νευροδίκαιο ΤΕΥΧΟΣ #9 ΜΑΙΟΣ 2019

Η Τεχνητή Νοημοσύνη συναντά το Ποινικό Δίκαιο

Ζαχαρούλα Βλαμάκη

Η Τεχνητή Νοημοσύνη συναντά το Ποινικό Δίκαιο:

Ηθικές & Νομικές προεκτάσεις των εφαρμογών των Νευροεπιστημών – Η εμφάνιση του Νευροδικαίου

 

1. Εισαγωγή

«Το μυαλό είναι ένα είδος τελευταίου καταφυγίου της προσωπικής ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης. Ενώ το σώμα μπορεί εύκολα να γίνει αντικείμενο κυριαρχίας και ελέγχου από άλλους, το μυαλό και οι σκέψεις είναι σε μεγάλο βαθμό μακριά από εξωτερικούς προορισμούς. Ωστόσο, με την πρόοδο στη νευρoμηχανική, στην τεχνολογία εγκεφαλικής απεικόνισης και στη νευροτεχνολογία εν γένει, το μυαλό δεν θα αποτελεί για πολύ ακόμη ένα τέτοιο ανυπέρβλητο φρούριο…»

Στις απαρχές του 21ου αιώνα παρατηρήθηκε μια έκρηξη ενδιαφέροντος αναφορικά με την ηθική των νευροεπιστημών και των εφαρμογών τους καθώς πλήθος συνεδρίων και δημοσιεύσεων αφιερώθηκαν σε αυτή τη θεματική . Ο νεοσύστατος τομέας της βιοηθικής, η νευροηθική, επιχειρεί να κατανοήσει τις συνέπειες των ευρημάτων των νευροεπιστημών και των εφαρμογών τους τόσο στο άτομο όσο και στην κοινωνία. Την ίδια στιγμή η ανησυχία για την επιρροή των παραπάνω συνεπειών στο χώρο του δικαίου και της ηθικής, δημιούργησε ένα νέο επιστημονικό πεδίο χαρακτηριζόμενο από την αναγκαία διεπιστημονικότητα, το Νευροδίκαιο. Πρόκειται για απόδοση της νευροτεχνολογίας υπό το πρίσμα του δικαίου και ο όρος αποτελεί νεολογισμό δανεισμένο από το αγγλικό “neurolaw”. Το Νευροδίκαιο αποτελεί συνένωση διαφόρων επιστημονικών κλάδων όπως του δικαίου, των νευροεπιστημών, της εγκληματολογίας, της νευρολογίας, της ψυχιατρικής, της βιολογίας αλλά και της φιλοσοφίας και σκοπός του είναι να εξετάσει τις επιπτώσεις των ευρημάτων των νευροεπιστημών στη νομοθεσία και στη δικαστηριακή πρακτική. Η υποκείμενη ιδέα του νέου πεδίου που ονομάζεται νευροδίκαιο είναι ότι η καλύτερη γνώση του εγκεφάλου θα οδηγήσει σε καλύτερα σχεδιασμένους νόμους και δικαιότερες νομικές διαδικασίες.=Τεχνικές νευροαπεικόνισης όπως η fMRI, εκτυπωτές εγκεφάλου, νοητικοί αποκωδικοποιητές αλλά και τεχνικές ανίχνευσης ψεύδους, που γίνονται όλο και πιο προσφιλή στο χώρο του δικαίου από συνηγόρους υπεράσπισης οι οποίοι επιδιώκουν στις ποινικές δίκες, να γίνουν αποδεκτές από το δικαστήριο αποδείξεις σχετιζόμενες με νευροαπεικονιστικές μεθόδους προς ενίσχυση των υπερασπιστικών τους ισχυρισμών, μήπως τελικά απειλούν τις ατομικές ελευθερίες, τα δικαιώματα, την ιδιωτικότητα και την αυτονομία των προσώπων, την ελευθερία βούλησης, το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης αλλά και το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου; Ή μήπως θα αποτελούσαν χρήσιμα εργαλεία για την πρόληψη του εγκλήματος και αποτελεσματικά μέσα για τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» επί παραδείγματι; Ποιες θα πρέπει να είναι οι θεσμικές εγγυήσεις και οι περιορισμοί αυτών των τεχνικών;

