Σκοτεινά εγκλήματα σε χρώμα Μαύρης Ντάλιας

Νίκη Μουντζούρα

Πολλοί και κυρίως όσοι ασχολούνται με την ανάλυση και την διαλεύκανση εγκληματικών ενεργειών, πιστεύουν ότι το τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει! Στον αντίποδα της παραπάνω άποψης έρχονται τα ανεξιχνίαστα εγκλήματα, όσον αφορά στις δολοφονίες που δεν μπόρεσαν να εξηγηθούν και να οδηγήσουν στην επίλυση υποθέσεων, αν και σήμερα υπάρχει μεγάλη πρόοδος στον τομέα της Εγκληματολογίας, κυρίως μέσα από την τεχνολογία. Υλικό προερχόμενο από κάμερες, κινητά τηλέφωνα-άρση απορρήτου, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και χρήσης μέσων όπως dnaκαι ανάπτυξη της πληροφορίας γενικότερα. Παρά το γεγονός ότι κάποια υπόθεση μπορεί να μην έφθασε στην εξιχνίαση που αποτελεί κύριο γνώμονα των αρχών, της κοινής γνώμης  και των άμεσων εμπλεκόμενων προσώπων (συγγενών), τις περισσότερες φορές πάντα υπάρχουν πρόσωπα-μάρτυρες που γνωρίζουν κάτι. Στοιχεία που δεν βγήκαν ποτέ στο προσκήνιο και δεν θέλησαν οι ίδιοι να εμπλακούν και να τα ομολογήσουν, κυρίως λόγω της αίσθησης φόβου και της πιθανής δικιάς τους εμπλοκής.

Παράγοντες που βοηθούν στην εξιχνίαση ενός εγκλήματος είναι η εξυπνάδα ή όχι του δράστη, η κατηγοριοποίησή του αν έχει μειωμένο καταλογισμό, αν πάσχει από κάποια διαταραχή, η επιστημονική κατάρτιση και  ικανότητα του αστυνομικού προσωπικού και τα μέσα που τους διατίθενται για την έρευνα. Καθώς επίσης, η σωστή αξιοποίηση των στοιχείων και το αν θα δοθεί η δέουσα σημασία σε καθένα ξεχωριστά από αυτά. Κάποιες υποθέσεις δεν μπόρεσαν να εξιχνιαστούν και παραμένουν ασύλληπτοι οι δράστες λόγω της ικανότητά τους, από καθαρή τύχη ή από συγκυρίες. Οι αστοχίες οφείλονται επίσης σε λανθασμένες κινήσεις των αρχών, των Μ.Μ.Ε και της περιέργειας των δημοσιογράφων, χάριν της υψηλής τηλεθέασης που είναι και το ζητούμενο από πλευράς τους.. Κι αυτό, γιατί δημοσιοποιώντας αξιοποιήσιμες πληροφορίες, καταφέρνουν να «κάψουν δυνατά χαρτιά», με αποτέλεσμα, άθελά τους να βοηθούν την πλευρά του δράστη να κινηθεί αναλόγως, να προφυλαχθεί και τελικώς να παραμείνει για πάντα στην αφάνεια.

