ΤΕΥΧΟΣ #10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2019

Παρουσίαση Βιβλίου Α. Συκιώτου: La politique criminelle sur le fil, 2018

Μάνος Τεχνίτης

Παρουσίαση της στρογγυλής τράπεζας που διοργανώθηκε επ’ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου της Αθανασίας Π. Συκιώτου, La politique criminelle sur le fil, 2018 [σσ.458], που κυκλοφόρησε στις 4 Ιανουαρίου 2019 στις εκδόσεις IRJS, coll. Les voies du droit [με πρόλογο της Mireille Delmas-Marty].

Η στρογγυλή τράπεζα έλαβε χώρα στις 28 Μαΐου 2019 με τη συμμετοχή της συγγραφέως Αθανασίας Συκιώτου, Αναπλ. Καθηγήτριας στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. της Mireille Delmas-Marty, μέλους του Ακαδημαϊκού Ινστιτούτου, Ομότιμης Καθηγήτριας στο Κολλέγιο της Γαλλίας, η οποία προήδρευσε την στρογγυλή τράπεζα.  του Loïc Cadiet, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Paris 1 Panthéon-Sorbonne, Πρόεδρου της Διεθνούς Ένωσης Δικονομικού Δικαίου. της Julie Alix, Καθηγήτριας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Lille. της Κathia Chenut-Martin, Διευθύντριας έρευνας στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Μελετών της Γαλλίας (CNRS), Ινστιτούτο Νομικών και Φιλοσοφικών Επιστημών της Σορβόννης, Πανεπιστήμιο Paris 1, Panthéon-Sorbonne. και του Olivier Cahn, Καθηγητή στη Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου François Rabelais στην Tours.

Την στρογγυλή τράπεζα άνοιξε ο Καθηγ. Loic Cadiet λέγοντας ότι το βιβλίο της Αθανασίας Συκιώτου είναι το πιο πρόσφατο στη συλλογή « Les voies du droit » των εκδόσεων του Ινστιτούτου Νομικών Ερευνών της Σορβόννης (IRJS), που δημιουργήθηκε από την Mireille Delmas-Marty το 1986. Αυτή η συλλογή δοκιμίων είχε σκοπό να επιστήσει την προσοχή του νομικού και του πολίτη στις αλλαγές του δικαίου και της κοινωνίας που αντιδρά σ’αυτές και εμφανίστηκε ως πρόταση ενός απαραίτητου ανοίγματος μιας επιστήμης, που ήταν για πολύ καιρό κλεισμένη στον εαυτό της, προς όποιον θα ήθελε σήμερα να εξετάσει το Δίκαιο.

Ο Loic Cadiet πρόσθεσε ότι το βιβλίο της Αθανασίας Συκιώτου εγγράφεται απόλυτα στη γραμμή αυτού του έργου, αφού αναλύει την σύγχρονη εξέλιξη της Αντεγκληματικής πολιτικής, η οποία ισορροπεί μεταξύ μιας πολιτικής ασφαλείας και μιας πιο φιλελεύθερης Αντεγκληματικής πολιτικής και την ίδια στιγμή, υπό την επιρροή της παγκόσμιας αγοράς μεταξύ Δικαίου και μη-Δικαίου, με το διπλό πρότυπο αφενός της υπερ-καταστολής και αφετέρου της μη-καταστολής και με τον κίνδυνο ότι η παγκοσμιοποίηση βοηθούμενη από τις νέες τεχνολογίες ωθεί την Αντεγκληματική πολιτική προς ένα ολοκληρωτικό μοντέλο υπό μια παγκόσμια διακυβέρνηση.

 Στη συνέχεια έλαβε τον λόγο η Mireille Delmas-Marty που προήδρευε τονίζοντας ότι το βιβλίο της Αθανασίας Συκιώτου είναι άμεσα στο πνεύμα του τίτλου της σειράς « Les voies du droit » (: «Οι ατραποί του Δικαίου»). Η καθηγήτρια σημείωσε ότι γι’αυτά τα ευαίσθητα θέματα Αντεγκληματικής πολιτικής, το βιβλίο αυτό έρχεται σε μια πολύ καλή στιγμή για να μας αφυπνίσει σχετικά με την ίδια την έννοια της Αντεγκληματικής πολιτικής.

