[4] Eίναι το συνταρακτικό θέμα συζήτησης και αποριών για τον τρόπο τέλεσης, τα κίνητρα του δράστη καθώς και για το αν υπήρχαν τρόποι αποτροπής. Έτσι η ανθρωποκτονία δεν περνά μόνο σαν ένα συγκλονιστικό κοινωνικό γεγονός, αλλά αφήνει πολλά ερωτηματικά και υποθέσεις, δημιουργεί σκέψεις.[5] Σύμφωνα μάλιστα με τον Hans von Hentig η αντίδραση του κοινού στη στέρηση της ανθρώπινης ζωής ανέκαθεν συνοδευόταν από έντονο συναισθηματισμό και παραλογισμό, πιθανότατα επειδή η ανθρωποκτονία έχει χαρακτηριστεί ως το σοβαρότερο από όλα τα αδικήματα.[6] 

Φόβος, άγνοια, προκαταλήψεις, στερεότυπα και μύθοι περιβάλλουν το έγκλημα αυτό, είτε με πέπλα μυστηρίου είτε με απόλυτες «αλήθειες» που παγιδεύουν τις πραγματικές του διαστάσεις. Τα μίντια και η αστυνομικά λογοτεχνικά συγγράμματα εκμεταλλευόμενα την ιδιαίτερη απαξία της ανθρωποκτονίας με πρόθεση στην κοινωνική συνείδηση έχουν συμβάλει σημαντικά στη δημιουργία και διάδοση μιας ιδιαίτερης μυθολογίας που συχνά δίνει στο φόνο και στα άτομα που πρωταγωνιστούν διαστάσεις που απέχουν από μία κατ’ αυτούς συχνά πεζή πραγματικότητα, η οποία τις περισσότερες φορές δεν εξυπηρετεί τον εντυπωσιασμό του θεατή. Ο φόνος για τα μίντια είναι ένα ακόμα ευρείας κατανάλωσης θέαμα. Όσο πιο περίεργος, πολύνεκρος και ειδεχθής είναι ένας φόνος τόσο μεγαλύτερη προσοχή αφιερώνουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε αυτόν.[7] 

Μελετώντας κανείς την αγγλοσαξονική κυρίως επιστημονική βιβλιογραφία θα συναντήσει τον όρο πολυανθρωποκτονίες ή πολλαπλές ανθρωποκτονίες (multicides)[8], όρος που αναφέρεται σε πράξεις δημόσιας βίας που αποτελούν ακραίες εκφάνσεις της ανθρωποκτόνου δράσης ενός δράστη, που σοκάρουν, προκαλούν και αψηφούν τη λογική σκέψη[9] με κύριο χαρακτηριστικό τους το ότι θίγουν επανειλημμένα και σε μεγάλο αριθμό ατόμων το υπέρτατο αγαθό της ανθρώπινης ζωής.

Τρεις είναι οι κύριες κατηγορίες πολυανθρωποκτονιών ή πολλαπλών ανθρωποκτονιών (multicides): α) η μαζική ανθρωποκτονία ή ανθρωποκτονία κατά συρροή (mass murder), β) η ανθρωποκτονία κατά συρροή (serial murder)[10] και γ) η «οργιαστικού τύπου» ανθρωποκτονία[11] κατά συρροή (spree murder).

Μολονότι στην πράξη πολλές φορές η χρήση των όρων που αφορούν τις πολυανθρωποκτονίες ή πολλαπλές ανθρωποκτονίες (multicides) και τους δράστες αυτών συγχέονται και χρησιμοποιούνται εναλλάξ, ωστόσο δεν παύουν σύμφωνα με τους ειδικούς να φέρουν οι τρεις αυτές κατηγορίες θεμελιώδεις διαφορές.[12] 

«Η άγνοια ήταν πάντα μισητή για σένα, άνθρωπε. (…) Και προσπάθησες να συνθέσεις ευλογοφανείς ερμηνείες, στο πλαίσιο του στενού γνωστικού ορίζοντά σου (…) Έτσι, επιδόθηκες σε αφηγήσεις σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου, προσπαθώντας να κατασκευάσεις ένα υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα μπορούσες να χτίσεις τον πολιτισμό της κοινότητάς σου, γιατί μια κοινότητα χρειάζεται μιας κάποιας υφής συνεκτικό ιστό, κάτι που να εξασφαλίζει την ταυτότητα της ομάδας και να ενώνει τα μέλη της απέναντι στους «άλλους». (…) Πλάθοντας ένα μύθο, όμως, δημιουργείς μια πραγματικότητα. Διαμορφώνεις ένα κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφεται πλέον ο κόσμος σου, και ο κόσμος της κοινότητάς σου. Ο μύθος σε καθορίζει. Που σημαίνει ότι και η πράξη της αφήγησης σε καθορίζει (...) και κάθε λέξη δίνει μορφή στο τοπίο, που πριν δεν ήταν παρά μια δυσνόητη θολούρα. Και ο φόβος υποχωρεί με κάθε βήμα. Και μια νέα πραγματικότητα γεννιέται».[13]

Γ. Κυριαζής

Ο μύθος των serial killers

Η σχεδόν εμμονική ενασχόλησή με αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία ανθρωποκτόνων οι οποίοι άμα τη εμφανίσει διέσπασαν το σύνηθες σχήμα: ένας δράστης – ένα θύμα – μια ποινή,[14] αλλάζοντας τον τρόπο που προσλαμβάνουμε και μελετούμε τα εγκλήματα εναντίον φυσικών προσώπων, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οφείλεται και στη πλημμυρίδα ταινιών με πρωταγωνιστές serial killers – ταινίες όπως το American Psycho, The silence of the lambs, - των οποίων οι κυνικοί, αιμοσταγείς και με χαρακτηριστικά βρικολάκων χαρακτήρες δημιουργούν ή αναπαράγουν στερεοτυπικές εικόνες, διαιωνίζουν μυθεύματα προκαλώντας την επιστημονική γνώση και έρευνα. Εξάλλου στους θεατές αρέσει να βλέπουν σκοτωμούς στην οθόνη, το αρχαίο τυπικό του μαρτυρίου και των δημοσίων εκτελέσεων παραμένει, αναίμακτο μέσα στην πραγματικότητα που μιμείται ο κινηματογράφος[15] με τον ανθρωποκτόνο κατά συρροή να ανατρέπει βίαια και προκλητικά όλους τους κανόνες.

Όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο Δρ. Π. Παπαϊωάννου, εν μέσω της διαχρονικώς θεωρούμενης υπερπληθώρας πολύπλοκων τύπων «κακών» κινηματογραφικών ανθρωποκτόνων υπάρχει μια εκδοχή η οποία γίνεται αμέσως ευδιάκριτη,[16] η οποία μάλιστα λειτουργεί καλά από αφηγηματική άποψη[17] και δεν είναι άλλη από τον serial killer. Ένας χαρακτήρας που δημιουργήθηκε για να αποτελέσει μακράν την πιο ακραία και αποκρουστική απεικόνιση της ανθρώπινης δολιότητας και καταστροφικότητας. Τα αποκαλούμενα «τέρατα» των εγκληματολογικών χρονικών διεγείρουν πάντα ένα νοσηρό ενδιαφέρον· δίπλα στο φόβο, προβάλλει η περιέργεια. Είναι οι ανθρωποκτόνοι που θανατώνουν διαδοχικά ένα μεγάλο αριθμό άγνωστων σε αυτούς ατόμων χωρίς κανένα προφανές κίνητρο, οι serial killers, που δύνανται να κρυφτούν οπουδήποτε μέσα στο γκρίζο της ασφάλτου και στο απρόσωπο του αστικού τοπίου. Ίσως είναι αυτή η σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης που διεγείρει αυτή τη μυστική έλξη που θαρρούν ορισμένοι επιστήμονες ότι ασκεί η ανθρώπινη καταστροφικότητα μετατρέποντας «το βίαιο θάνατο μιας όμορφης γυναίκας σε αναμφισβήτητα το πιο ποιητικό θέμα στον κόσμο».[18] Μάλιστα η σχεδόν «καταναγκαστική» ενασχόληση του κινηματογράφου με τη βία (και ευρύτερα των ΜΜΕ: καθημερινά τα ΜΜΕ μας βομβαρδίζουν με αυτό το θέμα που τείνει να πάρει τις διαστάσεις ενός αγαπημένου, σχεδόν λατρευτικού θα έλεγε κανείς, αντικειμένου[19]), δυναμιτίζει την ένταση του φόβου του κοινού απέναντι στα εγκλήματα βίας και στους δράστες τους δημιουργώντας την αίσθηση ότι είμαστε εκτεθειμένοι και ευάλωτοι απέναντι σε αυτό που δε θα βιώσουμε ποτέ.[20] Εντέλει ανταποκρίνονται τα όσα παρουσιάζονται στην πραγματικότητα, στα επιστημονικά πορίσματα και στον αντικειμενικό κίνδυνο που η βίαιη εγκληματικότητα εγκυμονεί ή πρόκειται για μία κατασκευασμένη μυθοπλαστική απειλή που δεν προσδιορίζεται από τα δεδομένα της πραγματικότητας αλλά από τα δεδομένα μιας φανταστικής τάξης πραγμάτων που κάνουν τον μύθο να γίνεται σχεδόν πιο πραγματικός από την ίδια την πραγματικότητα;[21] 

Κάποτε τους αποκαλούσαν απλά και χωρίς καμία διάκριση, μαζικούς ανθρωποκτόνους, σήμερα ο επίσημος ορισμός του FBI ορίζει ως ανθρωποκτόνο κατά συρροή (serial killer) όποιον τελεί τρεις ή περισσότερες ανθρωποκτονίες με πρόθεση σε ξεχωριστούς τόπους τέλεσης, με μια περίοδο συναισθηματικής αποφόρτισης (cooling-off period) του δράστη μεταξύ των ανθρωποκτονιών.[22] Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει τρία στοιχεία: (i) Το ποσοτικό - Πρέπει να έχουν συμβεί τουλάχιστον τρεις ανθρωποκτονίες (ii) Το τοπικό - Οι ανθρωποκτονίες πρέπει να έχουν συμβεί σε διαφορετικές τοποθεσίες η καθεμία (iii) Το χρονικό - Πρέπει να μεσολαβεί μεταξύ δύο ανθρωποκτονιών μια περίοδος «ηρεμίας», ένα διάλειμμα μεταξύ των ανθρωποκτονιών, το οποίο να διαρκεί από μερικές ώρες έως και μερικά χρόνια.[23] Ο παραπάνω όμως ορισμός θεωρείται προβληματικός[24] και πολύ γενικός.[25] Έτσι, λοιπόν, κάποιοι επιστήμονες αποπειράθηκαν να δώσουν νέους ορισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Ronald Holmes και Stephen Holmes το 1998, οι οποίοι προσπάθησαν να προσδιορίσουν τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά των ανθρωποκτόνων κατά συρροή (serial killers) που τους διαφοροποιούν από τους άλλους πολυανθρωποκτόνους εντοπίζοντας τα εξής: α) το επαναλαμβανόμενο της ανθρωποκτονίας (ο δράστης θα εξακολουθήσει να φονεύει έως ότου συλληφθεί), β) οι ανθρωποκτονίες τελούνται σε συσχετισμό με ένα πρόσωπο (δράστης) προς ένα πρόσωπο (θύμα) (one-on-one), γ) κατά κανόνα δεν υπάρχει καμία διαπροσωπική σχέση μεταξύ δράστη και θύματος, δ) το κίνητρο του δράστη είναι να σκοτώσει, χωρίς καμία περαιτέρω απόχρωση π.χ. πάθος (ψυχική ορμή) και τα θύματα δεν συμβάλλουν με τον οποιοδήποτε τρόπο στη θυματοποίησή τους και ε) ιδιοτυπία των κινήτρων, τα οποία φαίνεται να είναι εγγενή στην προσωπικότητα του δράστη με τη σεξουαλική ικανοποίηση να υπερέχει σε αυτά.[26] 

