ΤΕΥΧΟΣ #13 ΙΟΥΛΙΟΣ 2020

Ψυχοπαθολογία και έγκλημα: Η αλήθεια πίσω από τους μύθους - Μέρος 1ο

Έρη Ιωαννίδου, Εύη Καλούτσου

Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε παρακολουθήσει μια ταινία ή σειρά αστυνομικού περιεχομένου ή κάποιο ψυχολογικό θρίλερ (όπως ονομάζονται) και ο θύτης χαρακτηρίζεται σχιζοφρενής, ψυχικά πάσχων, με διαταραχή προσωπικότητας, παράφρων, ψυχοπαθής κτλ.. Ωστόσο, σε έναν επιστήμονα ψυχικής υγείας οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες δεν είναι άλλο  παρά καρικατούρες των προαναφερθέντων, καθότι συνήθως δεν πληρούν τα κριτήρια της διάγνωσης ή αποτελούν ένα συνονθύλευμα των πιο σύνθετων και αρνητικών χαρακτηριστικών διαφόρων και πολλές φορές μεταξύ τους άσχετων διαταραχών. Παρόλα αυτά, η δικαιολογημένη άγνοια της κοινής γνώμης γύρω από τα διαγνωστικά κριτήρια και την κλινική εικόνα ενός ψυχικά πάσχοντος σε συνδυασμό με τη διαστρεβλωμένη εικόνα που οι σκηνοθέτες πολλές φορές προσφέρουν προς τέρψη του κοινού, έχουν συμβάλλει σημαντικά στη θεμελίωση και συντήρηση μύθων γύρω από την ψυχοπαθολογία και την άσκηση εγκληματικών και βίαιων συμπεριφορών.

Σχιζοφρένεια και βίαια εγκλήματα

Θα έλεγε κανείς πως ο πιο γνωστός μύθος είναι αυτός του σχιζοφρενούς δολοφόνου. Είναι όμως όντως αλήθεια πως η σχιζοφρένεια οδηγεί στην ανθρωποκτονία;

Η σχιζοφρένεια εμπίπτει κάτω από τον όρο ομπρέλα «ψύχωση», ο οποίος αναφέρεται σε ένα φάσμα διαταραχών με κύρια χαρακτηριστικά τη γενικευμένη διαστρέβλωση της αντίληψης της πραγματικότητας τόσο για τον κόσμο γύρω όσο και για τον εαυτό (derealization and depersonalization), εφόσον έχει αποκλειστεί οποιαδήποτε άλλη οργανική βλάβη του νευρικού συστήματος.

Σύμφωνα με το DSM-5 (2013) άτομα στο φάσμα της σχιζοφρένειας και των λοιπών ψυχωτικών διαταραχών πρέπει να πληρούν τουλάχιστον δύο από τα παρακάτω χαρακτηριστικά για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ανάλογα τη διάγνωση: ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, αποδιοργανωμένη σκέψη , αποδιοργανωμένη ή μη φυσιολογική κινητική συμπεριφορά και αρνητικά συμπτώματα (αμβλύ συναίσθημα, αλογία, ανηδονία κτλ). Σημαντική είναι επίσης η απουσία ενσυναίσθησης, κατανόησης δηλαδή των συναισθημάτων των άλλων. Οι ψυχωτικές διαταραχές είναι ετερογενείς, συνεπώς η σοβαρότητα κι ο χρόνος επιμονής των συμπτωμάτων μπορεί να προβλέψει σημαντικές πτυχές της ασθένειας, όπως ο βαθμός των γνωστικών ή νευροβιολογικών ελλειμμάτων καθώς και την ακριβή διάγνωση μεταξύ των υποκατηγοριών. Η εκτενής κλινική έρευνα μας αναφέρει πως η επιδημιολογία αυτής της ασθένειας δεν αγγίζει καν το 1%, συγκεκριμένα κυμαίνεται μεταξύ 0,5-0,7%, η έναρξη γίνεται μεταξύ των ηλικιών 18-30, ενώ είναι πιο συχνή σε άντρες.