 Η Mireille Delmas-Marty υπογράμμισε ότι το βιβλίο της Αθανασίας Συκιώτου μας καλεί σήμερα ν’αναρωτηθούμε σχετικά με την έννοια της Αντεγκληματικής πολιτικής, διότι, όταν αρχίσαμε να μιλάμε για την Αντεγκληματική πολιτική με τη νομική έννοια του όρου και όχι με την εγκληματολογική ή κοινωνιολογική, το δίκαιο ταυτιζόταν με το κράτος. Σήμερα αυτό δεν ισχύει πλέον. Υπάρχει το διακρατικό δίκαιο, των εταιρειών κυρίως, υπάρχει το υπερεθνικό δίκαιο σε περιφερειακό επίπεδο, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση ή το Συμβούλιο της Ευρώπης, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Και η Mireille Delmas-Marty ολοκλήρωσε λέγοντας ότι θεωρεί ότι αυτό το βιβλίο ανοίγει έναν δρόμο για την ολοκλήρωση των μεγάλων συστημάτων της Αντεγκληματικής πολιτικής διαβλέποντας μιαν Αντεγκληματική πολιτική σ’ένα επίπεδο όπου τα κράτη μέλη δεν είναι πια μοναδικοί πρωταγωνιστές, ούτε καν κύριοι πρωταγωνιστές, τουλάχιστον σε ορισμένους τομείς.

Στη συνέχεια, η Αθανασία Συκιώτου παρουσίασε τα κύρια σημεία του βιβλίου της. Εξήγησε ότι η προβληματική του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από τις επιρροές που δέχεται η Αντεγκληματική πολιτική σήμερα, που στις περισσότερες περιπτώσεις προέρχονται από υπερεθνικές πηγές και ότι αυτό δεν συμβάλλει στη συνοχή ενός ενιαίου μοντέλου. Αντιθέτως, αυτές οι επιρροές προκαλούν την ολίσθηση του φιλελεύθερου και δημοκρατικού μοντέλου Αντεγκληματικής πολιτικής, η οποία από τη μία πλευρά, ισορροπεί μεταξύ μιας πολιτικής ασφαλείας και μιας φιλελεύθερης πολιτικής και από την άλλη πλευρά, υπό την επιρροή της παγκόσμιας αγοράς, μεταξύ ενός δικαίου και μη-δικαίου (ποινικού). Εξήγησε ότι στο βιβλίο αυτό τίθενται τα ακόλουθα ερωτήματα:

  • Ποιες είναι οι σημερινές τάσεις της Αντεγκληματικής πολιτικής;
  • Ποιες επιδράσεις δέχεται και ποιες είναι οι συνέπειες τους;
  • Ποια είναι η σχέση μεταξύ της ασφάλειας ατόμων και ασφάλειας αγορών;
  • Ποιος είναι ο ρόλος των νέων τεχνολογιών και των νέων επιστημών στην διατύπωση των επιλογών της Αντεγκληματικής πολιτικής; Και τέλος,
  • Υπάρχουν λύσεις για αυτή την ολίσθηση του φιλελεύθερου και δημοκρατικού μοντέλο Αντεγκληματικής πολιτικής, ή πρόκειται για μια μη αναστρέψιμη ολίσθηση προς ένα ολοκληρωτικό μοντέλο;