Στην κατηγορία των «τέλειων» και ανεξιχνίαστων εγκλημάτων συγκαταλέγονται οι φόνοι που διαπράχθηκαν με αγριότητα, τα πτώματα που βρέθηκαν και δεν γνωστοποιήθηκε ποτέ η ταυτότητά τους, οι απαγωγές και οι ληστείες με λεία πολλών εκατομμυρίων. Σ΄αυτά ανήκει και η υπόθεση της «Μαύρης Ντάλιας» του εγκλήματος που συγκλόνισε τον πλανήτη και «στοιχειώνει» μέχρι και σήμερα τις Η.Π.Α. Πρόκειται για τη φρικιαστική δολοφονία μιας πανέμορφης νεαρής κοπέλας της Ελίζαμπεθ Σορτ που βρέθηκε ακρωτηριασμένη και κομμένη στη μέση. Ο Τύπος της εποχής συνήθιζε να δίνει ψευδώνυμα σε αποτρόπαια και ειδεχθή εγκλήματα, όπως και στην εν λόγω περίπτωση, την οποία ονόμασαν «Μαύρη Ντάλια». Η υπόθεση απασχόλησε πολύ την κοινή γνώμη κι έγινε ιδιαίτερα γνωστή! Το ψευδώνυμο δόθηκε πιθανότατα με αφορμή μια ταινία φιλμ νουάρ της εποχής «Την Μπλε Ντάλια», (BlueDahlia), του 1946 και την φημολογούμενη απόλαυση της κοπέλας για τα μαύρα δαντελωτά ρούχα εξαιτίας των οποίων οι φίλοι της την φώναζαν «Μαύρη Ντάλια». Επίσης, είχε στο πόδι της για τατουάζ ένα τριαντάφυλλο, το οποίο αρεσκόταν να δείχνει, αφού πάντα καθόταν με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται. Άλλη μια εκδοχή είναι, να ήταν έμπνευση ενός δημοσιογράφου, την εποχή που οι δολοφονίες έπαιρναν ονόματα λουλουδιών.

Η Ελίζαμπεθ Σορτ ή αλλιώς «Μαύρη Ντάλια» γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1924 στο Χάιντ Παρκ της Βοστώνης, ενώ μεγάλωσε σε ένα προάστιό της, στο Μέντφορντ της Μασαχουσέτης. Ήταν η τρίτη κόρη στη σειρά από τις πέντε των Κλέο και Φοίβη Μέι Σορτ. Ο πατέρας της έχασε τα περισσότερα από τα χρήματά του στο κραχ του 1929, χρήματα που είχε αποκτήσει από την κατασκευή γηπέδων γκολφ. Ο ίδιος εξαφανίστηκε το 1930, αφού πρώτα είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του σε μια γέφυρα που πολλοί θεώρησαν ότι πήδηξε με σκοπό να αυτοκτονήσει. Μετά από αυτό, η μητέρα της Ελίζαμπεθ μετακόμισε με την οικογένειά της σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Μέντφορντ, ώστε να βρει δουλειά και να μπορέσει να ζήσει τα παιδιά της. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος κι έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα έλαβε ένα απολογητικό γράμμα από τον σύζυγό της που της εκμυστηρευόταν ότι είναι ζωντανός και ζει στην Καλιφόρνια. Εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας της Ελίζαμπεθ, χρόνιας βρογχίτιδας και άσθματος, η μητέρα της στα 16 της και για διάστημα τριών χρόνων την έστελνε στο Μαιάμι για να περνάει το χειμώνα επιστρέφοντας στο Μέντφορντ τον υπόλοιπο χρόνο.

