ΤΕΥΧΟΣ #5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2018

Πες μου το χρώμα σου να σου πω την ενοχή σου. Στερεότυπα και δικαιοσύνη.

Χριστιάνα Στυλιανίδου
Ο Άττικους Φιντς, δικηγόρος σε μία επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930, αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός μαύρου εργάτη, ο οποίος κατηγορείται για τον βιασμό και τον ξυλοδαρμό μίας λευκής γυναίκας. Οι μαρτυρίες της εγκαλούσας και του βίαιου και αλκοολικού πατέρα της οδηγούν τελικά, προς έκπληξη όλων στην καταδίκη του μαύρου από τους ενόρκους. Η καταδίκη δεν υποστηρίζεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και ενώ έχουν παρατεθεί λογικά και πειστικά επιχειρήματα κατά της ενοχής του κατηγορουμένου, του ξυλοδαρμού της κοπέλας από τον πατέρα της και της μη ύπαρξης βιασμού. Στο τέλος της ιστορίας ο ψυχικά ασθενής γείτονας, θέλοντας να σώσει τα παιδιά του κ. Φιντς από την επίθεση του πατέρα της κοπέλας, τον σκοτώνει σε νόμιμη άμυνα. Τότε ο σερίφης της πόλης επιλέγει να δώσει μία άλλη εξήγηση στο έγκλημα λέγοντας πως ο επιτιθέμενος έπεσε μόνος του στο μαχαίρι, καθώς φοβάται την αντίδραση των ενόρκων και προβλέπει ως σίγουρη την καταδίκη του ψυχικά ασθενή.

Τα παραπάνω αποτελούν την πλοκή της κλασικής ταινίας "To kill a mocking bird" (βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Harper Lee) και μας δείχνουν ανάγλυφα ότι η μεταχείριση κάποιων δραστών εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που εκείνοι φέρουν. Πριν προτρέξετε στο συμπέρασμα ότι αυτά είναι απλά πράγματα που συμβαίνουν μόνο στο χώρο της φαντασίας ας δούμε και κάποια πραγματικά παραδείγματα.

Μήπως ο λευκός και πετυχημένος κολυμβητής αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τον Λατίνο μετανάστη για την τέλεση εγκλήματος με παρόμοια πραγματικά περιστατικά[1]; Άραγε για ποιο λόγο κληρονόμος μεγάλης οικογενείας ενώ παραδέχεται ότι βίαζε την κόρη του δεν μπαίνει φυλακή αλλά του επιβάλλεται το μέτρο της επιτήρησης[2] και μαύρη γυναίκα, η οποία σκοτώνει το βίαιο αγόρι της προσπαθώντας να τον αποτρέψει από το να σκοτώσει την ίδια βρίσκεται ήδη στη φυλακή 4 χρόνια στη φυλακή με επαπειλούμενη ποινή για το έγκλημά της 25 με 60 χρόνια[3]; Άραγε δύο άτομα που τελούν παρόμοια εγκλήματα αλλά προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις ή εθνικότητες τιμωρούνται το ίδιο; Μήπως στην απονομή της δικαιοσύνης παρεισφρέουν κοινωνικά στερεότυπα και προκαταλήψεις, τα οποία επηρεάζουν την τελικώς εκφερόμενη κρίση[4];

Εκτός των πολιτισμικών και φυσιογνωμικών ιδιαιτεροτήτων και χαρακτηριστικών του ατόμου – οι οποίες, όπως φαίνεται και από τα παραπάνω παραδείγματα, επηρεάζουν σαφώς την κρίση του δικαστή ή των ενόρκων – πλήθος άλλων προσωπικών, πολιτικών και κοινωνικών ιδιοτήτων του προσώπου επιδρούν στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται  από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Η τυποποίηση συγκεκριμένων εγκλημάτων αλλά και η επιβολή κάποιας συγκεκριμένης ποινής φαίνεται τότε να συναρτάται από τις αντιλήψεις που η κοινωνία – και συγκεκριμένα η κυρίαρχη κοινωνική και πολιτική τάξης[5]- έχει εισφέρει στο Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης[6]. Υπό το γενικότερο πρίσμα του επικίνδυνου εγκληματία, έννοια διαρκώς διευρυνόμενη και συνεχώς επαναπροσδιοριζόμενη, η ποινική δικαιοσύνη αναπαραγάγει προκαταλήψεις και κυρίαρχες ιδέες.