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Η συγγραφέας αναγνωρίζει δύο τάσεις Αντεγκληματικής πολιτικής: μια «ανώδυνη», θεωρούμενη ως την ελάχιστη παρέμβαση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, ή ακόμα και καμία, δεδομένου ότι όλο και περισσότερο οι διαφορές επιλύονται με εξωδικαστικές διαδικασίες που κινούνται από την συνδιαλλαγή ως και την αυτορρύθμιση, ιδίως το δίκαιο των επιχειρήσεων. και από την άλλη πλευρά, μια «επώδυνη» τάση που αντιπροσωπεύεται από μια αυξανόμενη καταστολή εναντίον των ατόμων, ειδικά στην περίπτωση της τρομοκρατίας. Φαίνεται μάλιστα ότι αυτή η ολίσθηση δεν επηρεάζει μόνο το φιλελεύθερο και δημοκρατικό μοντέλο Αντεγκληματικής πολιτικής, αλλά ολόκληρο το Δίκαιο, αφού σήμερα ο κανόνας δικαίου σπάνια αποτυπώνει την κοινωνική πραγματικότητα και δεν καθρεφτίζει την αληθινή βούληση του λαού, δεδομένου ότι υπάρχει τάση για έκδοση κανόνων και υιοθέτηση αποφάσεων από όργανα που δεν προέρχονται από μια δημοκρατική διαδικασία.

Σχετικά με το ερώτημα ποια είναι η σχέση μεταξύ παγκοσμιοποίησης, Αντεγκληματικής πολιτικής, κράτους και Δημοκρατίας, η συγγραφέας θεωρεί ότι η απάντηση είναι ότι το Δίκαιο που θα επιθυμούσαμε ως βάση για την Αντεγκληματική πολιτική υφίσταται τις ίδιες πιέσεις – ιδίως υπερεθνικές–  με το κράτος και τη Δημοκρατία.

Στην κρίση του κράτους προστίθεται η υποβάθμιση του συστήματος προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία οδηγεί στη θέσπιση εξαιρέσεων από τους κανόνες της και από την άλλη, στην περιθωριοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων που θεωρούνται ως τροχοπέδη για την απορρύθμιση. Επιπλέον, η Αντεγκληματική πολιτική, ως πολιτική, εμφανίζεται σε πολλές πτυχές να μην είναι κρατική, αφού συχνά καθοδηγείται και σχηματίζεται από καθαρά ιδιωτικά εξω-κρατικά συμφέροντα, τα οποία μπορούν επίσης να οδηγήσουν στην αποδυνάμωση της κυριαρχίας του κράτους.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τον ρόλο της Αντεγκληματικής πολιτικής και να δούμε μόνο ένα νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να εγγραφεί, γιατί φαίνεται ότι υπάρχουν περισσότερα τα οποία επικαλύπτονται μεταξύ τους και μερικές φορές είναι αντιφατικά.

 Η συγγραφέας παρατηρεί μια μετάλλαξη στις βασικές έννοιες  του ποινικού δικαίου όπως υπαιτιότητα, ενοχή και ποινή. Το έγκλημα καθίσταται ένα απλό ρίσκο για την εταιρεία και η ποινή μια απλή αποκατάσταση με μια λειτουργία πιο ωφελιμιστική τόσο σε σχέση με τα νομικά πρόσωπα όσο και με τα φυσικά. Ακόμη η συγγραφέας παρατηρεί μια βαθμιαία ομογενοποίηση μεταξύ των κλάδων του δικαίου, αφενός μεταξύ του ποινικού και του αστικού δικαίου, οδηγώντας στην αστικοποίηση του πρώτου μέσω της παρείσφρησης καθαρά αστικών εννοιών, όπως η «αρχή της προφύλαξης» με συνέπεια την προσέγγιση μεταξύ εγκλήματος και παρέκκλισης και σε μια εικαζόμενη επικινδυνότητα των φυσικών προσώπων. Έτσι, τόσο απέναντι στα νομικά όσο και στα φυσικά πρόσωπα, διαπιστώνεται μια αλλοίωση του ποινικού δικαίου. Στην πρώτη περίπτωση, υπάρχει αλλοίωση, υπέρ της καταστολής στο όνομα της ασφάλειας και στη δεύτερη, αλλοίωση υπέρ των συμφερόντων της αγοράς.