Στα 19 της ξεκινάει η περιπέτεια της ζωής της. Ταξίδεψε στο Βαλέχο της Καλιφόρνιας για να μείνει με τον πατέρα της που είχε να δει από την ηλικία των έξι. Ο ίδιος εργαζόταν στο λιμάνι του Σαν Φρανσίσκο σε μια επισκευαστική πλοίων. Το 1943 μετακόμισαν στο Λος Άντζελες. Ο λόγος της μετακίνησής της, ήταν το πάθος που είχε από μικρή με τον κινηματογράφο. Σκόπευε να γίνει σταρ του Χόλιγουντ, πράγμα που δεν ήταν εφικτό, αφού μετά από καυγά τους επέστρεψε στη Φλόριντα. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1943 συνελήφθη, γιατί παρόλο που ήταν ανήλικη έπινε αλκοόλ με στρατιώτες σε ένα μπαρ στη Σάντα Μπάρμπαρα. Οι αρχές την έστειλαν πίσω στο Μέντφορντ, η ίδια όμως επέστρεψε στη Φλόριντα. Τα αποτυπώματά της λόγω της παραπάνω σύλληψης ήταν αυτά που οδήγησαν τις αρχές στην αναγνώρισή της, όταν δολοφονήθηκε. Από πολλή μικρή ηλικία «Η Μαύρη Ντάλια» εξαιτίας της εκθαμβωτικής ομορφιάς της, είχε αμέτρητους θαυμαστές. Είχε «φωτεινά» γαλανά μάτια, αλαβάστρινη επιδερμίδα και ένα καλλίγραμμο σώμα. Ήταν απείθαρχη, ανώριμη και προκλητική, ενώ ξόδευε πολλά χρήματα για ρούχα, αλλά και για τις ανάγκες της, έξοδα που φαίνεται να καλύπτονταν από τους άντρες με τους οποίους κατά διαστήματα έβγαινε ραντεβού. Φημολογείται ότι με κανέναν από αυτούς δεν είχε σεξουαλική σχέση, καθώς ισχυριζόταν ότι είναι παρθένα, αρραβωνιασμένη ή παντρεμένη, παρά το γεγονός ότι πολλοί δημοσιογράφοι της εποχής θεωρούσαν δεδομένο ότι ήταν μια πόρνη πολυτελείας, χωρίς αυτό να έχει τεκμηριωθεί. Σύμφωνα με αναφορά της αστυνομίας, το θύμα γνώριζε τουλάχιστον 75 άντρες το διάστημα πριν τη δολοφονία της , ενώ οι 25 είχαν θεαθεί μαζί της πριν το θάνατό της. Έβγαινε ραντεβού, προκαλούσε τους «μνηστήρες» και τους έβαζε σε πειρασμό, εκμαιεύοντας έτσι χρήματα, στέγη και τροφή. Το Δεκέμβριο του 1944 αρραβωνιάζεται τον ταγματάρχη Ματ Γκόρντον, τον οποίο τελικά δεν παντρεύτηκε, καθώς πέθανε σε αεροπορικό δυστύχημα. Μετά το θάνατό του μετακόμισε στο Μαιάμι όπου εξακολουθούσε να «ραγίζει» τις καρδιές των ανδρών. Επόμενος στην ατελείωτη λίστα ήταν ο αεροπόρος Τζόσερ Γκόρντον Φλίκινγκ με τον οποίο μετακόμισαν στη Νότια Καλιφόρνια. Σχέση που δεν κράτησε για πολύ, με τον δεύτερο να φεύγει από την πολιτεία. Παρά το γεγονός του χωρισμού σενέχισαν να κρατούν επαφή μέσω αλληλογραφίας με τελευταίο γράμμα να είναι αυτό που είχε στείλει η Ελίζαμπεθ στον Φλίκινγκ με ημερομηνία 8 Ιανουαρίου 1947, 7 μέρες πριν βρεθεί το πτώμα της.

Αναλυτικότερα ήταν χειμώνας του 1947, στις 15 Ιανουαρίου, όταν πραγματοποιήθηκε η δολοφονία της 22χρονης καλλονής. Το πτώμα της βρέθηκε από μια κάτοικο , την Μπέτυ Μπέρσινγκερ πηγαίνοντας βόλτα την τρίχρονη κόρη της στο πάρκο Λάιμερτ του Λος Άντζελες. Κατά τη διάρκεια της βόλτας τους, η γυναίκα παρατήρησε από μακριά ένα αντικείμενο, θεωρώντας ότι πρόκειται για κούκλα βιτρίνας. Το γεγονός ότι βρισκόταν στη μέση του πάρκου και όχι στα σκουπίδια, της προξένησε το ενδιαφέρον να πλησιάσει για να δει καλύτερα. Δυστυχώς ήρθε αντιμέτωπη με το φρικιαστικότερο θέαμα! Δεν επρόκειτο για μια κούκλα, αλλά για ένα άψυχο γυναικείο σώμα που είχε παντού βαθιές χαρακιές και ήταν κομμένο στα δύο. Τα πόδια και η μέση