Η επιστημονική μελέτη και η ενασχόληση με το φαινόμενο της ανθρωποκτονίας κατά συρροή (serial murder) βρίσκεται ακόμα νηπιακό στάδιο (λιγότερο από 4 δεκαετίες συστηματική επιστημονική έρευνα).[27] Οι πρωτοπόροι μελετητές στο τομέα έχουν διενεργήσει ήδη αξιόλογες μελέτες επισημαίνοντας και ανατρέποντας ανακρίβειες και μακροχρόνιες ψυχιατρικές παρανοήσεις σχετικά με τη βιολογική υπόσταση και την ψυχιατρική κατάσταση των δραστών.[28] Ωστόσο, διαπιστώνεται από τη μία μια διαχρονική αντοχή  ορισμένων εξ αυτών την ίδια ώρα που προστίθενται και νεότεροι μύθοι κυρίως γύρω από την ποσοτική διάσταση του φαινομένου και τη σύλληψη των δραστών. Αυτό που αξίζει να επισημανθεί είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας για το φαινόμενο βασίζεται σε εικασίες, ανέκδοτες ιστορίες, και σε έρευνες σε μικρά και μη αντιπροσωπευτικά δείγματα, παρά σε αυστηρή και ελεγχόμενη επιστημονική μελέτη. Και οι επιστήμες της εγκληματολογίας, της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας λειτουργώντας κάποιες φορές σαν απολογητές μιας κυρίαρχης τάξης φαντασιώσεων και ηθικής, όχι μόνο δεν βοηθούν στην απάλειψη των μύθων αυτών, αλλά πολλές φορές ευνοούν τη νομιμοποίησή τους.[29] 

Όπως κάθε μύθος, έτσι και ο σύγχρονος μύθος του ανθρωποκτόνου κατά συρροή, παρουσιάζει τα δικά του ιδιαίτερα τυπικά χαρακτηριστικά. Ο φόβος, η απειλή, η επικινδυνότητα, ο βίαιος θάνατος που ελλοχεύουν μέσα στην ακραία του δράση ενεργοποιούν την ανάδυση ανορθολογικών κοινωνικών στάσεων και συμπεριφορών απέναντί τους και ευνοούν την ανάπτυξη μιας πλούσιας μυθολογίας που αλλοιώνει δραματικά την πραγματικότητα προσφέροντας πλασματικούς εφησυχασμούς στην ευρύτερη κοινωνική ομάδα, «ξορκίζοντας» το κακό μακριά από αυτή στη σφαίρα του μη φυσιολογικού και του μη ανθρώπινου.[30] 

Με αφετηρία μια μιντιακή δραματουργική πραγματικότητα[31] θα επιχειρήσουμε να αποδομήσουμε μερικούς μύθους που ενισχύονται και μέσω των κινηματογραφικών αφηγήσεων. Εξάλλου, όπως αναφέρει και ο Ferro, πολλές φορές η φαντασία είναι πιο δυνατή από τη γνώση και ο μύθος πιο ισχυρός από την ιστορία.[32] 

Ο Μύθος #1: Όλοι οι ανθρωποκτόνοι κατά συρροή είναι ίδιοι και σκοτώνουν ορμώμενοι από το ίδιο κίνητρο που δεν είναι άλλο από το σεξουαλικό

Υπάρχει μία ευρέως διαδεδομένη αλλά λανθασμένη εντύπωση, ότι όλοι οι ανθρωποκτόνοι κατά συρροή είναι ίδιοι και ότι τα κίνητρά τους, αν και αφανή[33] και συγκεχυμένα, είναι για όλους τα ίδια.[34] Στην πράξη όμως οι επιστημονικές μελέτες έχουν καταδείξει ότι ο serial killer φονεύει είτε υποκινούμενος από εξωτερικά ερεθίσματα (γεγονότα ή καταστάσεις) που επιδρούν στον ψυχισμό του και από αυτά ο δράστης ανασύρει τις απαραίτητες εκλογικεύσεις προκειμένου να σκοτώσει, είτε η παρόρμηση για να σκοτώσει πηγάζει από τον εσωτερικό του κόσμο.[35] Στο ερώτημα γιατί οι ανθρωποκτόνοι κατά συρροή τελικά θανατώνουν έναν μεγάλο αριθμό θυμάτων χωρίς προφανή λόγο και εν τέλει τι είδους ικανοποίηση αντλούν από αυτές τους τις ενέργειες η απάντηση που δίνεται από τους ειδικούς και στα δύο ερωτήματα ποικίλει και εξαρτάται από τον ιδιαίτερο τύπο του ανθρωποκτόνου κατά συρροή που έχουμε να μελετήσουμε[36] και τι αναμένει να βιώσει από τη φυσική εξόντωση των θυμάτων του.