Όσον αφορά τη σχιζοφρένειας και τη σχέση της με βίαια εγκλήματα, η έρευνα στο πεδίο υποστηρίζει πως τα άτομα με σχιζοφρένεια θεωρείται πως διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο διάπραξης βίαιου εγκλήματος (4 έως 6 φορές περισσότερο) σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις κινδύνου ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των μελετών και υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς το τι μεσολαβεί σε αυτόν τον αυξημένο κίνδυνο. Είναι σημαντικό όμως να σημειωθεί εδώ πως οι Nordström et al. (2006) σε μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης της σχέσης μεταξύ σχιζοφρένειας και βίαιων εγκλημάτων, βρήκαν πως η συντριπτική πλειοψηφία των δραστών είχαν ακουστικές ψευδαισθήσεις, λιγότερο του 2% έδρασε εναντίον εντελώς αγνώστων και η το μεγαλύτερο ποσοστό εξ αυτών παρόλο που βρίσκονταν υπό αγωγή είχαν διακόψει αυτοβούλως, γεγονός που εξηγεί και τις ακουστικές ψευδαισθήσεις. Ωστόσο, παρόλο που τα άτομα με σχιζοφρένεια φαίνεται να είναι πιο επιρρεπή στα βίαια εγκλήματα, ελάχιστα προβαίνουν σε αυτά κι όταν συμβεί συνήθως επηρεάζεται από παρεκκλίνουσες και διαστρεβλωμένες γνωστικές διαδικασίες, κι όχι τόσο λόγω κοινωνικών/αναπτυξιακών διαφορών ή ιδιοσυγκρασίας όπως συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις για παράδειγμα στις διαταραχές προσωπικότητας. Αυτά τα ευρήματα σε συνδυασμό με το γεγονός πως η σχιζοφρένια είναι μια «απεικονιστική» ασθένεια, δηλαδή με εμφανή σημάδια εκφύλισης τους εγκεφάλου και ανισορροπία σε βιοχημικά στοιχεία όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, υπογραμμίζουν τη σημαντικότητα της έγκαιρης και σωστής διάγνωσης που θα οδηγήσει στην κατάλληλη αγωγή και διαχείριση του περιστατικού. Αυτό θα μειώσει σημαντικά τόσο τον κίνδυνο διάπραξης ενός εγκλήματος όσο και της αυτοχειρίας, ο οποίος είναι ιδιαίτερα αυξημένος, συνεπώς, η «ρύθμιση» της διαταραχής βοηθάει στη λειτουργικότητά του και τη διατήρηση ελέγχου εντός του συνόλου.

Επιλόχεια κατάθλιψη, επιλόχεια ψύχωση και παιδοκτονία

            Σύμφωνα με το αρ. 303 Π.Κ., το αδίκημα της παιδοκτονίας τελείται όταν «μητέρα σκοτώσει με πρόθεση το παιδί της κατά τον τοκετό ή μετά τον τοκετό, αλλά ενώ εξακολουθεί ακόμη διατάραξη του οργανισμού της από τον τοκετό». Περαιτέρω επεξήγηση του τι νοείται διατάραξη δεν γίνεται στον ποινικό κώδικα. Στην πράξη όμως, «διατάραξη του οργανισμού της μητέρας είναι η ιδιάζουσα σωματική, διανοητική και ψυχική κατάσταση αυτής που προκαλείται εκ της φυσιολογικής οργανικής εξαντλήσεως λόγω των ισχυρών ωδίνων του τοκετού, της απώλειας ποσότητας αίματος, του έντονου ερεθισμού του νευρικού συστήματος και γενικώς των πάσης φύσεως διαταραχών που εμφανίζονται κατά τον τοκετό» (Υπ’ αρ. 1461/19 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών). Σε αντίθεση με τον προϊσχύσαντα Ποινικό Νόμο που όριζε ότι αυτή διαρκεί 24 ώρες μετά τον τοκετό, δεν δύναται να προσδιορισθεί εκ των προτέρων με χρονική ακρίβεια και εναπόκειται στην κρίση και εκτίμηση του δικαστηρίου. Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται υποκαταγραφή των παιδοκτονιών ή σε πολλές περιπτώσεις ασαφής εικόνα γύρω από τα αίτια θανάτου των βρεφών. Ενώ στις περιπτώσεις ανθρωποκτονίας νεαρών παιδιών, τόσο ο πατέρας όσο και η μητέρα είναι εξίσου πιθανοί δράστες, στις περιπτώσεις παιδοκτονίας, δράστης είναι συχνότερα η μητέρα (Dawson, 2018). Παρόλα αυτά, στις ΗΠΑ όπου εστιάζεται μεγάλο μέρος της ερευνητικής βιβλιογραφίας, λίγες τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν επίσημα καταγεγραμμένες (Overpeck, 2002). Παρατηρείται ότι όσο μικρότερη είναι η ηλικία του παιδιού, τόσο μεγαλύτερα είναι τα ποσοστά ανθρωποκτονίας με τα νεογέννητα βρέφη μόλις μιας ημέρας να διατρέχουν δέκα φορές μεγαλύτερο κίνδυνο από ό,τι οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη ζωή τους (Shelton, Hoffer, & Muirhead, 2015).