Ο πολλαπλασιασμός των «κινδύνων» έχει δώσει στην πολιτική της μηδενικής ανοχής, μιαν άλλη «λογική», προσανατολισμένη στην καταστολή και η οποία συγχωνεύει από τη μια πλευρά το ποινικό με το αστικό σύστημα υπό την έννοια της πρόληψης των κινδύνων και από την άλλη, το ποινικό με το διοικητικό δίκαιο με τα διοικητικά μέτρα ασφάλειας με κατασταλτικό χαρακτήρα, που μπορούν να επεκταθούν ακόμη και σε προληπτικό επίπεδο, όπως ο κατ’οίκον περιορισμός (στη Γαλλία).

Η αυτονόμηση της επικινδυνότητας, που αντικαθιστά την ενοχή, ολοκληρώνεται με τη σύγχυση στην επιλογή των οργάνων που είναι υπεύθυνα για την προστασία της ατομικής ελευθερίας, δεδομένου ότι οι ιδιωτικοί φορείς αρχίζουν να έχουν σημαντικό ρόλο στην επιτήρηση, ανάκριση και καταστολή, αντικαθιστώντας de jure, αλλά μερικές φορές και de facto τις δημόσιες αρχές.

Το ερώτημα που τίθεται στη συνέχεια είναι αν με την υπερ-αφθονία υπερεθνικών κανόνων, εκ των οποίων αρκετοί άμεσης εφαρμογής, η Αντεγκληματική πολιτική κατευθύνεται σε περισσότερη ομοιομορφία, βάσει κοινών αξιών και έτσι, σε μια οικουμενοποίηση ή αν υποκύπτει σε ένα Δίκαιο επηρεαζόμενο από την παγκοσμιοποίηση και βασιζόμενο σε ανομοιογενείς κανόνες.

Οι αντιφατικές επιρροές που δέχεται η Αντεγκληματική πολιτική τόσο υπερεθνικές όσο εξω-κρατικές, παράγουν ταυτόχρονα θετικές και αρνητικές συνέπειες. Η συγγραφέας θεωρεί ως θετικές αυτές που παράγουν κανόνες προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών, ενώ μεταξύ των αρνητικών κατατάσσει όσες, αφενός, προς το συμφέρον της αγοράς και, αφετέρου, προς το συμφέρον της ασφάλειας, οδηγούν σε περιορισμό δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών. Ωστόσο, σύμφωνα με την συγγραφέα, εκτός από μερικές θετικές συνέπειες, φαίνεται ότι οι συνέπειες είναι αρνητικές προερχόμενες από διασταυρώσεις των οφελών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, που δείχνει ότι η Αντεγκληματική πολιτική ολισθαίνει ραγδαία προς ένα παγκόσμιο ολοκληρωτικό μοντέλο.

Στη συνέχεια και στο ερώτημα: πώς συνέεται η ασφάλεια των προσώπων με αυτή των αγορών, η συγγραφέας απαντά ότι και οι δύο νομιμοποιούν την προσφυγή σε συνοπτικές διαδικασίες που φτάνουν μέχρις του σημείου να εξουδετερώνουν το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης.

Σ’αυτό που η συγγραφέας αποκαλεί «η οικονομική παγκοσμιοποίηση του Δικαίου», εξηγεί πώς η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει ταυτόχρονα τα δικαιώματα του ανθρώπου και τους κρατικούς θεσμούς, με αποτέλεσμα να υπονομεύσουν τα νομικά θεμέλια του κράτους δικαίου. Θεωρεί ότι μία από τις κύριες συνέπειες του οικονομικού φιλελευθερισμού είναι η γενικευμένη αλλαγή της Αντεγκληματικής πολιτικής σύμφωνα με τους κανόνες της παγκόσμιας διακυβέρνησης, η οποία αλλοίωσε την έννοια του διαχωρισμού των εξουσιών.