Αναμένει μία ικανοποίηση ψυχολογικής υφής ή η ικανοποίηση αποτιμάται με όρους υλικού οφέλους; Υπάρχουν ψυχολογικά ή σεξουαλικά οφέλη από την απαγωγή, τον παροπλισμό και εν τέλει από την βίαιη θανάτωση των θυμάτων του; Ή αντίθετα όλα έχουν ένα υλικό αντίκρισμα, όταν π.χ. ο δράστης λαμβάνει χρήματα για τους φόνους επιλεγμένων θυμάτων από εκείνους που επιθυμούν την εξόντωσή τους αλλά αδυνατούν να την πραγματοποιήσουν; Σε αυτή την περίπτωση όμως δεν μιλάμε για έναν τυπικό ανθρωποκτόνο κατά συρροή αλλά έχουμε να κάνουμε με έναν επαγγελματία δολοφόνο (professional hit man).[37]

Οι Holmes και De Burger[38] διακρίνουν τέσσερεις διαφορετικούς τύπους serial killers με την κατηγοριοποίησή τους να βασίζεται τόσο στα ιδιότυπα κίνητρα κυριαρχίας ενός ανθρώπου πάνω σ’ έναν άλλο, όσο και στα οφέλη που προσδοκούν να αποκομίσουν οι δράστες μέσα από τους φόνους τους. Στον εσωτερικό κόσμο του ανθρωποκτόνου υπάρχουν κίνητρα που εντάσσονται στη λογική του δράστη και έχουν νόημα για τον ίδιο, που κατευθύνουν την ανθρωποκτόνο δράση του και παρέχουν την απαραίτητη αιτιολογική βάση για την εκλογίκευση της ανθρωποκαταστροφικής βίας που περικλείεται στην πράξη του.[39] Σκοτώνει συχνά και χωρίς να αισθάνεται τύψεις (ψυχοπαθητική προσωπικότητα) και χωρίς αυτό να σημαίνει κατά ανάγκη ψυχική νόσο αλλά περισσότερο να γίνεται αντιληπτό ως χαρακτηρολογικό ελάττωμα του δράστη τόσο βαθύ που προκαλεί ένα κενό στην ηθική του συνείδηση και προκαλεί μια απάθεια για τους συνανθρώπους του.[40] Οι τύποι που διακρίνουν είναι οι εξής: i) ο οραματικός (visionary) serial killer, ii) ο ιεραπόστολος (missionary) serial killer, iii) ο ηδονιστής (hedonistic) serial killer και iv) ο επικυρίαρχος/εξουσιαστής (power/control) serial killer.

i) O οραματικός (visionary) serial killer

Αυτός ο τύπος του ανθρωποκτόνου κατά συρροή διαπράττει ακατανόητες και χωρίς λογική ανθρωποκτονίες. Επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει ότι οι δράστες της συγκεκριμένης κατηγορίας συνήθως έχουν διαγνωστεί με κάποια σοβαρή ψυχωσική διαταραχή (π.χ. οξεία παράνοια, σχιζοφρένεια) που  έχει προκαλέσει σε αυτούς πλήρη έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα. Στην κλινική τους εικόνα αναφέρονται στοιχεία όπως θόλωση της συνείδησης, οπτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις και διακυμάνσεις των συναισθημάτων. Φονεύουν, επειδή, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, ακούν μία φωνή ή βλέπουν οράματα που τους καθοδηγoύν και τους επιβάλλουν να το κάνουν. Για κάποιους από αυτούς η φωνή ή τα οράματα έχουν τη μορφή δαιμόνων ή αγγέλων, επικαλούνται λοιπόν τον διάβολο (“demon-mandated”) ή το Θεό (“god-mandated”) που τους προστάζουν να τελέσουν τις ανθρωποκτονίες.[41] Διακρίνονται από τους υπόλοιπους τύπους κυρίως στο ότι στα πρωτογενή κίνητρά τους δεν υπάγεται η σεξουαλική ικανοποίηση, τουλάχιστον με την κλασική εκδοχή της.[42]

ii) Ο ιεραπόστολος (missionary) serial killer

Ο συγκεκριμένος τύπος ανθρωποκτόνου υιοθετεί ως «μεσσιανική αποστολή  της ζωής του» να εξαφανίσει κάποια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων (όπως λ.χ. ομοφυλόφιλους, ανθρώπους συγκεκριμένης φυλετικής προέλευσης, ανθρώπους με συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις, γυναίκες που εκδίδονται επί χρήμασι κ.ά.) που θεωρεί ανεπιθύμητη. Χωρίς να υποφέρει από «οράματα» και χωρίς να ακούει «φωνές» αλλά ως αποτέλεσμα της «κοσμοθεωρίας» του και των βιωμάτων του (συνήθως οδυνηρές εμπειρίες, μπορεί να αισθάνεται ότι έχει αδικηθεί ή έχει θυματοποιηθεί από άτομο από τη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα) σχηματίζει μια υποκειμενική κρίση που του «επιβάλλει την αποστολή», τη διάπραξη μιας σειράς ανθρωποκτονιών ατόμων που, κατά την κρίση του, πρέπει να εξοντωθούν. Μάλιστα, παρουσιάζεται να κυριαρχείται από ένα αίσθημα υποχρέωσης που τον οδηγεί και τον αναγκάζει να εξοντώσει στοχευμένα ανθρώπους θεωρώντας ταυτόχρονα ότι προσφέρει κοινωνικό έργο.[43] Η υποτιθέμενη αποστολή που τίθεται στο μυαλό, στη φαντασία του συγκεκριμένου τύπου πολυανθρωποκτόνου, αντικατοπτρίζει το γενικότερο σχέδιο του να σκοτώνει και ταυτόχρονα παρέχει τις απαραίτητες εκλογικεύσεις για την πράξη του. Τα οφέλη που του αποφέρει μία τέτοιου είδους συμπεριφορά αποτιμώνται σε καθαρά ψυχολογικό επίπεδο. Ο ανθρωποκτόνος δοκιμάζει ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα ευχαρίστησης, ικανοποίησης κάθε φορά που καταφέρνει να εξολοθρέψει ένα τυχαίο θύμα που φέρει όμως εκείνα τα χαρακτηριστικά που το καθιστούν (σύμφωνα πάντα με τη λογική του) μη χρήσιμο για την κοινωνία.[44]