Σύμφωνα με το DSM-5 (APA, 2013), 3-6% των γυναικών βιώνουν ένα σοβαρό καταθλιπτικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή στις εβδομάδες ή μήνες που έπονται του τοκετού, με το 50% αυτών να ξεκινούν πριν τον τοκετό. Το έντονο άγχος και οι κρίσεις πανικού είναι συχνά συμπτώματα κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου επιλόχειου καταθλιπτικού επεισοδίου, κατά το οποίο μπορεί να εμφανιστούν και συνοδά ψυχωσικά χαρακτηριστικά (π.χ. παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις κλπ). Το ποσοστό όμως στο οποίο αυτά εμφανίζονται είναι σημαντικά χαμηλότερο από ό,τι εκείνο της επιλόχειας κατάθλιψης και η προϋπάρχουσα ψυχοπαθολογία αποτελεί σημαντικό παράγοντα ρίσκου. Οι διαταραχές αυτές φαίνεται να έχουν πολλαπλές αιτίες εμφάνισης που σχετίζονται με βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες (Linzer Schwartz, & Isser, 2000). Η παιδοκτονία όμως συνδέεται συχνότερα με μεταλόχεια ψυχωσικά επεισόδια που χαρακτηρίζονται από ακουστικές ψευδαισθήσεις ή παραληρητικές ιδέες σχετικά με το νεογνό. Πολλοί ειδικοί ψυχικής υγείας προτείνουν την απομάκρυνση του βρέφους από τη μητέρα σε αυτές τις περιπτώσεις. Η χρήση μιας τέτοιας διάγνωσης στα πλαίσια της υπερασπιστικής γραμμής στο δικαστήριο έχει εγείρει έντονες συζητήσεις τόσο εντός της ιατρικής όσο και της νομικής κοινότητας.

Η κοινή αντίληψη ότι μία μητέρα θα πρέπει να είναι ψυχικά πάσχουσα για να προβεί σε ένα τέτοιο έγκλημα, έρχεται σε αντίθεση με τα ερευνητικά δεδομένα τα οποία υποδεικνύουν άλλους, σημαντικότερους και πιο ευρέως διαδεδομένους παράγοντες ως παράγοντες κινδύνου για την παιδοκτονία. Μερικοί εξ αυτών είναι η νεαρή ηλικία της μητέρας, το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό της επίπεδο, το ψυχολογικό στρες που βιώνει, τα προβλήματα ψυχικής ή σωματικής υγείας, το σεξουαλικό τραύμα, η ενδοοικογενειακή κακοποίηση, η χρήση ουσιών, η έλλειψη ικανοποιητικής προετοιμασίας, η απουσία υποστηρικτικού περιβάλλοντος, οι αντιδικίες μεταξύ των γονέων κ.ά. (Linzer Schwartz, & Isser, 2000, Shelton, Hoffer, & Muirhead, 2015).   Είναι σημαντικό όμως να σημειωθεί ότι οι παραπάνω παράγοντες μπορούν να οδηγήσουν στο θάνατο ενός βρέφους και λόγω αμελούς φροντίδας, χωρίς την πρόθεση ανθρωποκτονίας. Τέλος, ασχέτως των υποθέσεων παιδοκτονίας, παρατηρούνται πολύ αυξημένα ποσοστά ψυχοπαθολογίας στις μητέρες, ιδιαίτερα το πρώτο διάστημα μετά τον τοκετό. Παραμένουν όμως αφανή κυρίως λόγω της ενοχής των γυναικών να παραδεχτούν ότι δεν νιώθουν καλά σε μια κοινωνία που θεωρεί a priori ότι ένα παιδί θα φέρει την απόλυτη ευτυχία στη ζωή μιας γυναίκας, ακόμα και τον πρώτο καιρό που η φροντίδα του είναι τόσο απαιτητική. Αυτό, περισσότερο από το αν η όποια διάγνωση σχετίζεται ή όχι με την παιδοκτονία, οφείλει να απασχολεί την κοινωνία.