Επιπλέον, σ’αυτό το νέο τοπίο που διαμορφώθηκε, οι ισχυροί οικονομικοί φορείς, όχι μόνο μπόρεσαν ν’αποφύγουν κάθε εθνικό νομοθετικό φραγμό και μηχανισμό ελέγχου, αλλά πέτυχαν επίσης, για πρώτη φορά, να θέσουν σε αποτελεσματικά σε αμφισβήτηση την εξωτερική και εσωτερική κρατική κυριαρχία. Για την συγγραφέα, αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι αυτοί οι φορείς μπορούν να επηρεάσουν τα κράτη και την ίδια στιγμή ν’ασκούν ουσιαστικό έλεγχο στα υπερεθνικά θεσμικά όργανα.

Κατά συνέπεια, η Αντεγκληματική πολιτική εμφανίζεται παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο τύπους ασφάλειας: την ασφάλεια των προσώπων και την ασφάλεια των αγορών, οι οποίες οδηγούν η μεν πρώτη σε μια υπερ-ποινικοποίηση και η δε δεύτερη σε αποποινικοποίηση, μέχρι του σημείου της αποδικαστικοποίησης.

Την ίδια στιγμή, η συγγραφέας διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει πραγματική ευθύνη των πολυεθνικών εταιρειών, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανένα δεσμευτικό διεθνές κείμενο εναντίον τους, πέρα από ένα σχέδιο Συνθήκης του ΟΗΕ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα, που τρενάρει εδώ και αρκετά χρόνια και το σχέδιο για ένα παγκόσμιο δικαστήριο που αναμένεται να έχει αρμοδιότητα για τα εγκλήματα των πολυεθνικών.

Στη συνέχεια, σχετικά με το ζήτημα του ρόλου των νέων επιστημών και τεχνολογιών στην διατύπωση των επιλογών της Αντεγκληματικής πολιτικής, η συγγραφέας διαπιστώνει ότι μεταξύ των ψηφιακών παρακολουθήσεων, των βιομετρικών δεδομένων και των γενετικών αποτυπωμάτων, από τη μία πλευρά, υπάρχει μια ευρεία και ποικίλη εγκληματικότητα, αλλά από την άλλη, στην περίπτωση της καταστολής, δεν διαθέτουμε αρκετά μέσα για ν’αντιπετωπίσουμε όλα τα εγκλήματα, παρά μόνο την πληθώρα μέσων κατά της τρομοκρατίας.

Αυτό που φαίνεται απίστευτο είναι ότι το δίκαιο ρυθμίζει μόνο σε περιφερειακό επίπεδο και μόνο τις τεχνολογίες της επικοινωνίας, ενώ οι άλλες επιστήμες και τεχνολογίες είναι ελάχιστα γνωστές και ακόμη λιγότερο αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης από υπερεθνικά δεσμευτικά κείμενα. Για την συγγραφέα το πιο ανησυχητικό δεν είναι μόνο ο κίνδυνος παραβίασης των δικαιωμάτων και ελευθεριών, αλλά το γεγονός ότι οι νέες επιστήμες έχουν τη δυνατότητα όλο και μεγαλύτερης διεισδυτικής και προσωπικής παρέμβασης, όπως η γενετική και ότι με την ρομποτική και την τεχνητή νοημοσύνη, έχουν ανοίξει τα σύνορα ανάμεσα στον άνθρωπο και το πράγμα. Έτσι, τα πράγματα σταδιακά γίνονται «άτομα» και οι άνθρωποι «αντικειμενοποιούνται», ειδικά όταν η βιοϊατρική είναι έτοιμη να «αφαιρέσει» το τμήμα του εγκεφάλου που δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες στο πρώτο σημάδι αποκλίνουσας συμπεριφοράς ή να αντικαταστήσουν τα μέρη του εγκεφάλου που έχουν κάποια «βλάβη» από ρομποτικά σωματίδια που θα μπορούσαν να είναι προκαθορισμένα.