2. Τεχνητή Νοημοσύνη, νευροτεχνολογία και ποινικό δίκαιο: νομικοί προβληματισμοί και δικαστηριακή πρακτική

Οι γρήγορες εξελίξεις στην ανθρώπινη νευροεπιστήμη και νευροτεχνολογία καθώς και η τεχνητή νοημοσύνη παρέχουν απίστευτες δυνατότητες πρόσβασης, συλλογής και διαμοιρασμού πληροφοριών από τον ανθρώπινο εγκέφαλο . Σύμφωνα με τον καθηγητή του MIT κ. Δασκαλάκη, η τεχνητή νοημοσύνη διακρίνεται σε γενική και ειδική. Η ειδική έχει ήδη εισβάλλει στη ζωή μας και χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα αυτοοδηγούμενα αυτοκίνητα, ενώ στα επόμενα δέκα έτη θα δούμε τις εφαρμογές αυτής εν γένει στις μεταφορές, στον τομέα της υγείας αλλά και σε επίπεδο οικιακής βοήθειας και φροντίδας ηλικιωμένων . Τι συμβαίνει, όμως, με τη γενική τεχνητή νοημοσύνη που αφορά στην ικανότητα ενός τεχνολογικού συστήματος να μεταφέρει εμπειρία από μια νοητική λειτουργία που εκτελεί σε μια άλλη ώστε να μην αρχίζει tabula rasa , που πρόκειται να εγείρει σοβαρά ζητήματα ιδιωτικότητας; Ήδη γνωρίζουμε ότι η τεχνολογία συλλέγει δεδομένα από την δραστηριότητά μας μέσω του διαδικτύου προκειμένου να τα επεξεργαστεί και να δημιουργήσει τεχνητή νοημοσύνη. Σήμερα, οι διεπιστημονικές εφαρμογές της νευροτεχνολογίας περιλαμβάνουν διεπαφές εγκεφάλου – υπολογιστή (BCI) και οι περισσότερες από αυτές τις εφαρμογές χρησιμοποιούν εγγραφές EEG μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η ανίχνευση και καταγραφή της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου. Αρκετές κορυφαίες εταιρίες όπως η Apple και η Samsung έχουν ενσωματώσει νευροσυσκευές σε διαφόρων ειδών αξεσουάρ των κυριότερων προϊόντων τους (όπως το ακουστικό XWave για iPhone αλλά και τα νέας γενιάς Samsung Galaxy Tabs που έχουν δοκιμαστεί για να ελέγχονται από τη λειτουργία του εγκεφάλου μέσω BCI που βασίζεται σε εγγραφές EEG).

Η επίδραση της νευροτεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο το ποινικό δίκαιο. Οι τεχνικές ανάγνωσης της σκέψης και της νοητικής κατάστασης κάποιου, αποτελούν τους πιο αμφισβητούμενους τρόπους με τους οποίους η νευροεπιστήμη έχει εισβάλλει στις δικαστικές αίθουσες διαφόρων χωρών. Στις ποινικές δίκες, οι μέθοδοι νευροαπεικονιστικών σαρώσεων του εγκεφάλου χρησιμοποιούνται σε μια προσπάθεια απόδειξης μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, κατατείνοντας στο ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε μεν παράνομα χωρίς ωστόσο να έχει συνειδητή εικόνα περί των πεπραγμένων και ότι κάποιο πρόβλημα νευρολογικής φύσεως επηρέασε την κρίση του και τον ώθησε στο έγκλημα. Οι Jonathan Cohen και Joshua Greene έχουν υπογραμμίσει τον κίνδυνο η νευροεπιστήμη να μας «πείσει» ότι είμαστε απλώς θύματα των νευρωνικών περιστάσεων, ότι κανείς δεν είναι πλήρως υπεύθυνος και ότι η ανταποδοτική δικαιοσύνη θα πρέπει να εγκαταλειφθεί για χάρη ενός αμιγώς συνεπειοκρατικού μοντέλου, το οποίο θα στηρίζεται στο δίπολο πρόβλεψη-πρόληψη για τον κοινωνικό έλεγχο της επικίνδυνης συμπεριφοράς. Επιπλέον, το ζήτημα της νομιμότητας ως προς την εφαρμογή αυτών των μεθόδων και των αναφυόμενων κινδύνων εξ’ αυτών έχουν αποτελέσει αντικείμενο έντονων συζητήσεων.