iii) Ο ηδονιστής (hedonistic) serial killer

O ηδονιστής ανθρωποκτόνος κατά συρροή (serial killer) θανατώνει τα θύματά του για τη συγκίνηση, την ευχαρίστηση, την ηδονή που του προκαλεί η ίδια η πράξη της ανθρωποκτονίας. Κατά συνέπεια, η συγκίνηση και η ευχαρίστηση  για τον ανθρωποκτόνο αυτού του τύπου γίνεται το κυρίαρχο κίνητρο για τις πράξεις του. Στη συγκεκριμένη, όμως, κατηγορία οι ειδικοί διακρίνουν τρεις επιμέρους υποκατηγορίες πολυανθρωποκτόνων στις οποίες ο ηδονισμός, η επιθετικότητα που αναπτύσσει ένα πρόσωπο ώστε να επιτύχει να βιώσει το αίσθημα της απόλαυσης, της τέρψης παίρνει μία ειδικότερη μορφή.

Στην πρώτη, λοιπόν, υποκατηγορία διακρίνεται ο «εκ λαγνείας» serial killer[45] (lust serial killer), ο οποίος απολαμβάνει σεξουαλική ικανοποίηση από την ανθρωποκτόνο πράξη, την οποία συνήθως συνδυάζει με βιασμό.[46] Η βίαιη ερωτική συνεύρεση είναι αναπόσπαστο μέρος της δολοφονίας, ακόμα και όταν το θύμα είναι ήδη νεκρό με την νεκροφιλία, την ανθρωποφαγία, τον διαμελισμό του πτώματος να γίνονται μέρος ενός «τελετουργικού» της θανάτωσης που σχεδιάζει στη φαντασία του και εκτελεί για να εισπράξει σεξουαλική ικανοποίηση.[47] Η δράση του πηγάζει από μία εσωτερική απαίτηση να σκοτώσει και κανένα άλλο πρόσωπο δεν του υπαγορεύει αυτή τη συμπεριφορά. Θα σκοτώσει μόνος του για αντλήσει ικανοποίηση, απολαμβάνοντας τις βίαιες και θανάσιμες ενέργειές του επιλέγοντας τυχαία το ιδανικό θύμα που φέρει εκείνο το συγκεκριμένο εξωτερικό χαρακτηριστικό που έλκει σεξουαλικά τον δράστη (π.χ. χρώμα μαλλιών, σωματότυπος κ.ά.).[48]

Στην δεύτερη υποκατηγορία κατατάσσεται ο “thrill serial killer” του οποίου η δράση χαρακτηρίζεται από στενή διασύνδεση έντονης βίας και σεξουαλικής ικανοποίησης με την ιδιαιτερότητα ότι επιδιώκει να κρατάει το θύμα του όσο περισσότερο μπορεί ζωντανό απολαμβάνοντας τον τρόμο που αυτό δοκιμάζει φανερώνοντάς του τον πόνο και τον τρόμο που αισθάνεται. Μόλις όμως το θύμα καταλήξει, η δολοφονία ως γενικότερη πράξη έχει ολοκληρωθεί για τον δράστη, «χάνει το ενδιαφέρον της» και δεν προβαίνει σε περαιτέρω ενέργειες.[49]

Στην τρίτη και τελευταία υποκατηγορία διακρίνεται ο “comfort serial killer” ο οποίος διαφοροποιείται σαφώς από τις δύο προηγούμενες υποκατηγορίες, διότι δρέπει κυρίως υλιστικά οφέλη από την ανθρωποκτονία.[50] Αποτελεί μία οριακή περίπτωση και για κάποιους εγκληματολόγους θεωρείται ότι δεν εντάσσεται στη γενικότερη προβληματική του φαινομένου της ανθρωποκτονίας κατά συρροή (serial murder).[51] Ο συγκεκριμένος δράστης έχοντας μία κοινωνικοπαθητική δομή προσωπικότητας και παράλληλα την ικανότητα να χρησιμοποιεί βία μέχρις εσχάτων, δηλαδή μέχρι το θάνατο του θύματός του, δύναται να διαπράξει ανθρωποκτονίες επανειλημμένα αλλά με ήρεμο και μεθοδικό τρόπο, μόνο όταν οι καταστάσεις το επιτρέπουν. Θανατώνει πάντα για να προσφέρει στον εαυτό του συνθήκες υλικής άνεσης, σκοτώνει για χρήματα, για να εισπράττει τα επιδόματα και ασφάλειες των θυμάτων του κ.ά.

Βασικός του στόχος πάντα, μέσα από τον αφανισμό αυτών των ανθρώπων, είναι να καταφέρει να φτάσει και να διατηρήσει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από άνεση.[52] Αυτός ο ιδιαίτερος τύπος πολυανθρωποκτόνου φονεύει με πολύ διαφορετικό τρόπο από όλους τους υπόλοιπους αλλά δεν παύει να είναι ένας ανθρωποκτόνος κατά συρροή (serial murder) που αντλεί μία άλλου είδους ηδονή μέσα από την απόκτηση υλικών ανέσεων. Ο βασικός του στόχος είναι να χαρεί τη ζωή και να έχει σε ικανοποιητικό βαθμό τον έλεγχό των άμεσων καταστάσεων για να επιτύχει μία «άνετη ζωή (good life)».[53]