ήταν το μισό κομμάτι και είχαν τοποθετηθεί περίπου ένα μέτρο κάτω από το θώρακα και το κεφάλι. Επιπλέον, είχαν αφαιρεθεί κομμάτια σάρκας, ενώ ο δολοφόνος το είχε τοποθετήσει με τα χέρια πάνω από το κεφάλι και τα πόδια ανοιχτά. Πιθανολογείται ότι ο δράστης κατείχε ιατρικές γνώσεις, καθώς όλες του οι κινήσεις ήταν ιδιαίτερα επιδέξιες ή είχε δουλέψει σε νεκροτομείο και είχε εμπειρία με τον χειρισμό πτωμάτων. Πριν δολοφονήσει την άτυχη κοπέλα φαίνεται ότι είχε επιδοθεί σε ένα ανελέητο σαδιστικό «παιχνίδι» εναντίον της. Η κοπέλα είχε υποστεί σοδομισμό. Υπήρχαν αμυχές στον πρωκτό από βίαιη είσοδο σκληρού αντικειμένου, ενώ στον κόλπο της βρέθηκε κομμάτι δέρματος από τον αριστερό μηρό και συγκεκριμένα από το σημείο που η κοπέλα είχε «χτυπήσει» τατουάζ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Το στομάχι της ήταν γεμάτο με περιττώματα. Το πρόσωπο ήταν παραμορφωμένο, αφού είχε αλλοιωθεί από τα χτυπήματα που έγιναν πιθανότατα ενώ ήταν ακόμα ζωντανή. Υπήρχαν επίσης τραύματα στους καρπούς και στους αστραγάλους, μώλωπες στο κεφάλι και εκχυμώσεις στο πρόσωπο. Ο δολοφόνος είχε σκίσει τις άκρες του στόματος προς τα πάνω σχηματίζοντας ένα μακάβριο, σατανικό χαμόγελο κλόουν. Όσον αφορα την αιτία θανάτου, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση ήταν η αιμοραγία από τους τραυματισμούς και τα χτυπήματα σε πρόσωπο και κεφάλι. Το πτώμα είχε υποστεί αφαίμαξη, είχε πλυθεί και καθαριστεί επιμελώς, ενώ είχε «στραγγιχθεί».

Η μοιραία γνωριμία και η αρχή του τέλους της σαγινευτικής «Μαύρης Ντάλιας» με τον λάθος άνθρωπο! Πρόκειται για τον 55χρονο Δανό Μάρκ Χάνσεν, ισχυρό και πλούσιο άντρα στο Χόλιγουντ και ιδιοκτήτη πολλών κινηματογράφων. Ένας από τους ιδιοκτήτες του Florentine Gardens, στη Λεωφόρο του Χόλιγουντ όπου τα σόου του προσέλκυαν μεγάλες προσωπικότητες, όπως αυτή του Έρολ Φλίν. Εκτός από τις νόμιμες επιχειρήσεις είχε μερίδιο σε παράνομα καζίνο και στριπτιτζάδικα-μπαρ που εκδίδονταν γυναίκες. Ο Χάνσεν ζούσε στο μεταίχμιο της νομιμότητας και του «υπόκοσμου». Διατηρούσε δύο σπίτια, ενώ είχε ένα χαρέμι από τα αγαπημένα του κορίτσια. Κοπέλες που αναγκάζονταν να δίνουν ημίγυμνες παραστάσεις, ιδιωτικές ή μη, με στόχο να κάνουν μια μεγάλη καριέρα στο Χόλιγουντ. Η «Μαύρη Ντάλια» επισκεπτόταν συχνά το σπίτι του Χάνσεν, μαζί με μια φίλη της που άνηκε στο χαρέμι του Δανού επιχειρηνατία και ζούσε εκεί. Η 22χρονη καλλονή «τράβηξε» αμέσως την προσοχή του Χάνσεν, ο οποίος την προσέγγισε ερωτικά και της ζήτησε να μείνει σπίτι του. Επί 10 μέρες η νεαρή φλέρταρε με τον 55χρονο, χωρίς όμως να του παραδοθεί και να ενδώσει, ισχυριζόμενη ότι είναι παρθένα. Αυτό, τον οδήγησε στο να ζητήσει από έναν μικροεγκληματία, τον προαγωγό Λέσλι Ντίλον να τον απαλλάξει από την παρουσία της, καθώς βαρέθηκε τους ερωτικούς συντρόφους της και επειδή του ζητούσε συνέχεια χρήματα. Ο βασικός όμως λόγος ήταν ότι δεν την είχε ο ίδιος! Βέβαια δεν γνώριζε ότι πρόκειται για έναν σαδιστή δολοφόνο. Ο δεύτερος ήταν νταβατζής, μπλεγμένος σε δίκτυο πορνείας και «έμπιστος» του Μάρκ Χάνσεν, αφού ήταν «το παιδί για όλα τα θελήματα».  