Υπάρχουν βέβαια παραδείγματα εφαρμογών της νευροτεχνολογίας που είναι σημαντικά για το χώρο του ποινικού δικαίου. Παραδείγματος χάριν, οι τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σε αποφάσεις στηριζόμενες περισσότερο σε αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά στην ποινική δικαιοσύνη, από την έρευνα και την εκτίμηση της ποινικής ευθύνης έως την τιμωρία, την αποκατάσταση των παραβατών αλλά και την εκτίμηση του κινδύνου υποτροπής. Επιπρόσθετα, οι ανιχνευτές ψεύδους νέας τεχνολογίας θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων . Οι νευροεπιστήμες σαφώς προσθέτουν ακρίβεια και υποβάλλουν σε εμπειρικό έλεγχο τις παραδοχές που αποτελούν τη βάση κάθε δικαστικής απόφασης . Μια έρευνα των Aharoni et al. (2013) εξηγεί πως κάποια είδη απεικονιστικής σάρωσης του εγκεφάλου όπως η fMRI, μπορούν να βοηθήσουν να καθορισθεί πότε ορισμένα άτομα που έχουν καταδικασθεί έχουν αυξημένο κίνδυνο υποτροπής εάν αποφυλακισθούν . Φυσικά χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη για να διασφαλισθεί η αξιοπιστία των παραπάνω τεχνικών πριν εγκριθεί η χρήση τους από τα δικαστήρια, ασφαλώς όχι σαν υποκατάστατο των σημερινών μεθόδων αξιολόγησης της επικινδυνότητας αλλά ως ένα συμπληρωματικό εργαλείο . Οι ανιχνευτές ψεύδους, οι νοητικοί αποκωδικοποιητές και οι εκτυπωτές εγκεφάλου θα μπορούσαν να βρουν έρεισμα στο νομικό σύστημα και να χρησιμοποιηθούν από αυτό, ωστόσο σπάνια τέτοια μέσα γίνονται αποδεκτά ως αποδεικτικά στοιχεία ακόμη και στα δικαστήρια των Η.Π.Α. Ειδικά ως προς τους νοητικούς αποκωδικοποιητές αξίζει να παρατηρηθεί το εξής: δεδομένου ότι είναι ικανοί να αποκωδικοποιούν ψυχικές καταστάσεις και να τις «μεταφράζουν» σε παρατηρήσιμες αποδόσεις όπως κείμενα, λεκτικά σήματα ή γραφικές εικόνες, ενέχουν τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν για να παρακολουθήσουν την ψυχική κατάσταση των ατόμων ή ακόμα καθοδηγήσουν τη συμπεριφορά. Αυτή η εξέλιξη σαφώς και εγείρει ανησυχίες σχετικά με την ηθική και τη νομιμότητα της «ανάγνωσης του νου» αλλά και τον κίνδυνο από την κακόβουλη χρήση των παραπάνω τεχνικών (κακόβουλη εγκεφαλική πειρατεία) της οποίας πιθανά αποτελέσματα με τη χρήση της τεχνολογίας είναι η επιλεκτική διαγραφή μνήμης από τον εγκέφαλο των θυμάτων, η αποτροπή ταυτοποίησης ή πρόκλησης βλάβης ή ακόμα και «brainjacking», το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει τροποποίηση και επηρεασμό συναισθημάτων έως και εγκαθίδρυση πόνου . Πέρα από τα ζητήματα ιδιωτικότητας και προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας βέβαια, ανακύπτουν και άλλα σοβαρά ζητήματα στο χώρο που ποινικού δικαίου σχετικά με την αρχή της μη αυτοενοχοποίησης. Το πρόβλημα αυτό γίνεται φανερό στις περιπτώσεις όπου τα αποτελέσματα εκτυπωτών εγκεφάλου θεωρούνται όχι απλές πληροφορίες για τα άτομα (όπως τα δακτυλικά αποτυπώματα ή το DNA) αλλά ως μαρτυρία. Στην τελευταία περίπτωση θα λάμβανε χώρα αυτοενοχοποίηση, την ίδια στιγμή που η αρχή της μη αυτοενοχοποίησης είναι ευρέως αναγνωρισμένη σε όλο το δημοκρατικό κόσμο ως αναπόσπαστο στοιχείο μιας δίκαιης ποινικής διαδικασίας. Ας μην λησμονείται το γεγονός πως αυτό το προνόμιο αποτελεί λογική συνέπεια του τεκμηρίου αθωότητας και είναι επίσης συναφές με το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου το οποίο σημειωτέον δεν υπερκαλύπτει η αρχή της μη αυτοενοχοποίησης, δοθέντος ότι υπάρχει εννοιολογική διαφορά μεταξύ των δύο .

