ΤΕΥΧΟΣ #11 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2020

Ένα επιλήψιμο ταξίδι - η τελευταία τροποποίηση του ΠΚ για το έγκλημα της τρομοκρατίας

Ελένη Κωνσταντινοπούλου

Ίσως είναι καιρός να αναρωτηθούμε ποιες είναι πραγματικά οι αρχές που θέλουμε να διαπνέουν το νομικό μας πολιτισμό και, κατόπιν, να θέσουμε τους στόχους και να ορίσουμε τη στρατηγική με την οποία θα τους πετύχουμε, διότι τόσο οι στόχοι, όσο και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε, θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι συμβατοί με τις αρχές μας.

Με την τελευταία τροποποίηση του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4637/2019), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 18.11.2019, τυποποιήθηκε ένα νέο έγκλημα στην παρ. 7 του άρθρου 187A. Πρόκειται για την πραγματοποίηση ταξιδιού με σκοπό την τέλεση, τη συμβολή στην τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος ή τη συμμετοχή στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, με επίγνωση του γεγονότος ότι η εν λόγω συμμετοχή θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες αυτής της ομάδας ή με σκοπό προσφοράς ή παρακολούθησης εκπαίδευσης για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, εφόσον το ταξίδι διευκολύνει την πραγμάτωση των σκοπών αυτών. Το ταξίδι αυτό θα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 10 ημερών έως πέντε ετών. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, οι ουσιώδεις αλλαγές του άρθρου 187Α πραγματοποιήθηκαν, προκειμένου να εναρμονιστεί το ελληνικό δίκαιο με την Οδηγία 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης[1].

Είναι άραγε η νέα αυτή διάταξη συμβατή με τις αρχές που πρεσβεύουμε και ποιος είναι ο επιδιωκόμενος στόχος της;

Αν και η διάταξη δεν έχει ακόμη υποστεί τη βάσανο της δικαστικής κρίσης, φαίνεται εκ πρώτης ότι, κατά την εφαρμογή της, είναι πιθανό να ανακύψουν αρκετά πρακτικά ζητήματα. Αξιοσημείωτο είναι ότι, για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του νέου εγκλήματος, δεν απαιτείται να συντρέχει κανένα άλλο στοιχείο, παρά μόνο η πραγματοποίηση του ταξιδιού, δηλαδή η μετάβαση σε τόπο μακρινό. Έτσι, για παράδειγμα, δεν απαιτείται να φέρει ο ταξιδιώτης επικίνδυνα αντικείμενα, ούτε να διαθέτει κατάλληλη οργάνωση ή γνώσεις για την τέλεση οποιουδήποτε αδικήματος, ούτε να έχει προηγηθεί επικοινωνία του με την τρομοκρατική οργάνωση. Εξάλλου, σύμφωνα με τη γλωσσική ερμηνεία του νόμου, το ταξίδι μπορεί να πραγματοποιηθεί με κάθε μεταφορικό μέσο, αεροπλάνο, τρόλεϊ, ή ακόμη και με τα πόδια. Το έγκλημα διαρκεί από την αποχώρηση έως την άφιξη στον τόπο προορισμού, χωρίς να ορίζεται η ελάχιστη διανυθείσα απόσταση ή η ελάχιστη χρονική διάρκεια του ταξιδιού. Μάλιστα, παρά την ακριβή διατύπωση της Οδηγίας που ενσωμάτωσε ο Έλληνας νομοθέτης και τις πυκνές αναφορές κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή[2], ο νόμος όπως τελικά ψηφίσθηκε, συμπεριέλαβε και τα ταξίδια που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας μας. Συνεπώς, με μόνη την πραγματοποίηση οποιουδήποτε ταξιδιού, το έγκλημα της τρομοκρατίας θεωρείται τετελεσμένο. Έτσι, στη διάταξη αυτή, θα μπορούσε να υπαχθεί η υποθετική περίπτωση ενός νέου ο οποίος, γοητευμένος από όσα έχει διαβάσει στο διαδίκτυο και χωρίς να έχει προηγούμενη σχέση με μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης, αποφασίζει να πραγματοποιήσει ένα (διερευνητικό) ταξίδι και, όταν πλέον φτάσει στον προορισμό του, αφού διαπιστώσει ότι δεν τον εκφράζει η πραγματική κατάσταση, αποφασίζει να επιστρέψει, χωρίς να έχει συμμετάσχει σε οποιαδήποτε επιχείρηση, ούτε να έχει λάβει κάποια εκπαίδευση. Ο εν λόγω δράστης δύναται να καταδικαστεί για ολοκληρωμένο έγκλημα της παρ. 7 του άρθρου 187Α ΠΚ, σε ποινή φυλάκισης έως 5 ετών. Περαιτέρω, αρκετά ζητήματα μπορούν να ανακύψουν και κατά τη στοιχειοθέτηση της υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, καθώς θα πρέπει να διαπιστωθεί η πρόθεση του δράστη να συνδράμει μια τρομοκρατική οργάνωση, ανεξαρτήτως του αν τελικά θα το πράξει. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι το έγκλημα της τρομοκρατικής αυτής πράξης θεμελιώνεται εν πολλοίς σε υποκειμενικά στοιχεία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, όμως, είναι εξαιρετικά αβέβαιο σε ποιες περιπτώσεις τελικά θα εφαρμοστεί. Τα υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου είναι βεβαίως δύσκολο να αποδειχθούν από τη διωκτική αρχή, αλλά εξίσου δύσκολο να αντικρουσθούν από τον κατηγορούμενο.