Τα κοινωνικά στερεότυπα

Προκαταλήψεις και κοινωνικά στερεότυπα καθορίζουν σε αυτή την περίπτωση τη μεταχείριση που επιφυλάσσεται στο δράστη[7]. Τα κοινωνικά στερεότυπα αποτελούν παγιωμένες αντιλήψεις/απόψεις, οι οποίες προκύπτουν χωρίς την προηγούμενη λογική κρίση από το ίδιο το άτομο, βάσει επιφανειακών παρατηρήσεων και εξωτερικών χαρακτηριστικών και παρεισφρύουν στο ποινικό δίκαιο[8]. Θεωρείται τότε ότι η εγκληματικότητα προέρχεται από συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων, οι οποίοι αποκλίνουν από το φυσιολογικό άτομο – όπως αυτό ορίζεται κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή – και αποτελούν ένα κομμάτι εκτός της κοινωνίας, το οποίο «αξίζει» και πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά διαφορετικό τρόπο από όλους τους υπόλοιπους.

Οι παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, το άτομο που τις επιδεικνύει καθώς και η ομάδα/τάξη στην οποία εντάσσεται[9], χαρακτηρίζονται/στιγματίζονται ως τόσο επικίνδυνες όσο περισσότερο απομακρύνονται από το πρότυπο του φυσιολογικού, γεγονός που οδηγεί και στην κατηγοριοποίησή τους ως τέτοιες στο πλαίσιο του Ποινικού Δικαίου[10]. Τα αρνητικά κοινωνικά στερεότυπα που έχουν παγιωθεί σχετικά με τη φύση του εγκλήματος και του εγκληματία που πρέπει να φοβόμαστε φαίνεται να παίζουν μεγάλο ρόλο σε αυτή την κατηγοριοποίηση[11]. Σχηματίζονται, λοιπόν, διαχρονικά ορισμένες κατηγορίες εγκληματιών, κατά των οποίων η αντιμετώπιση εμφανίζεται δικαιολογημένα διαφοροποιημένη[12].

Οι ψυχικά ασθενείς, οι καθ’ έξη εγκληματίες, οι φτωχοί, οι τεντιμπόηδες, οι κομμουνιστές, οι τρομοκράτες, οι μετέχοντες στις διαδηλώσεις κουκουλοφόροι και γενικά άτομα τα οποία δεν ασπάζονται την κυρίαρχη για την εποχή ιδεολογία αποτελούν ορισμένα παραδείγματα της εν λόγω τακτικής[13]. Το να είναι ακολούθως κάποιος επιρρεπής στη διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων αποτελεί τη μία όψη της επικινδυνότητας, η οποία συμπληρώνεται από τα άτομα που επιδίδονται σε κοινωνικά απρεπείς δραστηριότητες, όπως η πορνεία, η ομοφυλοφιλία, η μέθη, ο τζόγος, η αλητεία κοκ. και σε μία πιο σύγχρονη κλίμακα στους φτωχούς, τους μετανάστες, το οργανωμένο έγκλημα κοκ[14].   

Η τιμωρία των εν λόγω δραστών έγκειται τελικά στην πράξη την οποία τέλεσαν ή μήπως επηρεάζεται άμεσα από αυτό που είναι; Με βάση ποια κριτήρια τιμωρείται ένας δράστης για το έγκλημα που τέλεσε; Είναι τελικά η δικαιοσύνη τυφλή - αμερόληπτη ή απλά αναπαραγάγει το ποιόν και τις σκοπιμότητες της εκάστοτε άρχουσας τάξης  στοχεύοντας στον έλεγχο και την «εξαφάνιση» συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και ατόμων, τα οποία έρχονται σε αντίθεση με τις απόψεις της κυρίαρχης τάξης ούτως ώστε να διατηρηθεί ο παρών συσχετισμός δυνάμεων; Μη μπορώντας να απαντήσουμε με βεβαιότητα στα εν λόγω ερωτήματα ευελπιστούμε να δημιουργήσαμε τον απαιτούμενο προβληματισμό για την περαιτέρω διερεύνηση των βαθύτερων αιτιών και συνεπειών του κοινωνικού αυτού στοιχείου στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης.

_________________________________________________________________________________

*Η Χριστιάνα Στυλιανίδου είναι δικηγόρος, μεταπτυχιακή φοιτήτρια ΠΜΣ Ποινικών και Εγκληματολογικών επιστημών στη Νομική Αθηνών.