Είναι φανερό πως οι νευροεπιστημονικές τεχνικές και η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσαν να αποδειχθούν τόσο σωτήριες όσο και καταστροφικές. Ο τρόπος που θα χρησιμοποιηθούν αλλά και ο τρόπος που το δίκαιο μπορεί να μας προστατεύσει κρίνεται θεμελιώδους σημασίας. Όπως προειδοποίησε και ο κ. Δασκαλάκης σε συνέντευξή του «η τεχνητή νοημοσύνη είναι ένα μωρό που έρχεται στον κόσμο, θα βρεθεί σε ένα περιβάλλον και θα ενσωματώσει πληροφορία από τα δεδομένα του. Αν τα δεδομένα περιέχουν ρατσιστικές θέσεις ή προκαταλήψεις, τις θέσεις αυτές θα τις υιοθετήσει η Τεχνητή Νοημοσύνη, γιατί προσπαθεί να μάθει από την αλληλεπίδραση από τον κόσμο» . Το κύμα προόδου της τεχνολογίας δεν μπορεί να σταματήσει, η τεχνολογία καινοτομεί ταχύτερα από ότι το ρυθμιστικό σύστημα μπορεί να προσαρμοστεί, γι΄ αυτόν το λόγο το λιγότερο που οφείλουμε να κάνουμε είναι να οπλιστούμε με ένα νομικό πλαίσιο που θα προστατεύσει από τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ζήτημα της έλλειψης ρητής πρόβλεψης του εθνικού νομοθέτη για ρύθμιση των ποικίλων θεμάτων που αναφύονται από την εφαρμογή των νευροτεχνολογικών αποτελεσμάτων στην απονομή δικαιοσύνης αλλά και στην κοινωνία, αποτελεί σημαντικό έλλειμμα και κρίνεται υψίστης σημασίας προκειμένου να καταστεί δυνατό να συμβαδίσει το δίκαιο με την επιστήμη, προασπίζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Υπάρχουν δικαιϊκά συστήματα που απορρίπτουν παντελώς την δυνατότητα εισδοχής των συμπερασμάτων εφαρμοσμένων νευροτεχνολογικών μεθόδων ενώπιον των δικαστηρίων (όπως η Αυστραλία) και άλλα που κάνουν δεκτά αυτά τα αποτελέσματα ως μέσα απόδειξης στις δικαστικές αίθουσες και τα αξιοποιούν ώστε να σχηματίσουν δικανική κρίση (όπως οι Η.Π.Α και η Ινδία) . Υπάρχουν επίσης και δικαιϊκά συστήματα, τα οποία επιτρέπουν δικονομικά την εισαγωγή αποτελεσμάτων αυτών των εφαρμογών ως αποδεικτικών μέσων αλλά στην πράξη δεν αναπτύσσουν αντίστοιχη δραστηριότητα και σε αυτά ανήκει και η Ελλάδα. Πράγματι, είναι ελάχιστες οι υποθέσεις στη χώρα μας, στις οποίες επικαλούνται αποτελέσματα της νευροτεχνολογίας, όχι επειδή ο νομοθέτης το απαγόρευσε αλλά επειδή έτσι καθιερώθηκε από την επικρατούσα πρακτική. Είναι γεγονός πως η θέση δικαστών, ποινικολόγων και εγκληματολόγων ως προς τις μεθόδους αναζήτησης της αλήθειας είναι αρνητική καθώς θεωρούν πως παραβιάζονται τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των πολιτών. Υπάρχει βέβαια και η θέση που βρίσκει λίγους υποστηρικτές, σύμφωνα με την οποία τέτοιες μέθοδοι θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην ποινική διαδικασία μόνο με τη συναίνεση του εμπλεκόμενου και μόνο προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των αποδείξεων περί αθωότητος αυτού . Αξιοσημείωτη είναι εν προκειμένω η απόφαση 93/2002 του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών που για πρώτη φορά στα ελληνικά ποινικά χρονικά έκανε δεκτή τη χρήση νευροεπιστημονικής τεχνικής και συγκεκριμένα της ανίχνευσης ψεύδους δοθέντος ότι ο κατηγορούμενος συναινούσε, όντας φυλακισμένος είχε το δικαίωμα σε αυτή την εξέταση διαφορετικά θα στερείτο ένα σημαντικό υπερασπιστικό μέσο για την απόδειξη της αθωότητάς του και σε κάθε περίπτωση η χρήση ανιχνευτή ψεύδους δεν θα μπορούσε να αποτελεί βασανιστήριο βάσει του άρθ. 137Α Π.Κ, αφού βασανιστήρια θεωρούνται μόνον όταν επιβάλλονται στο άτομο ενάντια στη θέλησή του. Ο κατηγορούμενος ζήτησε από το δικαστήριο να δώσει άδεια σε δύο νευροψυχιάτρους να τον επισκεφθούν στις φυλακές και να τον εξετάσουν με την μέθοδο ERPs. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών έκανε δεκτό το αίτημα του κατηγορουμένου με την απόφαση 93/2002.