Η φυσιογνωμία των ψυχικά πασχόντων και των εγκληματιών

Έχουν περάσει σχεδόν 150 χρόνια από τότε που ο Ιταλός γιατρός των φυλακών Cesare Lombroso (1835-1909) διατύπωσε τη θεωρία του για τον «εγκληματία άνθρωπο», υποστηρίζοντας εν ολίγοις ότι παρατηρείται μία σειρά βιολογικών και φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών σε όσους εγκληματούν και μάλιστα αυτά διαφέρουν ανά τύπο εγκλήματος. Ο γεννημένος εγκληματίας, σύμφωνα με το Lombroso, είναι ένα ιδιαίτερο ανθρωπολογικό είδος που δεν είχε ομαλή βιολογική εξέλιξη (κατά την εμβρυακή ζωή του) και έμειναν μέσα του χαρακτηριστικά προγενέστερων ειδών, στοιχεία ανεξέλεγκτου όντος. Είναι δηλαδή ένας άνθρωπος με μερικά χαρακτηριστικά κατώτερου βιολογικού είδους (αταβιστική εξήγηση). Οι ψυχοφυσιολογικές διαταραχές του λόγω κακής κληρονομικότητας τον καθιστούν άρρωστο, μη θεραπεύσιμο, ακαταλόγιστο και επικίνδυνο, και το μόνο που προτείνεται είναι η απομόνωσή του (Πανούσης, 2002). Τα κληρονομικά του ελαττώματα απεικονίζονται στο πηθικόμορφο σώμα του και στην πρωτόγονη ηθική του (Rafter, 2008).  Αν και αποτελεί σημαντική εξέλιξη το πέρασμα από την εστίαση στο έγκλημα στην εστίαση στον εγκληματία, ο τρόπος με τον οποίο αυτός μελετάται σήμερα απέχει μακράν, με τον αταβιστικό χαρακτήρα των θεωριών του Lombroso να έχει απορριφθεί (Πανούσης, 2009).

Μέσα από το πρόσωπο ενός ανθρώπου τείνουμε να διαμορφώνουμε την άποψή μας περισσότερο για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της ζωής του, παρά για τα βιολογικά (Πανούσης, 2002). Τόσο η εγκληματικότητα όσο και η ύπαρξη ψυχοπαθολογίας συνδέονται συχνά με δυσμενείς κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες ζωής που μπορεί να περιλαμβάνουν τη χρήση ουσιών, την έλλειψη στέγης, τροφής και υγειονομικής περίθαλψης, την απουσία υποστηρικτικού περιβάλλοντος, την ανεργία, την κακή υγιεινή κλπ. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες δύνανται να συνθέσουν την εικόνα ενός ανθρώπου με ατημέλητη εμφάνιση και «σκληρά» χαρακτηριστικά. Αυτές οι συνθήκες ζωής όμως απαντώνται σε σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού που δεν εμπίπτει στην κατηγορία των εγκληματιών ή/και των ψυχικά πασχόντων και παρουσιάζει αυτή την εικόνα αποκλειστικά και μόνο λόγω αυτών των συνθηκών.