Πέραν των πρακτικών δυσχερειών που μπορεί να ανακύψουν κατά την εφαρμογή της νέας διάταξης, ήδη η εισαγωγή της δίνει το έναυσμα για έντονο προβληματισμό ως προς την δικαιοπολιτική της ορθότητα.  Είναι άραγε συμβατή η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη με τις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου, της επικουρικότητας του ποινικού δικαίου και της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών; Ποια είναι η σκοπιμότητα της ευρείας διατύπωσης που τελικά επελέγη και το θιγόμενο έννομο αγαθό και, εντέλει, είναι το ταξίδι έγκλημα;

Σύμφωνα με την αρχή του κράτους δικαίου, η κρατική επέμβαση στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι επιτρεπτή εφόσον τούτο προβλέπεται από το Σύνταγμα και το νόμο. Επιπλέον όμως, σύμφωνα με την ίδια αρχή, ο περιορισμός οποιουδήποτε ατομικού δικαιώματος, προϋποθέτει τη στάθμιση με τον επιδιωκόμενο σκοπό της νομοθετικής ρύθμισης, ούτως ώστε η κρατική επέμβαση στην προσωπική σφαίρα να είναι απολύτως απαραίτητη και ανάλογη με τον σκοπό που επιδιώκεται. Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του ποινικού δικαίου, τούτο θα πρέπει να είναι το έσχατο μέσο για την επίτευξη του εκάστοτε σκοπού, δηλαδή ενεργοποιείται μόνο όταν όλα τα άλλα μέσα θα ήταν ατελέσφορα. Τέλος, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών, απαγορεύεται η τιμώρηση του φρονήματος ή των ενδόμυχων σκέψεων ορισμένου προσώπου, ενώ η ύπαρξη εγκλήματος προϋποθέτει ανθρώπινη πράξη εξωτερικευμένη και αντιληπτή, καθώς επίσης προσβολή ή διακινδύνευση ορισμένου εννόμου αγαθού. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές που θεμελιώνονται στο Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ. 1) αλλά και στον ίδιο τον Ποινικό μας Κώδικα (άρθρα 1, 14 ΠΚ, όπως και στην σχετική αιτιολογική έκθεση), ο περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας κίνησης που συντελείται με την αναγωγή ενός ταξιδιού σε έγκλημα θα πρέπει να δικαιολογείται από τον σκοπό του νόμου. Επιπλέον, η πράξη της μετάβασης σε άλλο τόπο καθαυτή, ως η μόνη ανθρώπινη πράξη που περιλαμβάνει η νέα διάταξη, θα πρέπει να θέτει σε κίνδυνο ορισμένο έννομο αγαθό.

Ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί, λοιπόν, η νέα διάταξη; Η οδηγία που ενσωμάτωσε ο Έλληνας νομοθέτης, αναφέρεται (προοίμιο, σημείο 4) σε επίταση της τρομοκρατικής απειλής λόγω των «αλλοδαπών τρομοκρατών μαχητών» που ταξιδεύουν στο εξωτερικό με σκοπό την τρομοκρατία και κατόπιν επιστρέφουν, θέτοντας σε κίνδυνο όλα τα κράτη μέλη. Άλλως, επικίνδυνοι θεωρούνται, όχι αυτοί που φεύγουν, αλλά οι ξένοι μαχητές που επιστρέφουν στις πατρίδες τους, αφού προηγουμένως έχουν συμμετάσχει στη δράση κάποιας οργάνωσης, ή έχουν λάβει εκπαίδευση. Ο Έλληνας νομοθέτης διεύρυνε το αξιόποινο πέραν όσων ορίζει η Οδηγία, χωρίς να αιτιολογήσει ειδικά την επιλογή του αυτή. Ίσως κυριάρχησε η λαθεμένη αντίληψη ότι οι νόμοι πρέπει να είναι επαρκώς γενικά διατυπωμένοι, ούτως ώστε να μην υπάρχει κανένα περιθώριο διαφυγής οποιουδήποτε υπόπτου που δυνητικά θα μπορούσε σε επόμενο χρόνο να αποτελέσει απειλή. Επεδίωξε δηλαδή να αγκαλιάσει όλες τις πιθανές περιπτώσεις και θέσπισε μια γενική διάταξη, μετακυλίοντας το βάρος στους δικαστές να ερμηνεύσουν και εξειδικεύσουν το νόμο και να αποκαταστήσουν την αρχή της αναλογικότητας. Ωστόσο, οι δικαστές είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόσουν το νόμο σε όλες τις περιπτώσεις που τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά μπορούν να ενταχθούν στην ακριβή διατύπωσή του, δηλαδή είναι αρμόδιοι να κάνουν γλωσσική ερμηνεία, αλλά όχι να ορίσουν τη σκοπιμότητα ή όχι της συγκεκριμένης διάταξης διότι αυτό είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της νομοθετικής και όχι της δικαστικής εξουσίας. Ίσως πάλι, ο νομοθέτης να είναι πεπεισμένος ότι, με αυτή την πρώιμη παρέμβαση, πριν ακόμη φτάσουμε στο στάδιο της προπαρασκευής μιας τρομοκρατικής επίθεσης, πριν ακόμη αυτή αποφασιστεί και σχεδιαστεί, επιτυγχάνουμε την (περιστασιακή πάντως) πρόληψη του εγκλήματος. Ωστόσο, η πρόληψη ενός εγκλήματος που δεν έχει μπει ακόμη σε τροχιά για να συμβεί, δεν αρμόζει στο στάδιο της ποινικής καταστολής, διότι το έννομο αγαθό σε αυτό το στάδιο δεν έχει κινδυνεύσει. Στην ουσία τιμωρείται μια ποινικά αδιάφορη πράξη, απλώς και μόνο επειδή υπάρχει η -έστω και σημαντική- πιθανότητα να ακολουθήσει μια επόμενη πράξη που ίσως θέσει σε κίνδυνο κάποιο έννομο αγαθό. Έτσι, η νέα διάταξη παραβιάζει ευθέως την αιτιολογική έκθεση του νέου ΠΚ, που διακηρύσσει ότι «δεν τιμωρούνται εκδηλώσεις φρονήματος που δεν προσβάλλουν κανένα έννομο αγαθό». Τέλος, ίσως ο νομοθέτης να εισήγαγε τη νέα διάταξη με σκοπό τον εκφοβισμό των δυνητικών δραστών, απειλώντας μάλιστα την πραγματοποίηση του ταξιδιού με τη μάλλον δυσανάλογη ποινή της φυλάκισης, προσβλέποντας δηλαδή στη γενικοπροληπτική λειτουργία του νόμου. Μάλιστα, παλαιότερα είχε παρατηρηθεί ότι, η «επεκτατική» τάση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας να καλύψει πράξεις που ανάγονται σε προπαρασκευαστικό στάδιο, ίσως έχει κάποια συμβολική λειτουργία και αποσκοπεί στην επίτευξη αυξημένης κοινωνικής συναίνεσης και αποδοχής της κρατικής επέμβασης[3]. Αρκούν όμως αυτές οι υποθετικές λειτουργίες της ποινικοποίησης μιας πράξης για να δικαιολογήσουν την πρόσφατη νομοθετική επιλογή; Ακόμη και αν δεχόμασταν ότι υπάρχουν κάποια θετικά ηθικοπλαστικά ή γενικοπροληπτικά αποτελέσματα από την θέσπιση του νέου νόμου, θα φτάσει η στιγμή που ο νόμος αυτός θα εφαρμοστεί και τότε θα επιβληθεί μια υπέρογκη ποινή σε έναν ταξιδιώτη για μια πράξη ήσσονος σημασίας. Εξάλλου, ειδικά ως προς την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας η γενικοπροληπτική λειτουργία της ποινής έχει μάλλον περιορισμένη αποτελεσματικότητα[4] και, συνεπώς, η προβλεπόμενη υπέρογκη ποινή, ούτε ανάλογη με την πράξη είναι, ούτε σκόπιμη. Συμπερασματικά φαίνεται ότι, όποια και να είναι η πρόθεση του νομοθέτη, η γενική διατύπωση της νέας διάταξης και η αναγωγή σε ένα εξαιρετικά πρόωρο στάδιο μιας εγκληματικής δράσης που δεν είναι καν βέβαιο ότι θα επακολουθήσει, είναι μάλλον ασύμβατες με τις αρχές του ποινικού μας δικαίου για τις οποίες έγινε λόγος.