3. Ζήτημα νομοθεσίας περί Νευροδικαίου

Στην Ελλάδα, σε κανένα νομοθετικό κείμενο δεν γίνεται ρητή μνεία για τα νευροτεχνολογικά επιτεύγματα και η ενσωμάτωση της νευροεπιστήμης στους κόλπους της νομικής επιστήμης επιχειρείται μέσω ερμηνείας των διατάξεων, γεγονός που πέρα από ανασφάλεια δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα εξαιτίας της έλλειψης γνώσεων των επαγγελματιών του δικαίου επ’ αυτών. Ιδίως στο χώρο του ποινικού δικαίου όπου το ενδιαφέρον ως προς τις δυνατότητες εφαρμογής των νευροτεχνολογικών μεθόδων βαίνει συνεχώς αυξανόμενο, παρατηρείται ότι στις διατάξεις που παρέχει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας όπως ισχύει σήμερα στη χώρα μας (βλ. άρθ. 177, 178, 179, 181, 184-209 ΚΠΔ), παρόλο που ο νομοθέτης επιτρέπει κάθε είδος αποδεικτικών μέσων, δεν υπάρχει καμία ειδικότερη πρόβλεψη για το νευροδίκαιο, ενώ η αυτοψία και η πραγματογνωμοσύνη μονοπωλούν σχεδόν το ενδιαφέρον σχετικά με την εξεταζόμενη προβληματική. Το γενικό πλαίσιο που σκιαγραφεί ο ΚΠΔ ως προς το νευροδίκαιο σίγουρα δεν επαρκεί και πώς βέβαια θα μπορούσε να ήταν επαρκές δοθέντος ότι το εν λόγω κείμενο συνετάχθη τη δεκαετία του 1950; Παρόλα αυτά, ούτε στο σχέδιο του νέου ποινικού κώδικα και ποινικής δικονομίας προβλέπονται διατάξεις που να αναφέρονται ρητά στις επιτρεπόμενες νευροτεχνολογικές μεθόδους και τις εφαρμογές τους και κυρίως στα όρια εντός των οποίων οφείλουν να κινούνται.