Μετά τη δολοφονία της Σορτ, ο επιχειρηματίας δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν την γνώριζε, γιατί το όνομά του βρέθηκε γραμμένο στην ατζέντα της. Οι έρευνες επικεντρώθηκαν γύρω από τον Ντίλον, ο οποίος είχε εργαστεί στο παρελθόν για μικρό χρονικό διάστημα σε νεκροτομείο, γνωρίζοντας πολλά πράγματα σχετικά με τα πτώματα, όπως για παράδειγμα, τον τρόπο να αφαιρεθεί όλο το αίμα από το σώμα του νεκρού, πράγμα που συνέβη και στο πτώμα της «Μαύρης Ντάλιας».

Στα τέλη του 1948 ο επικεφαλής ψυχίατρος της αστυνομίας που δούλευε για το αστυνομικό τμήμα του Λος Άντζελες, Δρ. Τζόσεφ Πολ Ντε Ρίβερ, έπεισε το δολοφόνο να του αποκαλυφθεί και τον έκανε να επικοινωνήσει μαζί του χρησιμοποιώντας ένα «τέχνασμα». Τον «προκαάλεσε» μέσω της δημοσιοποίησης ενός άρθρου στο περιοδικό TrueDetectiveσχετικά με το προφίλ του δράστη. Ο ψυχίατρος ήταν πεπεισμένος ότι ο ένοχος μέσα από το αποτρόπαιο έγκλημα επιζητούσε κατά βάθος την «αναγνώριση» για την πράξη του και είχε ανάγκη να καυχηθεί γι΄αυτό. Γεγονός που επαληθεύθηκε από το κόλπο με το άρθρο, καθώς ο ψυχίατρος έλαβε μετά από λίγο καιρό ένα γράμμα με αποστολέα τον «Τζακ Σαντ» ισχυριζόμενος ότι ήξερε κάποιον που ταίριαζε στο προφίλ του δολοφόνου (ονόματι Τζεφ Κονορς). Ο Σαντ είχε αρκετές συναντήσεις με τον ψυχίατρο, κατά την διάρκεια των οποίων του αποκάλυψε στοιχεία και λεπτομέρειες που ήξεραν μόνο οι αστυνομικοί και ποτέ δεν είχαν «έρθει στο φως της δημοσιότητας». Τα δύο στοιχεία είναι ότι ο δολοφόνος είχε κόψει από το μηρό της «Μαύρης Ντάλιας» το κομμάτι με το τατουάζ και το είχε τοποθετήσει στο αιδοίο της, όπως και το ηβικό της τρίχωμα είχε κοπεί και τοποθετηθεί στο ορθό της. Επίσης, ο Ντίλον υποστήριξε ότι ο δολοφόνος έκοψε στα δύο την κοπέλα για να δει μέχρι που είχε διεισδύσει το πέος του, κατά τη διάρκεια της συνουσίας με το άψυχο σώμα της, καθώς στα γράμματα που είχε στείλει  υπονοούσε ότι ο «γνωστός» του που τον θεωρούσε ύποπτο, σκότωσε την κοπέλα, γιατί τον απείλησε ότι θα αποκάλυπτε σε όλους ότι είχε εξαιρετικά μικρό πέος. Ο ψυχίατρος «φωτογραφίζει» τον Ντίλον ως το δολοφόνο και επιβεβαιώνεται ότι είναι ο ίδιος ο δράστης και όχι ο φερόμενος γνωστός του, καθώς σε εξέταση που  του έκανε, όταν του ζήτησε να γδυθεί, αυτός δίστασε να κατεβάσει το παντελόνι του. Όταν το έκανε διαπιστωσε ότι το μόριό του έμοιαζε περισσότερο με αυτό ενός οχτάχρωνου αγοριού. Επιπλέον, παραδέχτηκε πως είχε αδυναμία στις γυναίκες με μεγάλο στόμα, στοιχείο που ίσως εξηγεί την παραμόρφωση που υπέστη το στόμα της Σορτ, αλλά και την κακοποίηση πολλών γυναικών κατά το παρελθόν με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών.