[1] Βλ. περί του ζητήματος μεταξύ άλλων το παράδειγμα όπως δημοσιεύεται σε http://www.dailymail.co.uk/news/article-3662445/Judge-sentenced-Brock-Turner-20-six-months-rape-hand-three-year-sentence-Latino-man-32-charged-crime.html, όπου ο μεν πρώτος αναφερόμενος καταδικάστηκε σε ποινή περιοριστική της ελευθερίας 6 μηνών (εκ των οποίων εξέτισε τους 3), ενώ ο δεύτερος σε 3 χρόνια για την τέλεση βιασμού.

[2] Βλ. http://time.com/43626/wealthy-child-rapist-jail-delaware/

[3] Βλ. https://www.huffingtonpost.com/entry/cherelle-baldwin-trial_us_56ef5059e4b084c67220a9d3

[4] Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι τα παραδείγματα αυτά αποτελούν ακραίες περιπτώσεις και δη παρμένες από το αμερικάνικο ποινικό σύστημα, το οποίο παρουσιάζει μεγάλες αποκλίσεις από το ελληνικό. Η ύπαρξη, ωστόσο, διαφορετικής αντιμετώπισης ανάλογα με το χρώμα, την ηλικία, το φύλο, τις ιδιότητες του ατόμου, τις πεποιθήσεις του κ.ο.κ. αποτελούν μία πραγματικότητα η οποία -ακόμη και αν δε λαμβάνει χώρα ενσυνείδητα- είναι δεδομένη.

[5] Ας μην ξεχνάμε ότι, οι ιδέες και οι αξίες της άρχουσας κοινωνικής τάξης είναι η βάση για την επιλογή των συμπεριφορών που θα θεωρηθούν ανεκτές και φυσιολογικές στην εκάστοτε κοινωνία ή αντιθέτως πρέπει να τυποποιηθούν ως εγκλήματα. Βλ. Γεωργάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Διδασκαλία, εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλας, 1991, σ.49-50, καθώς και Δημόπουλο Χ., Η προεγκληματική επικινδυνότητα και τα μέτρα για την αντιμετώπισή της, εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 255, Κωστάρα Α., Έννοιες και θεσμοί του Ποινικού Δικαίου, Θεωρητική και πρακτική προσέγγιση των διατάξεων του γενικού μέρους του ποινικού κώδικα, εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, σ.58-9, όπου τονίζεται ότι η επιλογή των εγκληματικών συμπεριφορών αντανακλά τις σημαντικότερες κοινωνικοηθικές αξίες της εκάστοτε κοινωνίας, οι οποίες εκφράζουν κατά κύριο λόγο την ιδεολογία και τις πολιτικές αξίες της κυρίαρχης τάξης και ως σκοπό έχουν τη διατήρησή τους. Κατ’ αντιστοιχία προς την με αυτό τον τρόπο τυποποίηση των εγκλημάτων σχηματίζονται ακολούθως και οι αναφερόμενοι τύποι εγκληματιών ως προς τους οποίους παραλλάσσεται σημαντικά η μεταχείριση. Βλ. περί τούτου μεταξύ άλλων και Κονταξή Θ., Κοινωνική πραγματικότητα και απονομή δικαιοσύνης: συμψηφισμός σκοπιμοτήτων (η περίπτωση των ναρκωτικών και η υπονόμευση του δικαιικού μας συστήματος), σε τιμητικό τόμο για τον Νικόλαο Κ. Ανδρουλάκη, εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλας, 2003, σ. 1149, βλ. επίσης Μανωλεδάκη Ι., Ασφάλεια και Ελευθερία (Ερμηνεία του ν. 2928/2001 για το οργανωμένο έγκλημα και σχετικά κείμενα), εκδόσεις Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 193 και 211-2, Παρασκευόπουλος Ν., Φρόνημα και καταλογισμός στο ποινικό δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1987, σ. 97, 101 και 106, Πεγιάδης Λ., Επικινδυνότητα: Ιστορική και Επιστημολογική προσέγγιση: Μια έννοια σε κρίση; Έγκλημα και Κοινωνία, 4: 1987, σ. 173 και 176, Πανούσης Γ., Επικινδύνως ακίνδυνοι ή Ακινδύνως Επικίνδυνοι, Έγκλημα και Κοινωνία, 1:1987, σ.18, Τσαλίκογλου Φ., Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή, εκδόσεις Παπαζήση, 1987, σ.14-15 και 45 και Φυτράκης Ε., Από τον επικίνδυνο στο μέσο συνετό άνθρωπο: Μυθολογία και εμπειρισμός στο (ποινικό) δίκαιο, σε Τιμητικό τόμο για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη ΙΙ, Μελέτες ποινικού δικαίου – Εγκληματολογίας – Ιστορίας του εγκλήματος, εκδόσεις Σάκκουλας, 2007, σ.700. Η πλειονότητα των όσων άνω συγγραφέων αναφέρουν μάλιστα ότι ο διαχωρισμός αυτός σε αρεστές και μη αρεστές - αποκλίνουσες κοινωνικές ομάδες έχει ως σκοπό τη διατήρηση της εξουσίας της εν λόγω τάξης. Για αυτό τον λόγο όσοι δεν ακολουθούν τα πρότυπα που τάσσει κρίνονται ως επικίνδυνοι ή (ορθότερα) αποδιοπομπαίοι τράγοι. Κατά τον Foucault, άλλωστε, (όπως η άποψη μεταφέρεται από Παρασκευόπουλο Ν., Μεταξύ τιμωρίας και θεραπείας: Τα μέτρα ασφαλείας του Ποινικού Κώδικα, σε Μνήμη Ν. Χωραφά, Η. Γάφου, Κ. Γαρδίκα, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, 1986, σ.237) η κύρια λειτουργία του ποινικού συνίσταται στην «προσαρμογή του πολίτη στο επιθυμητό κοινωνικό πρότυπο».