Να σημειωθεί ακόμα ότι η γνώμη του κοινού για την εμφάνιση ενός/μίας κατηγορούμενου/ης ή δράστη διαμορφώνεται εν πολλοίς από φωτογραφίες και βίντεο αφού έχει συλληφθεί και κατά τη διάρκεια μεταγωγής, τις περισσότερες φορές φορώντας χειροπέδες και κατά την προσπάθεια των αστυνομικών να περάσουν με ασφάλεια μέσα από ένα πλήθος δημοσιογράφων. Οι συνθήκες αυτές όπως και οι ίδιες οι συνθήκες της κράτησης, της ανάκρισης, της κατηγορίας για ένα έγκλημα αποτελούν εξαιρετικά στρεσογόνους παράγοντες και η ανταπόκριση σε αυτές –όπως αυτή είναι ορατή στη φυσιογνωμία ενός ανθρώπου- είναι αναμενόμενο να μην είναι αντιπροσωπευτική της εν γένει φυσιογνωμίας του σε κατάσταση ηρεμίας.

Χρήση ουσιών και έγκλημα

Οι διαταραχές χρήσης ουσιών μπορούν να εξεταστούν από την άποψη της συμπεριφοράς κατανάλωσης, των προβλημάτων που επιφέρουν τόσο συμπεριφορικά όσο και σωματικά και της εξάρτησης. Αυτές οι διαστάσεις είναι εννοιολογικά διακριτές, ωστόσο στην πράξη τείνουν να σχετίζονται συνήθως στενά με διάφορους τρόπους. Οι παράμετροι συμπεριφοράς της λήψης ουσιών περιλαμβάνουν ζητήματα όπως τον τύπο της ουσίας, τη συχνότητα και την ποσότητα.

Σύμφωνα με το DSM-5 (2013), οι διαταραχές σχετιζόμενες με ουσίες περιλαμβάνουν 10 ξεχωριστές κατηγορίες: αλκοόλ, καφεΐνη, κάνναβη, παραισθησιογόνα (με ξεχωριστές κατηγορίες τη φαινκυκλιδίνη και τις αρυλκυκλοεξυλαμίνες που ενεργούν με παρόμοιο τρόπο), εισπνεόμενα, οπιοειδή, ηρεμιστικά, υπνωτικά και αγχολυτικά, διεγερτικά (πχ αμφεταμίνη, κοκαΐνη κτλ.), καπνός, και άλλες (ή άγνωστες) ουσίες. Αυτές οι δέκα κατηγορίες δεν είναι πλήρως διακριτές καθώς όλες οι ουσίες που λαμβάνονται σε υπερβολικές δόσεις έχουν κοινή και άμεση ενεργοποίηση του συστήματος ανταμοιβής του εγκεφάλου, το οποίο εμπλέκεται στην ενίσχυση αυτών των συμπεριφορών και στην παραγωγή αναμνήσεων σε σημείο που μπορεί να παραλειφθούν οι φυσιολογικές δραστηριότητες.

Όπως συμβαίνει συχνά, έτσι και εδώ, επικρατεί ο μύθος πως οι χρήστες ουσιών είναι στην κορυφή της λίστας δραστών όσον αφορά βίαια εγκλήματα, ωστόσο πολλοί εξ αυτών έχουν εμπλακεί σε εγκληματικές ενέργειες πολύ πριν ξεκινήσουν τη χρήση και φαίνεται να μοιράζονται κοινούς ψυχολογικούς και κοινωνικούς τρόπους ζωής. Συνεπώς δεν είναι οι ουσίες αυτές καθαυτές που οδηγούν εκεί, αλλά παράγοντες (risk factors) που προϋπάρχουν και η χρήση έπεται και επηρεάζει ετερόκλητα. Αυτό μάλιστα συνάδει και με το γεγονός πως άτομα με χαμηλότερα επίπεδα αυτοέλεγχου, τα οποία μπορεί να αντικατοπτρίζουν τις διαταραχές των μηχανισμών αναστολής του εγκεφάλου, μπορεί να έχουν έντονη προδιάθεση για την ανάπτυξη διαταραχών χρήσης ουσιών. Αυτό με τη σειρά του υποδηλώνει πως οι ρίζες των διαταραχών χρήσης ουσιών για ορισμένα άτομα μπορούν να παρατηρηθούν σε συμπεριφορές πολύ πριν από την έναρξη της πραγματικής χρήσης. Επιπλέον, σύμφωνα με τις έρευνες, τα υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας και χρήσης ναρκωτικών συνυπάρχουν συχνά σε οικονομικά και κοινωνικά μειονεκτούσες γειτονιές, ενώ διαφορετικές ουσίες σχετίζονται με διαφορετικά εγκλήματα. Εδώ, σημαντικό είναι να τονιστεί πως παρόλο που το μυαλό της κοινής γνώμης στρέφεται κυρίως στους χρήστες ναρκωτικών, η ουσία που βρίσκεται στην κορυφή των βίαιων εγκλημάτων δεν είναι άλλη από το αλκοόλ κατέχοντας τη μερίδα του λέοντος στην πίτα με ποσοστό άνω του 50%.