Μέσα από τα παραπάνω στοιχεία ο Δρ. Ρίβερ είχε πεισθεί, ότι είχε βρει το δολοφόνο της «Μαύρης Ντάλιας» και είχε φτάσει στο τέλος του μυστηρίου. Παρόλα τα αδιάσειστα στοιχεία του ψυχιάτρου και των αστυνομικών που τον συνόδευαν στις συναντήσεις με τον Ντίλον, ποτέ δεν προχώρησαν την υπόθεση, ενώ το αστυνομικό τμήμα πάγωσε τις έρευνές του. Γεγονός που το καθιστά ένα από τα μεγαλυτερα σκάνδαλα συγκάλυψης της ιστορίας, καθώς θεωρούνται δεδομένοι οι δεσμοί του Δανού επιχειρηματία Χάνσεν  με το Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Φημολογείται ακόμα ότι ο Ντίλον είχε υποσχεθεί στους ντεντέκτιβ ότι δεν θα έλεγε κουβέντα, αν τον άφηναν ελεύθερο. Αντιθέτως, θα έλεγε όλα όσα γνώριζε σχετικά με το πού ήταν θαμμένα πτώματα θυμάτων του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά και ότι θα έβγαζε στη φόρα όλα τα «άπλυτα» των πρώην αφεντικών του. Μετά από τις απειλές του, φαίνεται ότι τον άφησαν να φύγει. Το αστυνομικό τμήμα του Λος Άντζελες βρέθηκε στο επίκεντρο του μεγαλύτερου σκανδάλου διαφθοράς στην ιστορία του. Σκάνδαλο το οποίο θα άλλαζε το ίδιο το τμήμα και την πορεία της υπόθεσης της «Μαύρης Ντάλιας» για πάντα. Κι αυτό, γιατί εκείνη την εποχή πολλοί υψηλόβαθμοι ή μη αστυνομικοί ήταν τελείως διεφθαρμένοι, αφού χρηματίζονταν, λαμβάνοντας κανονικό μισθό από τη «μαφία» και από τα άτομα που ήταν συνυφασμένα με την παρανομία, όπως ο Χάνσεν. Οι Λέσλι Ντίλον και Μαρκ Χάνσεν δεν αντιμετώπισαν ποτέ κατηγορίες για το θάνατο της «Μαύρης Ντάλιας». Έπειτα από την ελευθερία του Ντίλον ξεκίνησε ένας πόλεμος αμαύρωσης του ονόματος του ψυχιάτρου, ο οποίος δεν μπόρεσε να καταθέσει ποτέ επίσημα όσα γνώριζε για την υπόθεση σχετικά με την ενοχή του Ντίλον. Ενοχή για την οποία ήταν σίγουρος μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το ντελίριο ενδιαφέροντος που προκάλεσε η ιστορία της «Μαύρης Ντάλιας», έφτασε στο ζενίθ της δημοσιογραφικής αθλιότητας, όταν κάποιος ρεπόρτερ τηλεφώνησε στη μητέρα της Σορτ προσπαθώντας να εκμαιεύσει πληροφορίες για την κόρη της, λέγοντας ότι η Ελίζαμπεθ κέρδισε σ’ ένα διαγωνισμό ομορφιάς και της ετοίμαζαν αφιέρωμα. Όταν ο δημοσιογράφος πήρε τις απαντήσεις σε ότι τον ενδιέφερε, ανακοίνωσε στη μητέρα τη δολοφονία της κόρης της. Η δημοσιότητα που πήρε το θέμα δυσκόλεψε τις έρευνες, αφού πάνω από 500 γραφικοί τύποι «ομολόγησαν» ότι είναι οι ίδιοι οι δολοφόνοι στην προσπάθειά τους να κερδίσουν λίγη λάμψη και στιγμές δημοσιότητας. Στις 23 Ιανουαρίου 1947 κάποιος που ισχυριζόταν ότι είναι ο δολοφόνος, τηλεφώνησε σε συντάκτη της εφημερίδας LosAngelesExaminerκαι προσφέρθηκε να του στείλει προσωπικά αντικείμενα του