[6] Κονταξής Θ., ο.π., σ. 1140 Παπαδοπούλου Π., Η κοινωνική απεικόνιση της επικινδυνότητας σε Επικινδυνότητα και Κοινωνική Ψυχιατρική, Κείμενα από δύο συμπόσια για την Ψυχιατρική, την επικινδυνότητα και τη Δικαιοσύνη, εκδόσεις Παπαζήση, 1990 Σακελλαρόπουλος Π. (υπεύθυνος έκδοσης)- Λειβαδίτης Μ. (επιμελητής έκδοσης), σ. 199 και Παρασκευόπουλος Ν., Η κοινωνική επίδραση, της ποινικής νομολογίας, ΥΠΕΡ 1997, σ.4-5. Πρβλ. και Ρουμελιώτης Μ., Το ζήτημα μίας ορθής λύσης, ΝοΒ 1997, σ.723, όπου αναφέρεται ότι ο δικαστής αποδίδει απλά τη δικαιοσύνη που έχει ήδη κρίνει ο λαός ότι πρέπει να αποδοθεί.

[7] Περί του ρόλου των στερεοτύπων, τα οποία σχηματίζονται με βάση τις εκάστοτε κυρίαρχες πολιτικά ιδεολογίες βλ. και Πανούση Γ., Ο ρόλος των ποινικών επιστημών στον κοινωνικό μετασχηματισμό σε Μνήμη Ν. Χωραφά, Η. Γάφου, Κ. Γαρδίκα, τ. β’, εκδόσεις Α.Ν. Σάκκουλας, 1986, σ. 516.

[8] Συλίκος Γ., «Ιδιαίτερη επικινδυνότητα» Η ιδιαίτερη επικινδυνότητα μίας ιδιαιτέρως επικίνδυνης νομικής κατασκευής, Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου, 2005, σ. 134. Για τον ρόλο των στερεοτύπων ως πηγή σφαλμάτων, που μας απαλλάσσει από την αβεβαιότητα και μας βοηθά να λάβουμε αποφάσεις και να αποκτήσουμε εντυπώσεις βλ. Φυτράκη Ε., ο.π., σ.686 υποσημ. 6. Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμη μία οριοθέτηση της έννοιας των στερεοτύπων.

[9] Περί της έννοιας της επικινδυνότητας της τάξης βλ. Χουλιάρα Α., Η επικινδυνότης του δράστη ως έννοια υπάλληλη έναντι της εχθρότητος εις τις ποινικές επιστήμες σε Σύγκρουση, εχθρότης και δίκαιο: εισηγήσεις ανακοινωθείσες εις το Διεπιστημονικό φροντιστήριο 2010-2014, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2015, σ. 1318 υποσημ. 36.