Ένα άλλο στοιχείο, που περιπλέκει τα πράγματα είναι αυτό της συννοσηρότητας της χρήσης ουσιών με κάποια άλλη μορφή ψυχοπαθολογίας. Η αλήθεια είναι πως τις περισσότερες φορές δεν έχουμε πρότερη διάγνωση, με αποτέλεσμα όταν το άτομο είναι ήδη στη φάση της εξάρτησης ή της απεξάρτησης να είναι δύσκολο να ταυτοποιηθεί αν η ύπαρξη της ψυχιατρικής συννοσηρότητας είναι υποκείμενη ή αναπτύχθηκε ετερόκλητα λόγω της χρήσης, δημιουργώντας ιδιαίτερες δυσκολίες στην παρέμβαση και τη διαχείριση του περιστατικού. Αυτό που σίγουρα όμως συμβαίνει, ανεξάρτητα των υποκείμενων ή/και των ετερόκλητων ψυχιατρικών διαταραχών, είναι πως μια τέτοιου είδους συννοσηρή κατάσταση αυξάνει σημαντικά τη σχέση μεταξύ χρήσης ουσιών και διάπραξης εγκλημάτων.

Η διαχείριση ενός τέτοιου περιστατικού απαιτεί εξειδικευμένη εκπαίδευση, ώστε να είναι κανείς σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της συννοσηρότητας. Μία από τις πιο δύσκολες προκλήσεις είναι όταν οι δράστες που κάνουν χρήση ουσιών υποφέρουν από σχιζοφρένεια ή άλλες σοβαρές ψυχικές ασθένειες, οπότε και η πολυπλοκότητα της παροχής αποτελεσματικής αντιμετώπισης είναι πιθανό να είναι πέρα ​​από όλες τις πιο εξειδικευμένες υπηρεσίες.

Αντί επιλόγου

Αν και οι μύθοι είναι πολλοί, οι αλήθειες είναι περισσότερες. Προσπαθήσαμε να επιλέξουμε όσους συναντάμε συχνότερα και να τους αναλύσουμε με στόχο τον αποστιγματισμό των ψυχικά πασχόντων και την ανάλυση της σχέσης τους με το έγκλημα. Η συνέχεια στο επόμενο τεύχος.

Έρη Ιωαννίδου,

Δικαστική Ψυχολόγος (MSc) & Personal Coach, διδάσκουσα στο Hellenic American College, επιστημονική συνεργάτης του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και υπεύθυνη του Forensic Psychology Lab. Link: https://facebook.com/eriioannidouFP

Εύη Καλούτσου,

Δικαστική Ψυχολόγος (MSc), εκπαιδευόμενη γνωσιακής-συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας, επιστημονική συνεργάτης του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και υπεύθυνη του Forensic Psychology Lab. Link: http://linkedin.com/in/evi-kaloutsou

Βιβλιογραφία

Ξενόγλωσση

American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Washington, DC, American Psychiatric Association. doi: https://doi.org/10.1176/appi.books.9780890425596

Bennett, T., & Holloway, K. (2005). Understanding drugs, alcohol and crime. McGraw-Hill Education (UK).

Butcher, J. N., Mineka, S., & Hooley, J. M. (2013) (15th Ed.). Abnormal psychology. Pearson          Εducation.