Οι οροί της αλήθειας και άλλες πρακτικές ανίχνευσης ψεύδους δεν γίνονται αποδεκτά στην χώρα μας (με μοναδική εξαίρεση στα ελληνικά ποινικά χρονικά την απόφαση 93/2002 ΜΟΔ Αθηνών, όπως αναφέρθηκε παραπάνω). Δυνάμει μάλιστα της παρ. 3 περ. α΄ του άρθ. 137Α ΠΚ, η χρησιμοποίηση ανιχνευτή αλήθειας θεωρείται ως προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Στο σχέδιο του νέου Π.Κ μπορεί το εν λόγω άρθρο να καταργείται , ωστόσο η σχετική πρόβλεψη συνεχίζει να υφίσταται στο νέο άρθρο 239Α παρ.3 που τιτλοφορείται «Βασανιστήρια». Οι προβληματισμοί στο πεδίο του νευροδικαίου είναι πραγματικά ανεξάντλητοι και μπορεί στα μάτια πολλών να φαντάζουν όλα αυτά σενάριο επιστημονικής φαντασίας, ωστόσο την ίδια στιγμή σε Ευρώπη και Η.Π.Α επιστήμονες εγκληματολόγοι και άλλοι ειδικοί συζητούν για τη θέσπιση και άμεση εφαρμογή των λεγόμενων «νευρονόμων» καθώς και για την ευρεία εφαρμογή μεθόδων που θα αλλάξουν ριζικά το ποινικό σύστημα . Επισημαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ), τον Δεκέμβριο του 2018 υιοθέτησε το πρώτο Ευρωπαϊκό κείμενο που ρυθμίζει τις ηθικές αρχές που σχετίζονται με τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης (A.I) στα δικαστικά συστήματα . Επιπρόσθετα, στη Συνεδρίαση της Επιτροπής του CCBE στη Βιέννη, την 27/02/2019 για το μέλλον του δικηγορικού επαγγέλματος και των νομικών υπηρεσιών , αποφασίσθηκε να προταθεί στο Προεδρείο του CCBE η ίδρυση μιας ειδικής ομάδας εργασίας η οποία θα προσδιορίσει τα εννοιολογικά και τεχνικά χαρακτηριστικά της Τεχνητής Νοημοσύνης καθώς επίσης και τις βασικές αρχές που από τη σκοπιά του δικηγορικού επαγγέλματος θα πρέπει να διέπουν τη χρήση της, ιδίως στο πλαίσιο απονομής της Δικαιοσύνης. Τέλος, αναπτύχθηκε ο προβληματισμός σχετικά με το εάν η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στο χώρο των επαγγελματιών του δικαίου συνιστά απλώς μια τεχνική πλευρά της επαγγελματικής τους δραστηριότητας ή εάν αποκτά αυτοτελές περιεχόμενο, διαμορφώνοντας εντελώς νέες συνθήκες και δημιουργώντας ουσιαστικά μια νέα επιστήμη: τη νομική τεχνολογία.

4. Συμπεράσματα

Έχει καταστεί σαφές ότι τα επιτεύγματα της νευροεπιστήμης έχουν ήδη ταράξει τα ήρεμα ύδατα της νομικής επιστήμης και ότι μόνο η διεπιστημονική προσέγγιση είναι ικανή να αντιμετωπίσει τέτοια ζητήματα που θα αναφύονται όλο και περισσότερο στο μέλλον σε όλους τους τομείς. Ο εύκολος χαρακτηρισμός των σύγχρονων νευροτεχνολογικών πρακτικών ως παράνομων ή/και αμοραλιστικών προϋποθέτει τον ορισμό του «ηθικού» και του «νόμιμου», στοιχεία στα οποία παρεισφρέει έντονα ο υποκειμενικός χαρακτήρας και που η έννοια των οποίων έχουμε παρατηρήσει να μεταβάλλεται από τόπο σε τόπο και ανάλογα με τις εποχές και το πολιτικό-κοινωνικό-οικονομικό σύστημα. Οι ποινικοί νόμοι δεν είναι σταθεροί, αλλάζουν κατά τη διάρκεια ζωής μιας κοινωνίας ενώ όσον αφορά στην ηθική έχει παρατηρηθεί ότι διαφορετικοί πολιτισμοί έχουν διαφορετικούς ηθικούς κώδικες. Αυτό που θεωρείται ορθό από μια ομάδα ανθρώπων, μπορεί να φαίνεται αποτρόπαιο στα μέλη μιας άλλης (πολιτισμικός σχετικισμός) . Επιπρόσθετα, η εξαιρετικά δημοφιλής στάση απέναντι στην Ηθική, ο Ηθικός Σχετικισμός, πρεσβεύει ότι δεν υπάρχουν απόλυτα παρά μόνο σχετικά – κάτω από ορισμένες μεταβαλλόμενες προϋποθέσεις – αληθείς ηθικές προτάσεις, δηλαδή προτάσεις με τις οποίες εκφράζονται ισχύοντες ηθικά κανόνες, ηθικές αρχές ή ηθικές κρίσεις .

Για τους παραπάνω λόγους, η εξαγωγή οποιωνδήποτε συμπερασμάτων καθίσταται ιδιαίτερα επισφαλής. Δύο στοιχεία είναι σίγουρα: αφενός ότι δεν μπορούμε να σταματήσουμε το κύμα προόδου της τεχνολογίας και αφετέρου ότι το δίκαιο πρέπει να λειτουργεί ανθρωποκεντρικά και κατ’ επέκταση κρίνεται αναγκαία η παρουσία ενός θεσμικού πλαισίου που να λειτουργεί ως δικλίδα ασφαλείας απέναντι στις εξελίξεις με τις οποίες θα μας φέρει αντιμέτωπους η τεχνο-επιστημονική αυτή πρόοδος.

Ζαχαρούλα (Χαρά) Βλαμάκη,

Δικηγόρος παρ’ Εφέταις, Απόφοιτος Νομικής Σχολής Αθηνών, LL.M Τομέα Ποινικών Επιστημών, κατεύθυνση «Εγκληματολογία & Αντεγκληματική Πολιτική» Νομικής Σχολής Αθηνών, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ.