  1. iv) Ο επικυρίαρχος/εξουσιαστής (power/control) serial killer

Ο επικυρίαρχος ανθρωποκτόνος κατά συρροή φονεύει με τα κίνητρα του να επικεντρώνονται στην ανάγκη του για απόλυτη ισχύ και κυριαρχία∙ αντλεί αυτοεπιπεβέβαιωση από την απόλυτη κυριαρχία και έλεγχο που ασκεί πάνω στο θύμα του.[54] Γι’ αυτόν η μεγαλύτερη ικανοποίηση προέρχεται από τη δυνατότητα που έχει μόνος του, ως άλλος «θεός»[55], να λάβει μία απόφαση ζωής και θανάτου επί του θύματός του, να καθορίσει δηλαδή τη μοίρα του.[56] Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι από την ανθρωποκτόνο δράση του απουσιάζουν στοιχεία σεξουαλικής απόχρωσης, μόνο που στην περίπτωση αυτή η ικανοποίηση των σεξουαλικών ορμών του δράστη είναι διαφορετικής υφής σε σχέση πάντα με τον τύπο του ηδονιστή ανθρωποκτόνου κατά συρροή (lust serial killer & thrill serial killer).[57]

Πιο συγκεκριμένα, ο συγκεκριμένος τύπος πολυανθρωποκτόνου δεν εισπράττει τόσο ικανοποίηση υλοποιώντας τις σεξουαλικές φαντασιώσεις του πάνω στο θύμα του, όσο κατά τα διάφορα στάδια του σχεδίου του (από την «αλίευση»[58] του θύματος έως και τις ενέργειες του μετά τη θανάτωση του θύματός του) να αποκτά, να διατηρεί και να επιβάλλει τον πλήρη έλεγχο επί της «τύχης» του θύματος, επί της ανθρώπινης ζωής.[59] Το άτομο που κυριαρχεί έχοντας σωματική ρώμη ασκεί προσωπική κυριαρχία και κατευθύνει τον υποδεέστερο «σύντροφό (partner)» του σε συγκεκριμένες συμπεριφορές.[60] Αυτή μάλιστα η συμπεριφορά δύναται να ενισχύεται από τις φαντασιώσεις του εκάστοτε δράστη-δολοφόνου και αποτελεί συνήθως αναπόσπαστο μέρος ενός τελετουργικού. Ο επικυρίαρχος ανθρωποκτόνος κατά συρροή χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς ως άτομο με ιδιαίτερα πλούσια φαντασία. Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις το κυρίαρχο θέμα είναι ότι το επιθυμητό συμβαίνει, όταν η θηλυκή παρουσία (το θύμα- ανδρείκελο) βρίσκεται υπό τον απόλυτο έλεγχο του κυρίαρχης αρσενικής φιγούρας και εξωθείται στο να πραγματοποιήσει της επιθυμίες του κυρίαρχου αρσενικού, όσο ταπεινωτικές κι ακραίες και αν είναι.[61]

(Συνεχίζεται στο επόμενο τεύχος.)


* Η Μάρθα Λεμπέση είναι Κοινωνιολόγος - Εγκληματολόγος

Υποσημειώσεις:
[i] Βλ. Quincey T. de, (2001). H δολοφονία ως μια εκ των καλών τεχνών, Αθήνα: εκδ. Ροές.

[ii] Βλ. Derrida J., (2007). Ισχύς Νόμου, μτφ. Β. Μπιτσώρης, Αθήνα: εκδ. Πατάκη, σ. 122.

[1] Βλ. Fletcher G., (2000). Rethinking Criminal Law, Oxford-New York: Oxford University Press, σ. 236.

[2] Βλ. Fletcher G., ό. π., σ. 236.

[3] Βλ. Πανούσης Γ., (2004). Περί Εγκληματ(ι)ών Λόγος και Αντίλογος, Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Σάκκουλα Αντ. Ν., σ. 125.

[4] Εύλογη κατά πολλούς η υπεροχή της απαξίας του φόνου στην κοινωνική συνείδηση με δεδομένη την ίδια την αποτρόπαιη και βίαιη φύση του που αποσκοπεί στην εκ προθέσεως αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής. Βλ. Τσουραμάνης Χ., (1998). Ο Φόνος στην Ελλάδα: Εγκληματολογική Θεώρηση, Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Σάκκουλας Αντ. Ν., σ. 11 & 17.

[5] Βλ. Νόνας Ε., (1999). «Διεπιστημονική προσέγγιση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας», Αστυνομική Επιθεώρηση, τεύχ. Μαΐου σσ. 284-285.

6Βλ. Von Hentig Ηans, (1948). “The Criminal and his Victim”, N.Haven, Conn: Yale University Press, όπως αναφέρεται σε Wolfgang M. , Ferracuti, F., (1996). Η υποκουλτούρα της βίας, μτφρ. Φ. Μηλιώνη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

[7] Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. T., (1994). Murder in America, Thousand Oaks – London: Sage, σ. viii.

[8] Βλ. Holmes R. M. & DeBurger, J., (1988) Serial Murder, 2nd ed, London: Sage, σσ. 1-2 & Παπαϊωάννου Π., (2013). Ανθρωποκτόνοι Κατ΄εξακολούθηση και Κατά συρροή. Το ελληνικό παράδειγμα, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 14

[9] Βλ. Sears D., (1991). To kill again, Wilmington: Scholarly Resources.

[10]Στο σύγγραμμα του ο Δρ. Παπαϊωάννου χρησιμοποιεί τον όρο ανθρωποκτόνος κατ’ εξακολούθηση αναφερόμενος στον serial killer/murderer, δηλαδή στον δράστη του συγκεκριμένου τύπου ανθρωποκτονίας. Βλ. Παπαϊωάννου Π., ό. π., σσ. 105-108. Επίσης Βλ. Παπαϊωάννου Π., (2000). «Ανθρωποκτόνοι κατ’ εξακολούθηση (serial killers)», Ποινική Δικαιοσύνη, τ. 4, έτος 3ο, σ. 436 και Παπαϊωάννου Π., (2002). «Murder, Inc.», στον: Κουράκη Ν., Αντεγκληματική Πολιτική IV, Ποινικά 62, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας, σσ. 244-248.