θύματος, καθώς πίστευε ότι λιγόστευαν τα νέα και η αναφορά στις εφημερίδες, σχετικά με τη δολοφονία. Την επόμενη μέρα έφθασε στα γραφεία της εφημερίδας ένα πακέτο που περιείχε το πιστοποιητικό γέννησης της Σορτ, φωτογραφίες, μια ατζέντα με 75 αντρικά ονόματα, πολλά γράμματα και βιβλία διευθύνσεων με το όνομα Μάρκ Χάνσεν ανάγλυφο στο εξώφυλλο. Στις 25 Ιανουαρίου, έγινε αναφορά ότι κάποιος είδε την τσάντα και ένα παπούτσι της πάνω σε έναν κάδο σκουπιδιών, όπου και βρέθηκαν σε ένα στενό της Norton. Η Ελίζαμπεθ κατάφερε να γίνει διάσημη και σταρ που ήταν και το ζητούμενο, με τον πιο μακάβριο τρόπο, αφού έμεινε στην ιστορία ως το κομματιασμένο θύμα του ανατριχιαστικότερου και πιο αποτρόπαιου εγκλήματος. Η υπόθεση παραμένει ανοιχτή αφού ο δολοφόνος δεν βρέθηκε ή δεν κατηγορήθηκε ποτέ από τις αρχές. Η ιστορία της «Μαύρης Ντάλιας» και τα σενάρια για τη δολοφονία της αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για αμέτρητες ταινίες και βιβλία. Κατάφερε τελικά να «πρωταγωνιστήσει» σε ταινίες του Χόλιγουντ. Ο τάφος της βρίσκεται σε νεκροταφείο της Καλιφόρνιας και παραμένει μέχρι και σήμερα από τους πιο προσεγμένους και δημοφιλείς.

Κάνοντας μια ανασκόπηση στην υπόθεση της «Μαύρης Ντάλιας», που αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα την πιο φρικτή δολοφονία του Χόλιγουντ, βλέπουμε ότι και σε αυτήν την περίπτωση οι κοινωνικές συνθήκες: οικογένεια, οικονομική κατάσταση, φίλοι-παρέες, γειτονιά, εργασιακό περιβάλλον, παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός ατόμου και στην εξέλιξη της μετέπειτα ζωής του γενικότερα. Συγκεκριμένα, παρατηρούμε άτομα, όπως η Ελίζαμπεθ Σορτ, που δεν μεγάλωσαν σε ένα σταθερό, υγιές οικογενειακό περιβάλλον, που να τους  παρέχει τις βάσεις και την απαιτούμενη στήριξη, να ακολουθούν λάθος δρόμο. Ο πόθος της Σορτ να πραγματοποιήσει το όνειρό της, να γίνει σταρ του Χόλιγουντ και να ζήσει μια πλουσιοπάροχη ζωή, καθώς και οι λάθος παρέες, την οδήγησαν σε λάθος επιλογές, «πέφτοντας» στα «δίχτυα» της πορνείας. Αναφορικά με την θεωρία των διαφορικών συγχρωτισμών του Sutherland, βλέπουμε ότι η επαφή με άτομα που παρουσιάζουν εγκληματική συμπεριφορά, διαφορετική από τα κοινά αποδεκτά πρότυπα, που ορίζονται από τις ανάγκες της κοινωνίας κάθε φορά και στο πλαίσιο του νόμιμου, οδηγεί στην άμεση επιρροή των ατόμων από λανθασμένες συμπεριφορές, που υιοθετούνται σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας της ύπαρξης ορισμένων περιστάσεων και της έλλειψης εναλλακτικών λύσεων. Αυτό επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση της «Μαύρης Ντάλιας» που ο συγχρωτισμός της με άτομα