Ωστόσο, η νομοθετική αυτή επιλογή δίνει το έναυσμα για την αναζωπύρωση ενός ακόμη προβληματισμού που ανατρέχει ήδη στην εισαγωγή των πρώτων αντιτρομοκρατικών νόμων στην ελληνική έννομη τάξη. Είναι η τρομοκρατία έγκλημα και, αν είναι, τότε μπορεί να αναχθεί σε έγκλημα και η πραγματοποίηση ενός ταξιδιού με σκοπό την συνδρομή τρομοκρατικής οργάνωσης; Για την απάντηση σε αντίστοιχα ερωτήματα, συνήθως υιοθετείται ο νομικός ορισμός του εγκλήματος, σύμφωνα με τον οποίο έγκλημα είναι κάθε πράξη που ορίζεται ως τέτοια από τον ποινικό νόμο και επισύρει ποινική κύρωση. Ωστόσο, κατά τη διαδικασία της νομοθέτησης, οφείλουμε να προσεγγίσουμε την έννοια του εγκλήματος ως φαινομένου που προηγείται χρονικά του χαρακτηρισμού του ως τέτοιου και, συνακόλουθα, να αναζητήσουμε τους λόγους που καθιστούν απαραίτητη την ποινικοποίηση της εκάστοτε πράξης.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, που έχει ήδη απασχολήσει τη θεωρία, η απάντηση είναι μάλλον θετική. Ο πρώτος αντιτρομοκρατικός νόμος  στην ελληνική έννομη τάξη εισήχθη το 1978 (Ν. 774/1978) και ο δεύτερος το 1990 (Ν. 1916/1990). Εξαρχής είχαν διατυπωθεί αμφιβολίες ως προς το αν ήταν απαραίτητη η αναγωγή της ίδιας της τρομοκρατίας σε έγκλημα, καίτοι οι τρομοκρατικές πράξεις καθαυτές ήδη υπάγονται σε άλλα τυποποιημένα εγκλήματα. Τούτο προϋποθέτει την διαπίστωση ενός κενού δικαίου και απαιτεί την «σαφή θεμελίωση της ειδικότητας και της ιδιαίτερης επικινδυνότητας αυτής της ιδιαίτερης μορφής ‘οργανωμένης εγκληματικότητας’ απέναντι στις ήδη προβλεπόμενες μορφές»[5]. Αντίστοιχα, όσον αφορά την δικαιολόγηση της επαύξησης του αξιοποίνου σε ήδη προβλεπόμενες εγκληματικές υποστάσεις, σε περίπτωση που αυτές διαπράττονται για τους σκοπούς της τρομοκρατίας, τίθεται πάλι το ζήτημα της «’αναβαθμισμένης’ κοινωνικής απαξίας […] σε συνάρτηση με την ιδιαίτερα επαυξημένη επικινδυνότητα»[6]. Ποιό είναι, επομένως, αυτό το επιπλέον στοιχείο που προσδίδει στην τρομοκρατία μεγαλύτερη απαξία και δικαιολογεί την αυστηρότερη τιμώρησή της και τη διαφορετική της προσέγγιση; Ίσως είναι η οργανωτική της δομή, που την καθιστά πιο επικίνδυνη. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκληματικής οργάνωσης. Εξάλλου, τα διαφορετικά κίνητρα, δηλαδή το ιδεολογικό της υπόβαθρο, μάλλον επιβάλλουν διαφορετική προσέγγιση του φαινομένου. Όμως, δεν δικαιολογούν δίχως άλλο την αυστηρότερη αντιμετώπιση του δράστη, ούτε την ολοένα πιο παρεμβατική νομοθεσία. Μήπως, λοιπόν, η απάντηση δεν βρίσκεται στη δομή και τα κίνητρα, αλλά στις συνέπειες του φαινομένου; Οι εμφανείς συνέπειες κάθε «ηχηρής» τρομοκρατικής επίθεσης, έχουν δύο διαστάσεις. Η πρώτη είναι η διατάραξη του κοινωνικού ιστού, με την έννοια του αισθήματος ασφάλειας, της οικονομικής σταθερότητας και των κοινωνικών δεσμών. Η δεύτερη είναι η διατάραξη της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ορθή λειτουργία του συστήματος του επίσημου κοινωνικού ελέγχου και, σε πιο ακραίες περιπτώσεις, της πολιτικής σταθερότητας. Αυτές οι δύο διαστάσεις της τρομοκρατίας, ενδεχομένως δικαιολογούν τη πιο αυστηρή αντιμετώπισή της σε σχέση με τα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου τα οποία ενσωματώνει. Έτσι, όπως αναφέρει η Οδηγία 2017/541, για να χαρακτηρισθεί μια πράξη ως τρομοκρατικό έγκλημα, θα πρέπει να αποσκοπεί στον σοβαρό εκφοβισμό ενός πληθυσμού, στον εξαναγκασμό κάποιας κυβέρνησης ή διεθνούς οργανισμού σε πράξη ή παράλειψη, ή στην αποσταθεροποίηση των θεμελιωδών πολιτικών, συνταγματικών, οικονομικών ή κοινωνικών δομών μιας χώρας ή οργανισμού.  Η απάντηση αυτή, ωστόσο, που δίνεται στο πρώτο ερώτημα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εγκληματοποίηση ενός ταξιδιού που ανατρέχει χρονικά στο πολύ πρώιμο στάδιο της εγκληματικής προδιάθεσης. Ένα ταξίδι, δίχως άλλο τί, με όποιο σκοπό και αν γίνεται, είναι απολύτως αδύνατο να προκαλέσει συγκεκριμένο, αφηρημένο ή «γενικό» κίνδυνο για οποιοδήποτε έννομο αγαθό, πολλώ δε μάλλον για την δημόσια ασφάλεια και τάξη ή για την πολιτική σταθερότητα. Η μόνη σκοπιμότητα που μπορεί να εξυπηρετήσει η νέα διάταξη, και ίσως για το λόγο αυτό εισήχθη, είναι να νομιμοποιήσει τον εντονότερο έλεγχο του υπόπτου και να διευκολύνει το έργο των διωκτικών αρχών και τη διενέργεια κάθε είδους ανακριτικών πράξεων. Έτσι όμως, με λύπη διαπιστώνεται ότι, η μόνη δομή που φαίνεται, κατά την ακριβή διατύπωση του νόμου, να αποσταθεροποιείται μέχρι στιγμής, είναι ο νομικός μας πολιτισμός και αυτός όχι από τη δράση των τρομοκρατών.