[11] Παπαϊωάννου Π., (2013) ό. π., σ. 105.

[12] Με διαφορετικά ή μοναδικά κίνητρα, διαφορετικά αναμενόμενα οφέλη, διαφορετικές μεθόδους επιλογής των θυμάτων τους κ.α. Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. T., (1994) ό. π., σ. 71.

[13] Κυριαζής Γ., (2015). «Η δημιουργική δύναμη του μύθου» κείμενο σε http://amagi.gr/content/i-dimioyrgiki-dynami-toy-mythoy

[14] Βλ. Ηλία Ν., (2010). Άνθρωποι της διπλανής πόρτας, Αθήνα: εκδ. Οσελότος, σ. 11.

[15] Βλ. Jiovannini F., (1992). Cyberpunk and Splatterpunk, Rome: Datamews.

[16] Βλ. Παπαϊωάννου Π., (2000) ό. π., σ. 438.

[17] Βλ. Μάρι Μ., «Στη σιωπή των αθώων», Corriere della sera, 9 Φεβρουαρίου 1992 όπως αναφέρεται στον Τζιοβανίνι Φ., (1995). Serial Killer: Οδηγός στους μεγάλους δολοφόνους στην ιστορία του κινηματογράφου, Αθήνα: εκδόσεις Στάχυ, σ. 15

[18] Βλ. Cameron D. & Frazer Ε., (1987). The lust to kill, New York: Polite Press, σ. 54.

[19] Βλ. Τσαλίκογλου Φ., (1996). Μυθολογίες Βίας και Καταστολής, 2η έκδ., Αθήνα: εκδόσεις Παπαζήση, σ. 53.

[20] Από τα πορίσματα μιας σειράς ερευνητικών δεδομένων προκύπτει ότι η αίσθηση του κινδύνου και οι συλλογικές αναπαραστάσεις του κοινού για τη βίαιη εγκληματικότητα δεν προσδιορίζονται από την προσωπική εμπειρία. Η αίσθηση της ανασφάλειας δηλαδή που κατακλύζει το άτομο ως προς το ενδεχόμενο να γίνει θύμα ενός βίαιου εγκλήματος δεν συσχετίζεται με κάποια δική του αντίστοιχη εμπειρία. Βλ. Lagrange H., (1984). “Perceptions de la violence et sentiment d’ insecurité”, Deviance et Societé, Vol. VIII, No 4, σσ. 321-345.

[21] Βλ. Weis K. & Milakovich M.E., (1974). “Political misuses of crime rates”, Society, Vol. 11, No 5, σσ. 22-23

[22] Από το FBI Crime Classification Manual, έκδοση 1992.

[23] Βλ. Παπαϊωάννου Π., (2013) ό. π.

[24] Φαίνεται να αγνοεί τα εγγενή σεξουαλικά κίνητρα πίσω από τις επαναλαμβανόμενες ανθρωποκτονίες του ίδιου δράστη με θύματα άγνωστα σε αυτόν πρόσωπα εμμένοντας την ίδια στιγμή στο ποσοτικό στοιχείο του αριθμού των θυμάτων με τις αντιρρήσεις να εγείρονται για τις περιπτώσεις εκείνες των ανθρωποκτόνων που το κίνητρό τους και η προσωπικότητά τους ταιριάζουν απόλυτα στην τυπολογική απόχρωση αυτή, αλλά δεν μπορούν να θεωρούνται serial killers, για τον απλούστατο λόγο ότι συνελήφθησαν μετά την τέλεση της πρώτης και τελευταίας ανθρωποκτονίας του. Βλ. χαρακτηριστικά την περίπτωση που αναφέρεται στη βιβλιογραφία ο James Lawson, όπως περιγράφεται στο βιβλίο "The Evil That Men Do" των Stephen Michaud & Roy Hazelwood (ο τελευταίος είναι πρώην Ειδικός Πράκτορας του FBI και επίσης μέλος – όπως και οι Ressler και Douglas- της Μονάδας Επιστημών Συμπεριφοράς FBI) σε Παπαϊωάννου Π. (2013) ό. π.

[25] Για παράδειγμα περιλαμβάνει και τύπους ανθρωποκτόνων που η κατηγοριοποίησή τους στους serial killers είναι υπό αίρεση όπως π.χ. τους «επαγγελματίες εκτελεστές» του οργανωμένου εγκλήματος Holmes M. & Holmes S. T., (1994) ό. π., σσ. 38-39.

[26] Βλ. Holmes, R. M. & Holmes, S. Τ., (1998) Serial Murder, 2nd ed, London: Sage, σσ. 30-31; Pokel C. A., (2000). A Critical Analysis of Research Related to the Criminal Mind of Serial killers, University of Winsconsin-Stout, σ. 8.

[27] O'Reilly - Fleming Τ, (1996). Serial and mass murderer: Theory, research and policy, Toronto/Ontario: Canadian Scholars' Press.

[28] Levin J. & Fox J. A. (1985). "Serial killers: How statistics mislead us", Boston Herald, σ. 45; Leyton Ε. (1986). Compulsive killers: The story of modern multiple murderers, New York: New York University Press; Ressler R.K. et al., (1988). Sexual homicide: Patterns and motives, Lexington, MA: Lexington Books.

[29] Βλ. σχετ. πρβλ. Τσαλίκογλου Φ., ό. π., σ. 16.

[30] Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. T., (1998) ό. π., σ. 16.

[31] Βλ. σχετ. Παπαϊωάννου Π., (2000) ό. π., σ. 438.

[32] Βλ. Ferro M., (1988). Cinema and History (Contemporary Film Studies), Paris, σ. 10.