Dawson, M. (2018). Canadian Trends in Filicide by Gender of the Accused, 1961–2011. In: T. Brown, D. Tyson, & P. Fernandez Arias (eds.). When Parents Kill Children. Understanding Filicide (p. 3-26). UK: Palgrave Macmillan.

Dingwall, G. (2013). Alcohol and crime. Routledge.

Dong, D., Wang, Y., Chang, X., Luo, C., & Yao, D. (2018). Dysfunction of large-scale brain networks in schizophrenia: a meta-analysis of resting-state functional connectivity. Schizophrenia bulletin, 44(1), 168-181.

Fazel, S., Gulati, G., Linsell, L., Geddes, J. R., & Grann, M. (2009). Schizophrenia and violence: systematic review and meta-analysis. PLoS medicine, 6(8).

Fazel, S., Långström, N., Hjern, A., Grann, M., & Lichtenstein, P. (2009). Schizophrenia,     substance abuse, and violent crime. Jama, 301(19), 2016-2023.

Fleischman, A., Werbeloff, N., Yoffe, R., Davidson, M., & Weiser, M. (2014). Schizophrenia and violent crime: a population-based study. Psychological medicine, 44(14), 3051-3057.

Kring, A. M., Davison, G. C., Neale, J. M., & Johnson, S. L. (2010). Abnormal psychology. John Wiley & Sons Inc.

Linzer Schwartz, & Isser, N. T. (2000). Endangered children. Neonaticide, Infanticide, and Filicide. Florida: CRC Press.

Nieuwenstein, M. R., Aleman, A., & de Haan, E. H. (2001). Relationship between symptom dimensions and neurocognitive functioning in schizophrenia: a meta-analysis of WCST and CPT studies. Journal of psychiatric research, 35(2), 119-125.

Nordström, A., Dahlgren, L., & Kullgren, G. (2006). Victim relations and factors triggering homicides committed by offenders with schizophrenia. The Journal of Forensic Psychiatry & Psychology, 17(2), 192-203.

Overpeck, M. (2002). Epidemiology on Infanticide. In: M. G. Spinelli (ed.). Infanticide. Psychosocial and Legal Perspectives on Mothers who Kill (p. 19-34). Washington, DC: American Psychiatric Publishing, Inc.

Rafter, N. (2008). The criminal brain: Understanding biological theories of crime. NY: NYU Press.

Rice, M. W. (2014). Neuropathology of dopamine systems in schizophrenia: Regional dopamine pathologies in the substantia nigra/ventral tegmental area complex. The University of Alabama at Birmingham.

Shelton, J. L. E., Hoffer, T. A., & Muirhead, Y. E. (2015). Behavioral Analysis of Maternal Filicide. USA: SpringerInternational Publishing.

Tandon, R., Keshavan, M. S., & Nasrallah, H. A. (2008). Schizophrenia, “just the facts” what we know in 2008. 2. Epidemiology and etiology. Schizophrenia research, 102(1-3), 1-18.

Towl, G. J., & Crighton, D. A., (eds.) (2010). Forensic Psychology, 1st edition. UK: Wiley-Blackwell Publishing Ltd.

Ελληνική

Γιωτοπούλου - Μαραγκοπούλου Α. (1984). Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Το έγκλημα - Η εγκληματολογία. Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη.

Πανούσης Γ. (2009). Φυσιογνωμική: Μια σύγχρονη εγκληματολογική προσέγγιση (5η εκδ.). Αθήνα: εκδ. Σάκκουλας.

Πανούσης, Ι. (2002). Εισαγωγή. Στο: Τσεζάρε Λομπρόζο. Ο Εγκληματίας Άνθρωπος. Μτφ. Άννινος, Μπ. (σ. 11-24). Αθήνα: Εκδ. Κάκτος.

Υπ’ αρ. 1461/19 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δημοσίευση σε Ποινικά Χρονικά 2019, σελ. 461, εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλα.

Φαρσεδάκης Ι. (1990). Η Εγκληματολογική Σκέψη. Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη.

Χάιδου Α. (1996). Θετικιστική Εγκληματολογία. Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη.