ΤΕΥΧΟΣ #2 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2017

"Υπόθεση Μονσελά": θυματολογική προσέγγιση

Μαριαλένα Γάκου

 

Στο πλαίσιο του Σεμιναρίου για το "θύμα του εγκλήματος" που διεξάγεται στο ΚΕ.Μ.Ε. με το Σημείωμά μας αυτό επιχειρούμε μια από θυματολογικής σκοπιάς προσέγγιση της "υπόθεσης Μονσελά" που είχε απασχολήσει την ελληνική κοινωνία στις αρχές του 1994, λόγω του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα της. Πρόκειται, δηλαδή, για την ανθρωποκτονία της Γ. Βαγενά που διέπραξε κατ΄ απαίτησή της ο δράστης Μ. Μονσελάς. (βλ. για το ιστορικό της υπόθεσης μ.ά. Τσουραμάνης κ.ά., 1998: 165 - 68). Περαιτέρω, επιχειρείται σύγκριση ανάμεσα στα πραγματικά περιστατικά και στη δραματοποιημένη εκδοχή τους ("Κόκκινος κύκλος" - Θέλω μια χάρη...)

Εξετάζοντας κανείς την "υπόθεση Μονσελά", εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να κάνει λόγο για την ύπαρξη ενός βασικού θύματος, αυτό της οδοντιάτρου Γ. Βαγενά. Βασιζόμενοι στις τυπολογίες θυμάτων, καθώς και στις διάφορες θεωρίες θυματοποίησης, θα επιχειρηθεί μια πρώτη ανάλυση του συγκεκριμένου εγκλήματος.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον διαχωρισμό κατηγοριών των θυμάτων, όπως αυτός επιχειρήθηκε από τον Hans V. Henting, (1948) παρατηρείται ότι το θύμα (Βαγενά) ανήκει στη "γενική κατηγορία των γυναικών", καθώς και στην ψυχολογική κατηγορία του "απογοητευμένου - μπλοκαρισμένου" θύματος. Ακολούθως, και σύμφωνα με τον Mendelsohn, (Sengstock, 1976) που υποστηρίζει ότι η κατηγοριοποίηση έχει προκύψει θέτοντας ως κριτήριο το ποσοστό της ενοχής του θύματος στη θυματοποίησή του, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε την Βαγενά στην κατηγορία στην οποία τα θύματα είναι "περισσότερο ένοχα από το δράστη". Τέλος, σύμφωνα με τον Fattah (1992), το θύμα ανήκει στην κατηγορία αυτή "όπου συμμετέχει στην θυματοποίησή του".

Γνωρίζοντας ότι υπάρχουν τέσσερις βασικές θεωρίες για τη θυματοποίηση, (Sparks, 1985: 51-103), διακρίνεται σαφώς ότι στην περίπτωση της Βαγενά η πρώτη θεωρία, αυτή της "πρόκλησης του θύματος", αποτελεί εν προκειμένω τη θεωρία η οποία καλύπτει απόλυτα τη συγκεκριμένη ανθρωποκτονία. Το θύμα ήταν αυτό το οποίο επιζητούσε και προκάλεσε τη θυματοποίησή του. Ήταν αυτό το οποίο δημιούργησε τις προϋποθέσεις θυματοποίησής του και εν προκειμένω τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή την ανθρωποκτονία.

Εξετάζοντας το έγκλημα από άλλη οπτική γωνία και με μια πιο διεξοδική ματιά στα πραγματικά περιστατικά, μπορεί κανείς να κάνει λόγο για δυο θύματα. Δεδομένου ότι από την πλευρά του δράστη (Μονσελά) δεν προϋπήρχε η πρόθεση τέλεσης αξιόποινης πράξης και λαμβάνοντας ως αρχή αυτή την παραδοχή, συμπεραίνεται ότι ο δράστης στην πραγματικότητα αποτέλεσε και ο ίδιος θύμα. Οδηγήθηκε στην ανθρωποκτονία πιεζόμενος από το ίδιο το μετέπειτα θύμα του. Με βάση τη θεωρία της "καθημερινής δραστηριότητας" (Routine Αctivity theory), (Felson, 2002), κατά την οποία ο πιθανός δράστης εντοπίζει το θύμα και την ευκαιρία ώστε να το θυματοποιήσει, παρατηρείται ότι ακολουθήθηκε το συγκεκριμένο μοτίβο από πλευράς της Βαγενά, προκειμένου να προσεγγίσει τον θύτη - θύμα της. Σύμφωνα με το χρονικό του εγκλήματος, ο Μονσελάς εμφανίζεται ως άνθρωπος ο οποίος ακολουθούσε σταθερά το ίδιο πρόγραμμα. Στον χώρο εργασίας του εξυπηρετούσε καθημερινά την Βαγενά, διατηρώντας μαζί της την τυπική σχέση υπαλλήλου – πελάτη. Αυτή η καθημερινή, έστω και σε επαγγελματικό επίπεδο, σχέση έδωσε στην Βαγενά τη δυνατότητα να τον επιλέξει και να τον προσεγγίσει με απώτερο σκοπό να τον χρησιμοποιήσει στην πραγμάτωση του σχεδίου της.

Επιχειρώντας μια σύγκριση ανάμεσα στα πραγματικά περιστατικά και στη δραματοποιημένη εκδοχή τους ("Κόκκινος  Κύκλος" - Θέλω μια χάρη....), παρατηρούνται οι εξής ομοιότητες / διαφορές:

·       

Ως προς τον θύτη, από άποψη ιδιοσυγκρασίας και συμπεριφοράς παρουσιάζονται σαφείς διαφορές. Στην πραγματικότητα ο Μονσελάς, ο οποίος εργαζόταν σε χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, ήταν άνθρωπος προσηνής και μοναχικός, ο οποίος δεν παρουσίαζε αντισυμβατική – παραβατική συμπεριφορά. Δεν έτρεφε ερωτικά αισθήματα για την Βαγενά και σε καμία περίπτωση δεν συναντήθηκε με τον πρώην σύζυγο της και κυρίως δεν τον τραυμάτισε. Κατά τη δραματοποίηση του εγκλήματος, ο ανωτέρω παρουσιάζεται ως εξωστρεφής και ελαφρώς πιο κοινωνικός, τρέφοντας σαφή θαυμασμό προς την Βαγενά, ο οποίος αγγίζει τα όρια του ερωτικού ενδιαφέροντος. Φέρεται να αποζητά την ανταπόκριση από πλευράς του θύματος και παρουσιάζει διάθεση συμφιλίωσης μεταξύ των δύο πρώην συζύγων, αλλά η άρνηση αποδοχής της τελευταίας τον οδηγεί στον τραυματισμό του γιατρού (πρώην συζύγου). Όπως και στην πραγματικότητα, αρνείται σθεναρά να υλοποιήσει την επιθυμία της φίλης του, ενώ δέχεται συνεχείς πιέσεις για το αντίθετο. Στην τηλεοπτική μεταφορά του εγκλήματος, ο θύτης παραδίδεται στις αρχές λίγες ώρες μετά την ανθρωποκτονία, εν αντιθέσει με την πραγματικότητα κατά την οποία προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψη, ισχυριζόμενος την απουσία του στην επαρχία.

Αναφορικά με το θύμα, αρχικά παρατηρούνται ομοιότητες ως προς την ψυχοσύνθεση αλλά και ως προς τον τρόπο αντίδρασης και αντιμετώπισης της κατάστασης. Το θύμα παρουσιάζει ενοχική συμπεριφορά, η οποία κατά την πάροδο του χρόνου μετατρέπεται σε εμμονικές τάσεις αναφορικά με την επιθυμητή επανασύνδεση. Η ψυχολογική αστάθεια και οι αυτοκτονικές τάσεις αποτελούν κοινό τόπο, όπως και το γεγονός της επίρριψης ευθυνών σχετικά με την αυτοκτονική διάθεσή της στον πρώην σύζυγο. Και στις δυο περιπτώσεις εντόπισε τον πιθανό θύτη - λυτρωτή της και με μεθοδικές κινήσεις δημιούργησε κλίμα φιλίας και ασφάλειας, το οποίο θα βοηθούσε στην ολοκλήρωση του στόχου της. Βασική διαφορά η οποία εντοπίζεται, είναι αυτή της εμπλοκής του οικογενειακού περιβάλλοντος στην αντιμετώπιση του τέλους του γάμου της. Στην πραγματικότητα, εν αντιθέσει με τη δραματοποίηση, η Βαγενά είχε καταστήσει σαφές στο στενό οικογενειακό της περιβάλλον την πρόθεσή της να αυτοκτονήσει. Είχε ζητήσει βοήθεια προς αυτή την κατεύθυνση και από άλλους ανθρώπους, οι οποίοι της αρνήθηκαν, ενώ είχε αποταθεί σε ειδικό για τη σταθεροποίηση της ψυχικής της υγείας. Και στις δυο περιπτώσεις παρουσιάζεται ως μια γυναίκα βαθύτατα πληγωμένη, η οποία αδυνατεί να δεχτεί τις ριζικές αλλαγές που επήλθαν στη ζωή της και η οποία έχει θέσει ως στόχο τη θυματοποίησή της, ώστε να κερδίσει τον οίκτο του πρώην συζύγου και ενδεχομένως.την εκ νέου συμπάθεια του, εφόσον η πράξη της θα βάραινε, κατά το σκεπτικό της, συναισθηματικά τον ίδιο.

* Η Μαριαλένα Γάκου είναι κοινωνιολόγος.

 

Βιβλιογραφία

Hans Von Henting (1948), The Criminal and His Victim: Studies in the Sociobiology of Crime,  New Heaven, Yale University Press

Sengstock, Mary C. (1976), The culpable victim in Mendelsohn’s typology, Annual Meeting of the Midwest Sociological Society. St. Louis, Missouri

Fattah Abdel (1992). Towards a critical victimology - Scholarly and reference division.  United States of America, St. Martin’s Press.

Felson M. (2002), Crime and everyday life, 3rd ed., LOndon, Sage

Sparks R.F. (1985), Έρευνες σε θύματα εγκλημάτων - Πλεονεκτήματα, προβλήματα και νέες προοπτικές, μτφρ. Χρ. Τσουραμάνης, Αθήνα - Κομοτηνή, Σάκκουλας

Τσουραμάνης Χρ. κ. ά. (1998), Ο φόνος στην Ελλάδα - Εγκληματολογική θεώρηση, Αθήνα - Κομοτηνή, Σάκκουλας.