[33] Βλ. Holmes, R. M. & Holmes, S. T., (1994) ό. π., σσ. 71-115.

[34] Βλ. Fox J. A. & Levin J., (1994) Overkill, N.Y. & London: Plenum Press, σ. 17-19; Norris. J., (1988). Serial Killers, New York: Anchor Books, σσ. 16-18.

[35] Βλ. Παπαϊωάννου Π., (2013). ό. π. σ. 33; Holmes R. M. & Holmes S. T., (1990). "Inside the mind of the serial murderer", American Journal of Criminal Justice, Vol. 13, σσ. 1-9; Holmes R. M. & De Burger J. (1985). "Profiles in terror: The serial murderer", Federal Probation, Vol. 53, σσ. 53-59.

[36] Βλ. Canter D., (2004). "Offender profiling and investigative psychology", Journal of Investigative Psychology and Offender Profiling, Vol. 1, σ. 8; Scrapec C. A., (2001). "Phenomenology and serial murder. Asking different questions", Homicide Studies, Vol. 5, No 1. February, σ. 52; Fox J. A. & Levin J., (1994). Overkill, N.Y. & London: Plenum Press, σσ. 17-19; Fox J. A. & Levin J., (1998). "Multiple Homicide: Patterns of Serial & Mass Murder", σε Crime and Justice: An Annual Edition, Vol. 23, ed. Michael Tonry, Chicago: University of Chicago Press, σσ. 407-455, Norris J., (1988). Serial Killers, New York: Anchor Books, σσ. 32, 62-63.

[37] Βλ. Holmes R. M. & Holmes, S. Τ., (1988). Contemporary Perspectives on Serial Murder, Thousand Oaks: Sage, σσ. 20-21.

[38] Βλ. Holmes R. M. & De Burger J., (1988). Serial Murder, 2nd ed, London: Sage, σσ.41-44.

[39] Βλ. Holmes R. M. & De Burger J., (1988) ό. π. σ. 130.

[40] Βλ. Godwin J., (1978). Murder USA: The ways we kill each other, New York: Ballantine, σ. 300.

[41] Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. Τ., (1998). Serial Murder, 2nd ed, London: Sage, σσ. 62-71.

[42] Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. Τ., (1998) ό. π. σσ. 64-66.

[43] Βλ. Holmes R. M. & De Burger J., (1988) ό. π. σ. 43.

[44] Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. T., (1998). Serial Murder, 2nd ed, London: Sage, σσ. 75-76.

[45] Βλ. Παπαϊωάννου Π., (2013) ό. π. σ. 37.

[46] Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. T. (1998) ό. π. σσ. 43-44.

[47] Βλ. Holmes R. M. & Holmes S., (1988). Contemporary Perspectives on Serial Murder, Thousand Oaks: Sage, σσ. 12-13; Βλ. Holmes R. M., (1991). Sex Crimes, Newbury Park: Sage, σ. 10 επ.

[48] Βλ. Holmes R. M., & De Burger J, (1985). "Profiles in Terror. The serial murderer", Federal Probation, Vol. 39, 29, σ. 2D34.

[49] Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. Τ., (1998) ό. π. σσ. 91-93.

[50] Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. Τ., (1998) ό. π. σσ. 105-109.

[51] Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. Τ., (1998) ό. π. σσ. 105-109.

[52] Βλ. Holmes R. M., & De Burger J., (1988). Serial Murder, 2nd ed, London: Sage, σ. 91.

[53]Οι δύο συγκεκριμένοι συγγραφείς εξαιρούν από τη συγκεκριμένη υποκατηγορία τον επαγγελματία δολοφόνο/εκτελεστή (professional hitman) που πληρώνεται για να δολοφονεί ανθρώπους εν συνεχεία όμως οι Holmes, R. M. & Holmes, S. διαφοροποιούν τη θέση τους και περιλαμβάνουν και τις συγκεκριμένες περιπτώσεις στους ανθρωποκτόνους κατά συρροή (comfort serial killers) Βλ. Holmes R. M. & De Burger J., (1988) ό. π. σ. 119; Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. T., (1998). Serial Murder, 2nd ed, London: Sage, σσ. 29-44, 123.

[54] Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. Τ., (1998) ό. π. σσ. 129-131.

[55] Όπως ο –κατά τη Μary Shelley- χαρακτήρας του Δρ. Φρανκενστάϊν είχε παθιαστεί να δημιουργήσει έναν άνθρωπο από νεκρά ανθρώπινα μέλη, έτσι και ορισμένοι από τους πλέον περιβόητους επικυρίαρχους serial killer αναζητούν θεόμορφη εξουσία πάνω στα θύματά τους, επιχειρώντας να «δημιουργήσουν» αρρωστημένες αναπαραστάσεις ζωής μέσα από τα μακάβρια αποτελέσματα των φόνων τους. Βλ. Παπαϊωάννου Π., (2013). Ανθρωποκτόνοι Κατ΄ εξακολούθηση και Κατά συρροή. Το ελληνικό παράδειγμα, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σσ. 42-43.

[56] Βλ. Michaud S. & Aynesworth H., (1983). The Only Living Witness, New York: Signet.

[57] Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. Τ., (1988). Contemporary Perspectives on Serial Murder, Thousand Oaks: Sage σσ. 13-14.

[58] Βλ. Norris J., (1988). Serial Killers, N.Y./London: Anchor Books, Doubleday, σσ. 23-35.

[59] Βλ. Παπαϊωάννου Π., (2013) ό. π. σ. 38.

[60] Βλ. Holmes R. M. & De Burger J., (1988). Serial Murder, 2nd ed, London: Sage, σ. 130.

[61] Βλ. Fox J. A. & Levin J., (1994). Overkill, N.Y./London: Plenum Press, σ.σ. 14-16, 244.