Ελένη Κωνσταντινοπούλου,  Δικηγόρος- Κοινωνιολόγος, ΜΔΕ Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου, ΜΔΕ Εγκληματολογίας

[1] file:///C:/Users/Owner/Downloads/CELEX_32017L0541_EL_TXT%20(1).pdf

[2] ΙΗ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (Θ΄ Αναθεωρητική - ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ), Σύνοδος: Α' Σύνοδος, Συνεδρίαση: ΜΣΤ' 13/11/2019

[3] Βλ. Μπελαντής Δ., Αντιτρομοκρατική νομοθεσία και αρχή του κράτους δικαίου, δ/νση Κασιμάτης Γ., Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1998, σελ. 68.

[4] Βλ. Μπελαντής Δ., στο ίδιο ο.π. σελ. 50. Ομοίως, υποστηρίζεται ότι η αύξηση της πιθανότητας σύλληψης και αυστηρότερης τιμωρίας δεν θα είχε αποτέλεσμα στους τρομοκράτες. Βλ. σχετικά στο Caplan B., Terrorism: the relevance of the rational choice model, Public Choice, Vol. 128, 2006, σελ. 101. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε η έρευνα των Dugan L., Lafree G., Piquero A., Testing a rational choice model of airline hijackings, Criminology Vol 43, Nο 4, 2005, σσ. 1031-1070.

[5] Μπελαντής Δ., ο.π. σελ. 48. Βλ. στο ίδιο σελ. 115.

[6] Στο ίδιο ο.π..