Τελικά, σχετικά με το ερώτημα εάν η ολίσθηση του φιλελεύθερου και δημοκρατικού μοντέλου Αντεγκληματικής πολιτικής προς ένα ολοκληρωτικό είναι μη αναστρέψιμη ή εάν υπάρχει «θεραπεία», η συγγραφέας παρατηρεί ότι το μοντέλο έχει ήδη ολισθήσει προς ένα οιονεί ολοκληρωτικό μοντέλο, που παραμένει «οιονεί» προς το παρόν, επειδή στερείται μιας κεντρικής πολιτικής εξουσίας για να νομιμοποιήσει.

Στο ερώτημα εάν έναντι της παγκοσμιοποίησης της Αντεγκληματικής πολιτικής μπορούμε να δούμε μια οικουμενική Αντεγκληματική πολιτική, η συγγραφέας απαντά ότι οι νομικοί κανόνες είναι πολύ αποσπασματικοί για να αντιπροσωπεύουν ένα ολόκληρο σύστημα, όπως θα απαιτούσε ένα jus commune. Εξάλλου, δεν υπάρχει μια οικουμενική θεώρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση προς την οικουμενοποίηση του Δικαίου, καθώς υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής τόσο στο επίπεδο της φύσης των δικαιωμάτων, όσο και στο περιεχόμενο του κάθε δικαιώματος δεδομένης της ανομοιότηταςστην ερμηνεία των περιφερειακών δικαστηρίων.

Η συγγραφέας καταλήγει στη διαπίστωση μιας σημαντικής οπισθοχώρησης των εκφάνσεων του φιλελεύθερου και δημοκρατικού μοντέλου σε αρκετούς τομείς, η οποία επηρεάζει τόσο το θεσμικό πλαίσιο, όπως τον διαχωρισμό των εξουσιών, την απονομή της δικαιοσύνης ή τον κρατικό χαρακτήρα των απαντήσεων στο έγκλημα, αλλά επίσης και πιο άμεσα: τα κοινωνικά δικαιώματα έναντι  των οικονομικών, την ελευθερία έναντι της ασφάλειας, την ιδιωτική ζωή έναντι της ψηφιακής επιτήρησης, τη δεσμευτική νομοθεσία έναντι του Soft Law και, τελικά, το δημόσιο συμφέρον έναντι του ιδιωτικού.

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την συγγραφέα είναι εξαιρετικά επείγον να επανεξετάσουμε την νομική επιστήμη και να τη δούμε ως κοινωνική επιστήμη του Δικαίου, στην υπηρεσία του κοινού καλού με μια Αντεγκληματική πολιτική που θα έπρεπε να τοποθετηθεί στο κέντρο του Δικαίου ως εργαλείο κοινωνικής συνοχής. Για να γίνει αυτό χρειάζεται μια δημοκρατική βάση και μια κοινή αντίληψη της Δικαιοσύνης, η οποία πρέπει κατ’αρχάς να σημαίνει «ίση αξιοπρέπεια», αλλά απαιτεί επίσης και μεγαλύτερη αλληλεγγύη.

----

Στη συνέχεια το λόγο έλαβαν και οι λοιποί συμμετέχοντες στη στρογγυλή τράπεζα, έκαστος των οποίων τοποθετήθηκε επί των ζητημάτων που εγείρονται από τα ερωτήματα του βιβλίου.Ο περιορισμός του χρόνου δεν επέτρεψε τη συνέχεια της συζήτησης, γι’αυτό η Mireille Delmas-Marty πρότεινε να συνεχιστεί αυτή την ανταλλαγή απόψεων για την παγκόσμια Αντεγκληματική πολιτική. Αποφασίστηκε ο τίτλος της επόμενης συνάντησης να είναι «Ευκαιρίες και κίνδυνοι για μια παγκόσμια Αντεγκληματική πολιτική», σε μια προσπάθεια εξεύρεσης μέσων ανάλυσης και σημείων αναφοράς για να προσανατολιστούμε απέναντι στην παγκοσμιοποίηση της Αντεγκληματικής πολιτικής.

*Του Μάνου Τεχνίτη, Δικηγόρου, LL.M., LL.M, Υπ. Δρ. Νομικής Σχολής ΔΠΘ