του «υπόκοσμου» την έφερε αντιμέτωπη στο να βιώσει τον πιο βασανιστικό θάνατο και να υποστεί τα πιο σκληρά, σαδιστικά βασανιστήρια ενώ ήταν ακόμα ζωντανή. Επίσης, στο πλαίσιο της Αντεγκληματικής Πολιτικής θα ήταν καλό να δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων με αποτυπώματα και dna, όχι απαραίτητα σεσημασμένων κακοποιών και εγκληματιών, αλλά όλων των πολιτών,  καθώς απ΄ότι είδαμε και στην περίπτωση της «Μαύρης Ντάλιας» η κοπέλα ταυτοποιήθηκε εξαιτίας των δακτυλικών αποτυπωμάτων που είχε η αστυνομία στα αρχεία της από παλαιότερη σύλληψή της. Διαφορετικά θα ήταν πολύ δύσκολο να γίνει γνωστή η ταυτότητά της, αφού είχε υποστεί ολική παραμόρφωση σε πρόσωπο και σώμα. Στην περίπτωση αυτή, αν βρεθεί γενετικό υλικό στον τόπο του εγκλήματος, θα μπορεί να γίνεται αναζήτηση από την «τράπεζα» δεδομένων και πιθανή αντιστοιχία με τον εκάστοτε δράστη, μέτρο που θα βοηθήσει στη διαλεύκανση πολλών υποθέσεων. Επιπλέον, παρατηρούμε ότι υπάρχει σύγκρουση καθηκόντων, τη δεδομένη στιγμή στην περίπτωση των αρχών, μέσα από τους διεφθαρμένους αστυνομικούς, καθώς αντί να ακολουθούν το «γράμμα» του νόμου και να σεβαστούν τον «όρκο» που είχαν δώσει, εξαιτίας των σχέσεών τους με τον «υπόκοσμο» και τη «Μαφία» αλλά και του χρηματισμού τους, οδηγήθηκαν στη συγκάλυψη, απόκρυψη και καταστροφή στοιχείων που ήταν ικανά να «ρίξουν φως» στην υπόθεση. Στις περιπτώσεις που συμβαίνει αυτό, σημαντικό ρόλο για την κινητοποίηση των αρχών, αλλά και την «στάση» της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, «παίζει» η ταυτότητα, η κοινωνική θέση του θύτη και του θύματος αντίστοιχα, η καταγωγή, η οικονομική επιφάνεια και οι διαστάσεις που θα πάρει το θέμα από τα Μ.Μ.Ε. Από τα παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει, αφού στις περιπτώσεις που κάποια υπόθεση δεν έφτασε στην επίλυσή της, συνέτρεχαν άλλοι λόγοι και όχι η τελειότητα στην τέλεση και απόκρυψη στοιχείων από πλευράς θύτη. Τέλος, καλό θα ήταν να «ανοίγουν τα στόματα» όλων όσοι γνωρίζουν στοιχεία (των μαρτύρων) και να καταγγέλονται στις αρχές: αστυνομία, εισαγγελία, ώστε να υπάρξει μείωση του σκοτεινού αριθμού της εγκληματικότητας και των υποθέσεων που «έκλεισαν» και «μπήκαν στα συρτάρια» των αρχών, παραμένοντας ανεξιχνίαστα, όπως έγινε και στην περίπτωση της «Μαύρης Ντάλιας».

 Νίκη Μουτζούρα, Κοινωνιολόγος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

www.biography.com/crime-figure/black-dahlia
fbi.gov/Black%Dahlia%20%28E%20Short%29%20/
fbi.gov/archives/news/stories/2006/October/dahlia_102006
Εμπειρική Εγκληματολογία, Χριστίνα Ζαραφωνίτου, Νομική Βιβλιοθήκη, Έκδοση 2004, σελ 111.