[10] Καρανίκας Δ., Το εγκληματοπροληπτικόν δίκαιον, τυπογραφείον Ελλάς, 1933, σ. 100, ο οποίος αναφέρει ότι οι τύποι της εμπειρίας πρέπει να χρησιμοποιούνται για την απόθεση του νομικού στίγματος σε ορισμένες κατηγορίες ατόμων. Ο Χουλιάρας Α., ο.π., σ. 1343, επίσης αναφέρει ότι λόγω της φύσης της επικινδυνότητας εναπόκειται στην ίδια την κοινωνία να επιλέξει ποιοι κίνδυνοι πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσω της χρήσης του Ποινικού Δικαίου. Λόγο περί της στοχοποίησης συγκεκριμένων ομάδων δραστών και της επιλεκτικής λειτουργίας της δικαιοσύνης κάνει και ο Παρασκευόπουλος Ν., Η κοινωνική επίδραση της ποινικής νομολογίας, ΥΠΕΡ 1997, σ.9. Ο Παπαθεοδώρου Θ., Συμβολισμοί και ρητορική των πολιτικών ασφαλείας. Το παράδειγμα της ποινικοποίησης της κουκούλας, σε Εγκληματολογικές αναζητήσεις, Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Σ. Αλεξιάδη, επιμέλεια Α. Πιτσελά, εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2010, σ. 740 αναφέρεται ακολούθως στην τάση του νομοθέτη να προχωρά σε συμβολικές ποινικοποιήσεις και να «τυποποιεί ποινικά κοινωνικές αντιδράσεις». Ο Streng F., Ο προσανατολισμός του Ποινικού Δικαίου στις συνέπειες της πράξης και τα όριά του, Περί των κινδύνων μιας διχοτόμησης του Ποινικού Δικαίου, ΠοινΧρ 2010, σ.625 επ., θεωρεί πως η ποινική αντιμετώπιση συγκεκριμένων δραστών εξυπηρετεί πρακτικές πολιτικής σκοπιμότητας και λειτουργεί ως placebo για την καταπολέμηση της ανασφάλειας του κοινωνικού συνόλου. Βλ. και Κονταξής Θ., ο.π., σ. 1142, όπου γίνεται λόγος και για την ακόλουθη βαρύτερη τιμώρηση εκ μέρους των δικαστών ατόμων που έχουν διαπράξει συγκεκριμένα εγκλήματα, όπως π.χ σχετικά με τα ναρκωτικά, λόγω των δυνατών προκαταλήψεων και των κοινωνικών προτύπων.

[11] Γιαννούλης Γ., Η επικινδυνότητα του δράστη και η εκτίμηση κινδύνων από δικαιοκρατικής σκοπιάς, εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλας, 2017, σ.28 υποσημ. 122 και Φυτράκης Φ., ο.π., σ.694-5.

[12] Οι κατηγορίες αυτές φαίνεται να αλλάζουν ανάλογα με το χρόνο, τον τόπο και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες - και τους στόχους που αυτές αντίστοιχα υποδεικνύουν για την αντιμετώπιση των εγκληματιών- (Χουλιάρας Α., ο.π., σ. 1310 και υποσημ. 14). Για το γεγονός ότι κάποιες από αυτές να παραμένουν ωστόσο αναλλοίωτες στο χρόνο βλ. Πεγιάδη Λ., ο.π., σ. 173 και 176 και Γιαννούλης Γ., ο.π., σ. 32-3

[13] Για τις παραπάνω κατηγορίες επικίνδυνων δραστών βλ. Παπαδοπούλου Π., ο.π., σ. 196 και Παπαθεοδώρου Θ., ο.π., σ. 741,. Ειδικά για τους ψυχικά ασθενείς σημειώνονται τα εξής: Η αντίληψη αυτή σχετίζεται άμεσα με το επικρατούν στερεότυπο του επικίνδυνου-ψυχασθενή-δράστη, ο οποίος αντιμετωπίζεται ως κάτι το διαφορετικό που πρέπει να απομακρυνθεί από την κοινωνία. Βλ. ειδικότερα Κοσμάτο Κ., Η διάρκεια του εγκλεισμού σε ψυχιατρικό ίδρυμα κατά το άρθρο 70 του Ποινικού Κώδικα, εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, 1998, σ.54-72 Λιάκος Α., Προβληματισμοί γύρω από την επικινδυνότητα του ψυχωσικού σε Επικινδυνότητα και Κοινωνική Ψυχιατρική, Κείμενα από δύο συμπόσια για την Ψυχιατρική, την επικινδυνότητα και τη Δικαιοσύνη, εκδόσεις Παπαζήση, 1990 Σακελλαρόπουλος Π. (υπεύθυνος έκδοσης) - Λειβαδίτης Μ. (επιμελητής έκδοσης), σ. 91, Στριγγάρη Μ. Γ., Η επικινδυνότητα των ψυχικών διαταραχών (στον ΠΚ και στην εφαρμογή του), ΠοινΧρ 1983, σ.8, Τζαννετής Α., Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, άρθρα 1-133, επιμέλεια Σπινέλλης Δ., Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, 2005, σ.965, Τσαλίκογλου Φ., ο.π., σ.19-20.

[14] Χουλιάρας Α., ο.π., σ. 1325 και 1329.