Βιβλιογραφία – Αρθρογραφία
• Δασκαλάκης, Κ., 2018, συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, διαθέσιμο κείμενο στην ιστοσελίδα https://www.protagon.gr/themata/kwnstantinos-daskalakis-i-texniti-noimosyni-einai-stoixima-tou-anthrwpinou-egkefalou-me-ti-darviniki-ekseliksi-44341552598
Μάνδρου, Ι., 26/07/2009, «Ο ορός της αλήθειας και οι μέθοδοι ανίχνευσης ψεύδους», άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», διαθέσιμο στον ιστότοπο http://www.kathimerini.gr, (τελευταία πρόσβαση 14/03/2019)
Μανουσέλης, Σ., 30/10/2010, «Η άποψη ενός μεγάλου νευροεπιστήμονα», άρθρο στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, αναφερόμενος στη συνέντευξη του Michael Gazzinga, διαδικτυακά προσπελάσιμο στη διεύθυνση: http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=30/10/2010&id=218403 , (ημερομηνία ανάκτησης 14/03/2019)
Σούρλας, Π., «Ηθικός Σχετικισμός και ηθική διαφωνία», 11/01/2017, παραδόσεις μαθήματος «Ηθική και Δίκαιο» στη Νομική Σχολή Αθηνών, στο πλαίσιο του Ενιαίου Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών
ΜΟΔ 93/2002, Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου, Τεύχη 2Β, Απρίλιος-Μάιος_Ιούνιος 2003, Έτος 4ο
Σχέδιο νέου Ποινικού Κώδικα & Σχέδιο νέου κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προσπελάσιμα διαδικτυακά στη διεύθυνση: http://www.opengov.gr/ministryofjustice/wp-content/uploads/downloads/2019/03/ΣΧΕΔΙΟ_ΠΟΙΝΙΚΟΥ_ΚΩΔΙΚΑ-1.pdf και http://www.opengov.gr/ministryofjustice/wp-content/uploads/downloads/2019/03/Σχέδιο_Κώδικα_Ποινικής_Δικονομίας.pdf , αντίστοιχα.
Συνεδρίαση Επιτροπής για το Μέλλον του Δικηγορικού Επαγγέλματος και των Νομικών Υπηρεσιών (Βιέννη, 27/02/2019), κείμενο προσπελάσιμο διαδικτυακά στην διεύθυνση: http://www.dsa.gr/νέα/δραστηριότητες-ccbe/συνεδρίαση-επιτροπής-για-το-μέλλον-του-δικηγορικού-επαγγέλματος-και-των-νο-0 (ημερομηνία ανάκτησης 22/03/2019)
Andorno, R., (Ass. Professor, Univ. of Zurich), 2018, “Neuroscience and new human rights”, ομιλία σε σεμινάριο που διοργάνωσε το κέντρο επιμόρφωσης και δια βίου μάθησης του ΑΠΘ σε συνεργασία με την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής
Ashworth, A., Self-incrimination in Europe human rights law – a pregnant pragmatism. Cardozo L Rev. 2008;30:751
Batts, S., Brain lesions and their implication in criminal responsibility, 2009, BehavSciLaw Vol. 27. p. 261-272
Cummings, D., 16/09/2008,“Indian Courts Criticized for using Brain Scans”, άρθρο δημοσιευμένο στον ιστότοπο http://www.findingdulcinea.com/news/science/September-October/Indian-Courts-Criticized-for-using-Brain-Scans.html (τελευταία πρόσβαση 14/03/2019)
Devis, K., 01/11/2012, “Brain Trials: Neuroscience is taking a stand in the Courtroom”, άρθρο δημοσιευμένο στον ιστότοπο http://www.abajournal.com/magazine, (τελευταία πρόσβαση 14/03/2019)
European Commission for the Efficiency of justice, December 2018, “European ethical Charter on the use of Artificial Intelligence in judicial systems and their environment”,Διαθέσιμο στην ιστοσελίδα https://rm.coe.int/ethical-charter-en-for-publication-4-december-2018/16808f699c (ημερομηνία ανάκτησης 14/03/2019)
Green, J., and Cohen, J., 2006, “For the Law, Neuroscience Changes Nothing and Everything”, in S. Zeki and O. Goodenough (eds.), Law and the Brain (New York: Oxford University Press)
Lenca, M., Andorno, R., 2017, «Towards new human rights in the age of neuroscience and neurotechnology», Life Sciences, Society and Policy, Springer Open
Rachels, J., Rachels, St., «Στοιχεία Ηθικής Φιλοσοφίας», 6η έκδοση από τον Stuart Rachels, εκδ. Οκτώ: 2010
Spranger, T., International Neurolaw - A Comparative Analysis, Spranger ed., Springer Science & Business Media, 2012